Για τη Μάγδα Φύσσα


του Γιάννη Μιχάλαρου*

Στα πλαίσια της δίκης της Χρυσής Αυγής, η οποία αντιμετωπίζει κατηγορίες σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, η μητέρα του Παύλου Φύσσα κλήθηκε να καταθέσει τόσο για τη δολοφονία του γιου της, Παύλου Φύσσα, όσο και για τους νεοναζί. Από την πρώτη στιγμή, από τις πρώτες λέξεις που εξέφρασε, φάνηκε πως δε θα μασήσει τα λόγια της.


Χειμαρρώδης και έντονα συναισθηματική τοποθετήθηκε πάνω στα ζητήματα και μας έδωσε την ευκαιρία να αντιληφθούμε τη σκοπιά μιας αδικημένης, πονεμένης μάνας και να μας υπενθυμίσει την πραγματικότητα. Οι πληροφορίες, λοιπόν, που μπορεί να αντλήσει ο καθένας από την τοποθέτησή της, δε μας έκαναν “να πέσουμε από τα σύννεφα”.


Τουλάχιστον δεν εξέπληξαν αυτούς οι οποίοι έχουν επαφή με την καθημερινότητα και δεν έχουν αποκλειστική ενημέρωση από τις εφημερίδες “Στόχος’’ και “Μακελειό’’.

Η δολοφονία του αντιφασίστα ήταν οργανωμένη από τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής και είχε τρομακτικές ομοιότητες με την τακτική που ακολουθούσαν, διαχρονικά, όλες οι φασιστικές οργανώσεις. Το κίνητρο που υπογραμμίστηκε ήταν αυτό της ισοπέδωσης κάθε φωνής που δεν ταυτιζόταν με αυτής του φασιστικού μορφώματος.

Αξιοσημείωτη όμως είναι η αναφορά της για την αστυνομία που ήταν παρούσα στο έγκλημα. Λαμβάνοντας έναν ρόλο παρατηρητή, κατά τη διάρκεια της δολοφονίας, αποδείχτηκε για άλλη μια φορά είτε η ανεπάρκεια του κράτους (για τους πιο ρομαντικούς) είτε η έντονη σχέση που έχει αναπτύξει με τους Γκεμπελικούς (για τους πιο ρεαλιστές). Δεν κώλωσε. Δε φοβήθηκε τις απειλές και τους εκβιασμούς τους. Δεν σίγησε ούτε όταν τάγματα εφόδου έκαναν επισκέψεις στο σπίτι της για να σπείρουν τον τρόμο.


Ολοκλήρωσε το δεύτερο μέρος της κατάθεσής, στράφηκε προς τον δολοφόνο του παιδιού της, πέταξε ένα πλαστικό μπουκάλι και φώναξε “αυτό για να με θυμάσαι’’.

Και σίγουρα δε θα την ξεχάσουν. Δε θα ξεχάσουν το περιεχόμενο του μπουκαλιού το οποίο, κακώς, απογοήτευσε πολλούς ανθρώπους που ανήκουν στο χώρο της αριστεράς και της αναρχίας. Ανθρώπων που παλεύουν για την πραγματοποίηση των ονείρων τους και αναγνωρίζουν τους μισανθρώπους του Μιχαλολιάκου ως εμπόδιο για αυτή.

Οι “κοινωνικοί αγωνιστές” θα προτιμούσαν το συγκεκριμένο μπουκάλι να είχε τσιμέντο, πέτρες ή για τους πιο θερμόαιμους, βενζίνη με στουπί. Κάτι βαρύ ή καυτό.

Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν είχε ούτε νερό.

Είχε την οργή για τους θανάτους, τις μαχαιριές,  τις “νύχτες των κρυστάλλων”, τα πογκρόμ κατά των μεταναστών. Τις δολοφονίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κράτους στα σύνορα. Είχε το άγχος και την αβεβαιότητα για το μέλλον. Είχε την πίκρα, την καταστολή, τις μνημονιακές προδοσίες των τελευταίων ετών.


Είχε το πείσμα για αγώνα, τις στοχεύσεις των ανθρώπων, που παρά τις διαδοχικές ήττες του κινήματος, δεν παύουν να διεκδικούν την κοινωνία της ισότητας και της αλληλεγγύης.


Είχε όλα όσα χρειαζόταν να έχει.


Η συγκεκριμένη κίνηση η οποία θα χαρακτηριστεί από πολλά σκουπίδια ως θεατρική, χτίζει το δρόμο που πρέπει να διασχίσουμε. Το δρόμο που καταλήγει στην υπενθύμιση πως οι νεοναζί θα ανήκουν πάντα “στο τελευταίο θρανίο’’ της κοινωνίας.


*Ο Γιάννης Μιχάλαρος είναι φοιτητής στο τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.


πηγή: freethinkingisland.wordpress.com