21 Μαρτίου - Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

«Ο Τσίντσικας»

Πως σ’ αγαπάω τσίντσικα τραγουδιστά!
Σ’ ένα κλαρί ψηλά-ψηλά καβάλα
Πρωί ‘ναι ή μεσημέρι, δεν ρωτάς, γλεντάς
Κι ουδέ λεπτό δε δίνεις για τα άλλα.
Φαγί, πιωτό, να κλέψης άλλου ας να μη!…
Και φόρτωμα δεν είσαι• τα κλαράκια
αν βαρεθείς εκείνα, πάεις παρακεί
κι άμα σε διώξουν φεύγεις δίχως κακία.
Να κλάψεις να στενάξεις δεν τ’ ώχεις στο
νου, αν δε σε θέλ’ η μία βρίσκεις άλλη,
δεν χάθηκεν ο Κόσμος! συ ‘σαι γνωστικός
κι ας λένε που έχεις άδειο το κεφάλι.
Εσύ ΄γεννήθης μόνο για να τραγουδάς,
και το τραγούδι ‘ ξέρεις απ ‘τη φύση
και δε ζητείς με το στανιό ό,τι ο Θεός
δεν θέλησε σ’ εσένα να χαρίσει.
Σε λένε ζητιάνο, τσίντσικα φτωχιέ!
που γύρεψες του μύρμηγκα σιτάρι…
οι παλιοψεύτες! ενώ εσύ
ποτέ σου δεν άφηκες το κλωνάρι…
Δεν φταις! ετσ’ είν’ ο κόσμος, πάντοτε κακός,
εχθρεύετ’ ο πεζός τον καβαλάρη,…
μήπως χωνεύει ο έμπορος τον ποιητή
γρηά τη νιά, ή γέρος το παλληκάρι;
Τραγούδα φίλε, για τον κόσμο μη ρωτάς
Τραγούδησε της γης τα τόσα κάλλη,
κι αν σκάσεις απ’ την πείνα; Αί! υπομονή!…
μήπως δε θα ψοφήσουν κι όλοι οι άλλοι;
Κάλλιο απ’ την πείνα να ψοφάς, ή τρώγοντας
ό,τι με πόνο μάζεψαν οι άλλοι…
κι αν τώρα είσαι δυστυχής, έχει ο Θεός!
θαλθή καιρός, να ξαναζήσεις πάλι.

Αναστάσης Ι. Κουλουριώτης

 Τα περισσότερα στοιχεία αντλήθηκαν από την, γραμμένη στα αρβανίτικα και φυσικά ακόμη αμετάφραστη για εμάς, πραγματεία του Zihni Reso με τίτλο “Anastas Kullutioti…”  τα οποία και περισυνέλλεξε ο Νίκος Σαλτάρης στο τρίτο μέρος του βιβλίου του “Μήτρος – Τρούκης (αρβανίτης ποιητής του 19ου αιώνα)”, εκδόσεις Γέρου, Αθήνα 1987

Ο Αναστάσης Κουλουριώτης γεννήθηκε στο νησί της Σαλαμίνας, ή Κούλουρη επί το λαϊκότερον, από γονείς Αρβανίτες. Ειδικότερα, το όνομα του πατέρα του, Ιωάννης Κουλουριώτης ή Γιάννο-Κουλουριώτης συναντάται σε μία λίστα πεσόντων στα 1821 -1827 «γύρωθεν του Φρουρίου της Ακροπόλεως» το οποίο σημαίνει πως ο υιός Αναστάσης δε γεννήθηκε μετά το 1827. Αφού πήρε τα πρώτα του μαθήματα στη Σαλαμίνα, σπούδασε στη συνέχεια στην Αθήνα  και εγκαταστάθηκε στη Πλάκα, την πιο παλιά συνοικία, κατοικημένη από αρβανίτες της Ελλάδας, οι οποίοι μιλούσαν την γλώσσα τους στις οικογένειες τους.

Μέσα σε ένα ρευστό και υπό δημιουργίας κλίματος εθνικής συνείδησης, με σαφή όμως την τάση της ελληνικότητας να υπερισχύει, ο ίδιος, αυτοπροσδιοριζόμενος ως Αρβανίτης, ένιωσε να απειλείται.  Η φαντασιακή, μα καθόλα εκβιαστική επιταγή των ισχυρών για δημιουργία ενός ομογενοποιημένου και ομόφυλου έθνους, τοποθετούσε  και το αρβανίτικο ιδίωμα στο περιθώριο της ιστορίας. Προσπάθησε να αντισταθεί:  «Έχοντας παραμάσχαλα δέμα με βιβλία του, πήγε στη Σαλαμίνα χαρούμενος με τη σκέψη ότι εκεί θα βρει τόπο-αλώνι, για να αγωνιστεί, να δράσει. Όπου όμως, τον περίμενε μια διαφορετική τύχη-έκπληξη. Ο δήμαρχος, του μίλησε εκνευριστικά και με ύφος σκληρό: «Εμείς, είπε, προσπαθούμε να τους κάνουμε τούτους τους ανθρώπους  (τους κατοίκους Αρβανίτες) να ξεχάσουν τούτη τη γλώσσα και συ μας κουβάλησες και βιβλία;…!»
Ουσιαστικότερα, η αγωνία του για πολιτισμική ύπαρξη τον οδήγησε στην έκδοση αρκετών βιβλίων του, με πολιτικό κυρίως περιεχόμενο, από ένα μικρό τυπογραφείο που ο ίδιος διατηρούσε στην Αθήνα.  Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει το αλφαβητάριο της Αλβανικής γλώσσας, απ’ όπου και το ποίημα που παραθέτω, μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον ίδιο, αλλά και η επιτυχής προσπάθειά του για έκδοση εφημερίδας με τίτλο η φωνή της Αλβανίας, η οποία βέβαια δε διατηρήθηκε περισσότερο από ένα χρόνο.

Τολμώ να πω, με τα λιγοστά στοιχεία που υπάρχουν για τον «γραμματικό» και πολύγλωσσο Αναστάση Κουλουριώτη, πως όλη του η ζωή αποτελεί ένα ψυχομάχημα για την διάσωση της οντότητάς του ως πολιτικό υποκείμενο, μια αγωνία όχι επιβολής αλύτρωτων προταγμάτων αλλά αγωνία αποδοχής μιας απωθούσας κουλτούρας που θα πέρναγε μέσα από διαδικασίες ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Και τελικά, βρισκόμενος ο ίδιος σε έναν τόπο εθνικής εξορίας, αποτόλμησε να ωθήσει τη μνήμη στην απενοχοποίησή της, προσπάθησε να γίνει κοινωνός μιας ιστορίας που δε θα ντρέπεται να υμνήσει, γιατί όχι, ακόμη κι έναν τζίτζικα.
Στράφι.

www.poiein.gr