12/10/1944: 70 χρόνια από την απελευθέρωση της Αθήνας




«Τη νύχτα της 11ης Οκτωβρίου 1944 κοιμήθηκα στο σπίτι μου. Κάτι είχε ακουστεί ότι οι Γερμανοί θα εκκένωναν την πόλη την επομένη, αλλά τα ίδια είχανε πει και την προηγούμενη, τα ίδια και την πιο πριν. Για μέρες περιμέναμε την κάθε αυριανή, να κόψει τον χρόνο στα δύο. Ξύπνησα το πρωί της άλλης και πήρα με τα πόδια τον δρόμο για το Πολυτεχνείο ανύποπτος. Η χαρμόσυνη είδηση έφτασε στ' αυτιά μου από διαβάτες, μπαλκόνια και παράθυρα, καθώς προχωρούσα: "Φεύγουνε - Φεύγουνε!". Ναι φεύγανε. Καθώς βγήκα στην Πατησίων αντίκρισα τις πρώτες σημαίες να ξεπροβάλλουν σε σπίτια και μαγαζιά -σημαιοστολισμός μεγάλης χαράς, χωρίς διαταγή.(...) Θυμάμαι ν' ανεβαίνουν απ' την Ομόνοια προς τη Σταδίου τα τελευταία γερμανικά αυτοκίνητα· ο κόσμος τα συνόδευε με αποδοκιμασίες. Ενας Γερμανός πυροβόλησε στον αέρα. Αρχισαν να εμφανίζονται στους δρόμους τα πρώτα πανό οργανώσεων. Πιο πολύ ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ. Από κοντά του ΚΚΕ. Μα και οι πρώτες περίπολοι από αστυφύλακες με αυτόματο κρεμασμένο απ' τον ώμο. Ο κόσμος τους χειροκροτούσε όλους -και τους αστυφύλακες. Ο λαός ξαναζούσε φωναχτά, με νικητήριες κραυγές και τραγούδια, την ενότητα, τη βουβή των πρώτων ημερών της Κατοχής». Ο Σάκης Πεπονής, φοιτητής τότε στο Πολυτεχνείο, ήταν ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίους που έζησε και ανέπνευσε από κοντά τις πρώτες στιγμές ελευθερίας στο κέντρο της Αθήνας. Μία άλλη μέρα είχε ξημερώσει για την πρωτεύουσα και το μέλλον διαγράφονταν λαμπρό, αν και η ιστορία διέψευσε πολύ σύντομα τα όνειρα για ένα καλύτερο και ειρηνικό αύριο.
 
Κατά την αποχώρηση δεν ήταν φυσικά όλα ρόδινα. Φεύγοντας οι Γερμανοί, προκάλεσαν ζημιές σε σημαντικές υποδομές. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Λιμένος Πειραιά που υπέστη τεράστιες καταστροφές, με ανατίναξη των σιλό, των κρηπιδωμάτων της ακτής Θεμιστοκλέους και Μιαούλη καθώς και την ανατίναξη των ναυπηγείων και του κτιρίου της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
Επίσης έβαλαν φωτιά στις αποθήκες των εταιριών πετρελαιοειδών Shell, Socobell και Socony. Επιπλέον, αποπειράθηκαν να καταστρέψουν το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Κερατσίνι. Όμως οι εγκαταστάσεις σώθηκαν, μετά από μάχη που έδωσαν άνδρες του ΕΛΑΣ οι οποίοι έσπευσαν εκεί όταν ειδοποιήθηκαν από εργαζόμενους της Ηλεκτρικής Εταιρίας.
Πίσω όμως στα γεγονότα όπως τα εξιστόρησε το 1986 ο Σπ. Κωστάκης: «Οι Γερμανοί όλη τη νύχτα έφευγαν μαζικά τώρα. Και από την αρτηρία της Ιεράς Οδού κι από τα βόρεια προάστια. Ολη τη νύχτα άδειαζαν καταυλισμούς αποθήκες, ιδρύματα, υπηρεσίες, γραφεία. Καίνε χαρτιά. Φεύγουν. Οι συνοικίες κι οι συνοικισμοί - μαχόμενες μονάδες το έχουν πάρει χαμπάρι και βρίσκονται στο πόδι από τα χαράματα. Τμήματά μας έχουν ακροβολιστεί μέχρι τους πλαϊνούς δρόμους του κέντρου. Σύνταγμα - Ομόνοια. Γύρω στις 10 το πρωί αγγελιοφόρος φέρνει την είδηση ότι οι Γερμανοί κατέβασαν τη σημαία τους από την Ακρόπολη. Και σε λίγο άλλοι: οι Γερμανοί κατέθεσαν στεφάνι στον Αγνωστο Στρατιώτη. "Είμαστε στρατός ιπποτικός", θέλουν να πουν μ' αυτή τη χειρονομία τους. Ομως οι "Ιππότες" καθώς έφευγαν πυροβόλησαν και σκότωσαν άοπλους ανθρώπους στην Ομόνοια και στο τέρμα Ιπποκράτους.
 
Εφταναν συνεχώς και καινούργιοι αγγελιοφόροι. Οι συνοικισμοί και οι γειτονιές ξεχύθηκαν στο κέντρο. Συγκεντρώνονται πάνδημα στις δικές τους κεντρικές πλατείες κι από κει ποτάμια κατεβαίνουν μ' ένα πρωτόφαντο ξέσπασμα χαράς. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, τραγουδάνε, χορεύουν, φωνάζουν συνθήματα. Ανεμίζουν κόκκινες κι ελληνικές σημαίες. Σηκώνουν πλακάτ. Ξεπετάγονται φλογεροί ρήτορες. Η Πανεπιστημίου, η Σταδίου, το Σύνταγμα και η Ομόνοια, μια λαοθάλασσα».
 
Το ντοκιματέρ του Φίνου
Πριν στραφεί ολοκληρωτικά στον κόσμο του σινεμά ο πατριάρχης του ελληνικού λαϊκού κινηματογράφου, ο Φιλοποίμην Φίνος, έδωσε εξετάσεις και διέπρεψε στα «επίκαιρα», τα Δελτία Ειδήσεων που προβάλλονταν πριν από τις προβολές των ταινιών στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η αρχή έγινε με τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Λίγο μετά το «ΟΧΙ» ο Φίνος μαζί με παλιούς συνεργάτες παρουσιάζονται στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, προσφέροντας τους εαυτούς τους στην υπηρεσία της πατρίδας, συγκροτώντας συνεργείο λήψεων επικαίρων στο Αλβανικό Μέτωπο. Μέσα από αφάνταστες δυσκολίες, άσχημες καιρικές συνθήκες και φτωχό κινηματογραφικό εξοπλισμό, μετακινούνται από πόλη σε πόλη και από βουνό σε βουνό, γυρίζοντας ανελλιπώς τις σκηνές του Αλβανικού Έπους, εκτεθειμένοι διαρκώς σε κίνδυνο για τη ζωή τους. Ο απαράμιλλος ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών και οι αλλεπάλληλες νίκες κατά των Ιταλών ενθουσιάζουν τους νεαρούς οπερατέρ και τους βοηθούν να αναχαιτίζουν κάθε δυσκολία και κάθε εμπόδιο. Οι ταινίες που γυρίζουν για τα «Επίκαιρα», απαθανατίζοντας τα κατορθώματα του στρατού μας, συναρπάζουν και εμψυχώνουν τον κόσμο. Όμως, στις 6 Απριλίου του 1941, και ενώ οι Ιταλοί έχουν υποστεί τεράστια ταπείνωση και εξευτελισμό, παίρνουν τη σκυτάλη οι Γερμανοί μπαίνοντας στη Μακεδονία. Στις 27 Απριλίου καταλαμβάνουν την Αθήνα, υψώνοντας τη σημαία με τη σβάστικα στην Ακρόπολη και σε όλα τα δημόσια κτήρια της πόλης...
 
Οι Γερμανοί σταμάτησαν αμέσως όλους τους οπερατέρ των «Επικαίρων», επίταξαν τα κινηματογραφικά μηχανήματα του Φίνου και έψαχναν μανιωδώς να βρουν όλα τα νεγκατίφ των σκηνών του Αλβανικού μετώπου για να τα καταστρέψουν. Μπροστά σε αυτήν τη μανία των Γερμανών δεν γλιτώσανε ούτε τα στούντιο στο Καλαμάκι, τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ωστόσο, χάρη στη διορατικότητα του Φίνου, ο οποίος προέβλεψε τη θέληση των Γερμανών να βρουν τα νεγκατίφ, κατάφερε με τη βοήθεια ενός φίλου να σώσει και να κρύψει αρκετές κόπιες σε ασφαλές μέρος. Έτσι διασώθηκαν πολλά αρχεία με σκηνές από το Αλβανικό μέτωπο, τα οποία αποτελούν μέχρι σήμερα μοναδικά ιστορικά ντοκουμέντα.
Τα επόμενα χρόνια βρίσκουν τον Φίνο απελπισμένο να ψάχνει ξανά τα βήματα του στον κινηματογράφο. Όσο και αν ακούγεται τρελό, το 1943 με την Αθήνα αποδεκατισμένη από την πείνα και οικονομικά εξαθλιωμένη θα κάνει την πρώτη κινηματογραφική του επιτυχία. Μετά από ένα χρόνο γυρισμάτων, η «Φωνή της Καρδιάς» με πρωταγωνιστή τον Αιμίλιο Βεάκη, θα κάνει πρεμιέρα στις 29 Μαρτίου και θα κόψει συνολικά 102.237 εισιτήρια.
Η χαρά αυτή όμως δεν κατάφερε να διαρκέσει πολύ. Στις αρχές του 1944, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον Φίνο και τον πατέρα του, ο οποίος τροφοδοτούσε αντιστασιακά τμήματα με σιτάρι και κριθάρι από τα κτήματά του στην Κωπαϊδα. Το στρατοδικείο καταδίκασε και τους δύο σε θάνατο. Χάρη όμως στην επιμονή του πατέρα του να πείσει τους Γερμανούς πως ο γιος του δεν είχε καμία ανάμειξη, ο Φιλοποίμην αποφυλακίζεται από τις φυλακές Αβέρωφ, με τον όρο «εθελούσιας δωρεάς των περιουσιακών του στοιχείων στις δυνάμεις της κατοχής». Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1944, ο πατέρας του Φίνου εκτελείται από τους Γερμανούς. Η 12η Οκτωβρίου θα βρει τον Φιλοποιμην ξανά με την κάμερα στο χέρι να καταγράφει με τον δικό του τρόπο την απελευθέρωση της Αθήνας. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ντοκιμαντέρ που στάθηκαν μόνο στους πανηγυρισμούς και στο κλίμα αισιοδοξίας που έφερνε η αποχώρηση του κατακτητή ο Φίνος έδειξε και την άλλη πλευρά. Επισκέφθηκε την Κοκκινιά για να δείξει τις θηριωδίες των κατακτητών αλλά και πολλά σημεία σε όλη την Αττική για να καταγράψει τις δολιοφθορές τους. Είναι άγνωστο αν και για πόσο διάστημα προβλήθηκε στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες στα «επίκαιρα».
 
Οι λόγοι που δεν βρήκε ποτέ το δρόμο της προς τις αίθουσες είναι σίγουρα πολιτικοί.
Η ταινία έχει καθαρά φιλο-εαμικό προσανατολισμό. Μετά όμως την αποχώρηση των Γερμανών (στα μέσα Οκτωβρίου του 1944) ακολούθησε μια πολύ ταραγμένη περίοδος, που κορυφώθηκε με τη Μάχη της Αθήνας (τον Δεκέμβρη του 1944, γνωστή και ως Δεκεμβριανά) και την έναρξη του μεγάλου διωγμού των αριστερών.
Έτσι, έμεινε στα αζήτητα. Κατά περιόδους κομμάτια της χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες ταινίες. Ποτέ αυτούσια και με το σπηκάζ της εποχής, όμως.
Την ανακάλυψε πολλές δεκαετίες αργότερα σε αρχεία του εξωτερικού, και συγκεκριμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ροβήρος Μανθούλης όταν ετοίμαζε το 1997 το ντοκιμαντέρ «Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος». Η ταινία του Φίνου στην πρωτότυπη μορφή της εντάχθηκε ολόκληρη στο ντοκιμαντέρ του Ροβήρου Μανθούλη «Βίοι Παράληλλοι του Εμφυλίου» του 1999 που είναι η εξάωρη εκδοχή του Εμφυλίου Πολέμου. Με αυτό τον τρόπο προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Πηγή για το ντοκυμαντέρ: finosfilm  και sevenart