Αρβανίτες και Αλβανοί μετανάστες

Οικογένεια Παπαπαναγιώτου. Αμπελάκι 1911
                                         του Παναγιώτη Βελτανισιάν
Είναι ποτέ δυνατό η εγγραμματοσύνη των ανθρώπων να είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη διεύρυνση των πνευματικών τους οριζόντων; Διατυπώνοντας διαφορετικά το ερώτημα, μπορεί ένας άνθρωπος με χαμηλή μόρφωση να είναι περισσότερο ανοιχτόμυαλος από έναν που έχει γίνει δέκτης μιας επαρκούς εκπαίδευσης με ανθρωπιστικό προσανατολισμό; Χρησιμοποιώντας σε αυτό το άρθρο δεδομένα της Λαογραφίας, της Κοινωνιολογίας και της Ιστορικής Γλωσσολογίας και ξεκινώντας από το επίπεδο της μικροϊστορίας ενός νησιού του Σαρωνικού, συγκεκριμένα της Σαλαμίνας, θα καταδειχθεί πως αυτό είναι όντως μια πτυχή ενός ιστορικού γεγονότος.
Και φυσικά ένα γεγονός του παρελθόντος, απώτερου ή πρόσφατου, δεν πρέπει ποτέ να το αξιολογούμε με τα δικά μας δεδομένα, αλλά η σκέψη και η κρίση μας χρειάζεται να ανάγεται και να προσαρμόζεται στην τότε επικρατούσα κοινωνική κατάσταση. Αφετηρία του προβληματισμού είναι ο τρόπος υποδοχής και ένταξης μεταναστών στη νησιωτική κοινωνία της Σαλαμίνας σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους˙ η πρώτη αφορά στην εγκατάσταση Αρβανιτών επήλυδων πριν εξακόσια χρόνια περίπου στη Σαλαμίνα και διήρκεσε μέχρι και το 19ο αιώνα και η δεύτερη στην αντιμετώπιση τωνΑλβανών μεταναστών από το 1990 κι έπειτα.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Τοπική παράδοση αναφέρει ότι «Αρβανίτες έποικοι έφθασαν στο νησί από θάλασσα και αποβιβάστηκαν στη σημερινή παραλία της Κούλουρης. Ο τόπος ήταν γεμάτος κέδρους και ακολουθώντας ένα ρυάκι έφθασαν μέχρι την πηγή του, ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα». Άλλη παράδοση αναφέρει πως για τον εντοπισμό του καταλληλότερου τόπου για τη δημιουργία οικισμού «κρέμασαν σε διάφορα μέρη συκώτι ζώου και ανάλογα με τη βραδύτητα της αποσύνθεσής του επέλεξαν τον τόπο εγκαθίδρυσής τους».
Στη Σαλαμίνα οι δύο γλώσσες -ελληνικά/αρβανίτικα- συμβίωσαν και η αρβανίτικη επικράτησε κυρίως στον γεωργικό πληθυσμό. Το γεγονός της συμβίωσης των δύο γλωσσών μαρτυρείται από παλαιούς ξένους περιηγητές που επισκέφτηκαν το νησί τη δεκαετία του 1670. Ο Giraud, πρόξενος τότε της Γαλλίας, μας πληροφορεί ότι ο πληθυσμός ήταν εν μέρει ελληνικός και εν μέρει αρβανίτικος. Δέκα χρόνια αργότερα ο Ολλανδός Dapper παρατηρεί Αρβανίτες αλλά περισσότερους Έλληνες, κυρίως Αθηναίους. Οι πληροφορίες του Giraud και του Dapper αποτελούν τις πρώτες ουσιαστικές μαρτυρίες για την ύπαρξη Αρβανιτών στη Σαλαμίνα. Η εγκατάσταση των αρβανιτών επήλυδων στο νησί ήταν ειρηνική και συνοδεύτηκε από την προσαρμογή τους στο οικονομικό τοπίο του νησιού· ασχολήθηκαν, με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την υλοτομία, την κατραμοποιία και τη ρητινοσυλλογή και διδάχτηκαν από τον ντόπιο πληθυσμό τα τοπωνύμια του νησιού, τα περισσότερα από τα οποία είναι ελληνικά και μερικά, αρχαία ελληνικά.
Το γεγονός της ειρηνικής συνύπαρξης και συμβίωσης Αρβανιτών και ντόπιων ενισχύεται και από προφορική παράδοση του Αμπελακίου, σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοι του χωριού δυσφορούσαν που οι ίδιοι και οι κόρες τους δε γνώριζαν την αρβανίτικη διάλεκτο και κατά συνέπεια δεν είχαν την ευκαιρία να συνάψουν γάμους με τους Αρβανίτες νέους που είχαν αρχίσει τότε να κατακλύζουν το νησί. Η διαφοροποίηση, εξάλλου, από τον γηγενή πληθυσμό του νησιού δεν ήταν φυλετική αλλά οικονομική και κοινωνική.
Τελειώνοντας με τα σχετικά της παρουσίας των Αρβανιτών στη Σαλαμίνα και πριν περάσουμε στο θέμα των σημερινών αλβανών μεταναστών, να τονίσουμε πως οι αρβανίτες, αν και απομονωμένοι σε αυτό το νησί, διατήρησαν από τη μια τη γλώσσα τους, το πιο ζωντανό και δυναμικό δηλαδή στοιχείο όλων των λαών, και από την άλλη κατάφεραν να μιλούν με άνεση την ελληνική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επικρατήσει μια λειτουργική διγλωσσία – αρβανίτικα/ελληνικά – μέχρι περίπου και τη δεκαετία του 1970.
Μετά την οικονομική κατάρρευση του αλβανικού καθεστώτος το 1990 σημειώθηκε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης -παράνομης αρχικά, νόμιμης έπειτα- των κατοίκων της Αλβανίας προς την Ιταλία και κυρίως στην Ελλάδα. Το κύμα αυτό συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια σχεδόν της δεκαετίας του 1990, ενώ από το 2000 και μετά άρχισε να φθίνει. Από την έναρξη του μεταναστευτικού αυτού κύματος των Αλβανών έγινε φανερό πως το κύριο αίτιό του ήταν η εξεύρεση χρημάτων και η καλυτέρευση της ζωής τους. Οι Αλβανοί ζούσαν κάτω από ένα ιδιότυπο κομμουνιστικό καθεστώς, κλειστού χαρακτήρα, με την έννοια του απολυταρχικού κράτους, που τηρούσε πιστά το γνωμικό “τα εν οίκω μη εν δήμω”. Δίκαια, λοιπόν χαρακτηρίστηκαν ως οικονομικοί μετανάστες.
Με τον ερχομό τους στην Ελλάδα σκορπίστηκαν σε κάθε μέρος της και ασχολήθηκαν με χειρωνακτικές εργασίες, όπως καθαριότητα σπιτιών, ξεχορτάριασμα κήπων, σερβιτόροι και άλλες δουλειές. Πολλοί απορροφήθηκαν σε οικοδομικές επιχειρήσεις εξαιτίας της ικανότητάς τους να επεξεργάζονται την πέτρα, μιας και στην πατρίδα τους χρησιμοποιείται ως κύριο οικοδομικό υλικό. Δουλεύοντας αρχικά χωρίς ασφάλιση έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από επιτήδειους οι οποίοι τους πρόσφεραν ένα πενιχρό ημερομίσθιο σε αντάλλαγμα ενός άθλιου καταλύματος.
Πολλοί Έλληνες αντιμετωπίζοντάς τους με οίκτο τούς φιλοξένησαν στα σπίτια τους και λόγω της αθεΐας που επικρατούσε στην Αλβανία, τους βάφτισαν δίνοντάς τους χριστιανικά ονόματα. Οι βαφτίσεις έγιναν γρήγορα αποδεκτές από τους Αλβανούς, γιατί η ίδια η ελληνική πολιτεία επέδειξε μερικώς προνομιακή μεταχείριση σε όσους μπορούσαν να τεκμηριώσουν ορθόδοξο θρήσκευμα. Αρκετοί Αλβανοί για να γίνουν ακόμη περισσότερο αποδεκτοί από τους Έλληνες χρησιμοποίησαν τον ελληνικής επινόησης αλυτρωτικό όρο Βορειοηπειρώτης αγνοώντας από τη μεριά τους το εθνικό περιεχόμενο του όρου.
Όσον αφορά τη Σαλαμίνα χρειάζεται να επισημανθεί ότι ως χώρος συγκέντρωσης για εύρεση εργασίας ήταν ο πεζόδρομος μπροστά από το πρώην κτήριο του Ο.Τ.Ε.  στην Ακτή Καραϊσκάκη ή στην πλατεία του Αγ. Νικολάου στα Σελήνια για όσους έμεναν στα ανατολικά του νησιού ή στην πλατεία του Αιαντείου. Κάθε πρωί ανέμεναν να περάσει κάποιος που χρειαζόταν χειρωνακτική κατά κύριο λόγο δουλειά και κατόπιν προφορικής συμφωνίας για το ημερομίσθιο κατευθύνονταν στο χώρο εργασίας. Το απόγευμα, μετά την εργασία και τη μεσημεριανή ξεκούραση μαζεύονταν στη διασταύρωση της Λεωφόρου Φανερωμένης και της Ακτής Καραϊσκάκη όπου συζητούσαν τα διάφορα προβλήματά τους, αλλά και έκλειναν συμφωνίες για τις επόμενες μέρες.
Ο Λουκάς Τσιτσιπής (1946-2008) στη θεμελιώδη μελέτη του “Arvanitika. A Linguistic Anthropology of Praxis and Language Shift” (Αρβανίτικα. Μια ανθρωπογλωσσολογία της πράξης και γλωσσική στροφή) διακρίνει δύο ειδών ομιλητές της αρβανίτικης: άλλους με ολική και άλλους με μερική γλωσσική ικανότητα. Τους πρώτους τους ονομάζει ικανούς και τους δεύτερους τελικούς ομιλητές. Οι τελευταίοι είναι νεαροί· παρεμβάλλουν αρβανίτικες λέξεις ή εκφράσεις στην ομιλία τους δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο -ασυναίσθητα- την αλληλεγγύη με την παραδοσιακή κοινότητα. Με άλλα λόγια ο αρβανίτικος λόγος δεν έχει χρήση αναφορικής λειτουργίας αλλά περισσότερο μεταφορικής-ποιητικής. Η χρήση της ελληνικής δείχνει έμμεσα την υποταγή του ομιλούντος υποκειμένου (με τη μπαχτινική έννοια) στην επίσημη φωνή της ευρύτερης κοινωνικής κοινότητας στην οποία ανήκει. Άρα, η ελληνική γλώσσα ανάγεται σε κώδικα ισχύος, ενώ η αρβανίτικη διάλεκτος σε κώδικα αλληλεγγύης.
Με την άφιξη των Αλβανών οικονομικών μεταναστών στη Σαλαμίνα από το 1990 και μετά, παρατηρήθηκε μια άνεση επικοινωνίας με τους ντόπιους Αρβανίτες  (ικανούς ομιλητές), η οποία συνοδεύτηκε από την προσπάθεια γλωσσικής προσαρμογής των τελευταίων με τους πρώτους. Με άλλα λόγια, αντί να προσαρμόσουν οι Αλβανοί την ομιλία τους ώστε να γίνονται κατανοητοί από τους Σαλαμίνιους που μιλούσαν την αρβανίτικη, οι Σαλαμίνιοι ήταν αυτοί που άρχισαν να μαθαίνουν νέες αλβανικές λέξεις ή φράσεις. Αυτό συνέβη γιατί οι Σαλαμίνιοι Αρβανίτες -κυρίως οι ηλικιωμένοι- έλεγαν πως τα αρβανίτικα δεν είναι γλώσσα, αλλά ένας ιδιαίτερος τρόπος ομιλίας. Από την άλλη οι Αλβανοί μετανάστες ήταν αυτοί που ενδιαφέρθηκαν περισσότερο να μάθουν ελληνικά που τα χρειάζονταν για την είσοδό τους στην αγορά εργασίας παρά να ασχοληθούν με την εκμάθηση της αρβανίτικης.
Οι ντόπιοι Αρβανίτες κράτησαν αποστάσεις από τους Αλβανούς γιατί έχουν ελληνική συνείδηση και δεν συμπεριφέρθηκαν ως Αρβανίτες μακρινής αλβανικής καταγωγής. Παρόλα αυτά δε δίστασαν να επαινέσουν τον σκληροτράχηλο χαρακτήρα των Αλβανών και τους συμπονούσαν για την ένδειά τους, αλλά αρκετά συχνά τους χαρακτήριζαν ως οκνηρούς, ανειλικρινείς και εν δυνάμει κακοποιούς.
Το κλίμα της ξενοφοβίας σε βάρος των Αλβανών μεταναστών που επέδειξαν άτομα που είχαν ολοκληρώσει τη Μέση Εκπαίδευση και που καλλιεργήθηκε διαμέσου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης από το 1997 και μετά, λόγω της αύξησης της εγκληματικότητας, συμπαρέσυρε και τη σαλαμινιακή κοινωνία. Η ρατσιστική αυτή αντιμετώπιση δεν ήταν τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα ενός ιδεολογικού κατασκευάσματος που αναπτύχθηκε στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία και που εκφράστηκε ως αποκύημα μιας φαντασιωσικής προφύλαξης της ταυτότητας του εμείς-Έλληνες vs άλλοι-Αλβανοί. Η διαφύλαξη αυτή της ταυτότητας κατέληξε στη δημιουργία ενός πολιτικού μορφώματος με μεγάλη αποδοχή  από τη σαλαμινιακή  κοινωνία, όπως τούτο καταφαίνεται από τις εκλογικές αναμετρήσεις, κυρίως σε εθνικό επίπεδο.
Τα ιστορικά και κοινωνιολογικά δεδομένα που παρουσιάστηκαν παραπάνω  απέδειξαν  πως όντως η εγγραμματοσύνη και η ουμανιστική μόρφωση που μπορεί να έχει δεχθεί ένας άνθρωπος είναι αντιστρόφως ανάλογη της διεύρυνσης των πνευματικών του οριζόντων. Ο αγράμματος άνθρωπος του 15ου αιώνα αντιμετώπισε φιλικά και καλοπροαίρετα έναν άγνωστο, έναν ξένο. Δεν επέδειξε καν εργασιακό ανταγωνισμό απέναντί του. Αντιθέτως,  ενδιαφέρθηκε γι’ αυτόν, τον καλοδέχτηκε, τον ενέταξε ειρηνικά στην κοινωνία του, στην οικογένειά του την ίδια. Έκανε κάτι ανθρώπινο˙ έστρεψε το βλέμμα του σε έναν συνάνθρωπό του. Εμείς;
*Ο Παναγιώτης Βελτανισιάν είναι φιλόλογος και λαογράφος. 
freethinkingisland.wordpress.com