Η ζωή στο Πέραμα το 2016

Στη λαϊκή συνοικία που δημιουργήθηκε από τους ανθρώπους που βρήκαν δουλειά στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη μετά τον πόλεμο, σήμερα η ανεργία φτάνει το 60%. Παρόλα αυτά, είναι μία περιοχή που δεν χάνει ποτέ την ελπίδα και την ανθρωπιά της.

Το Πέραμα τώρα 

Το Πέραμα είναι μόλις 35 λεπτά από την Αθήνα (14,7 χιλιόμετρα), το προάστιο του Πειραιά που συνδέεται με τη Σαλαμίνα μέσω φεριμπότ, μια προσφυγική συνοικία με Μικρασιάτες και Πόντιους. Είναι μια περιοχή γεμάτη αυθαίρετα (περισσότερα από 1.000!), σκαρφαλωμένα μέχρι ψηλά στο βουνό, ναυπηγεία σε όλο το μήκος της παραλίας, πολυκατοικίες και ταβερνάκια.
Ήταν πάντα μια λαϊκή συνοικία που δημιουργήθηκε από τον κόσμο που ήρθε να δουλέψει στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος και στα καρνάγια, φημισμένη για τους τεχνίτες της, τους μάστορες και τους εργάτες που μπορούσαν να κάνουν τα πάντα. Ανθρώπους «πατενταδόρους» που οι εργολάβοι και οι εφοπλιστές εμπιστεύονταν τα καράβια τους στα χέρια τους. Από το 1964 που έγινε δήμος μέχρι σήμερα έχει αλλάξει ελάχιστα, εξακολουθεί να έχει κάτι από παλιά Ελλάδα και σε μεταφέρει «μαγικά» στις παλιές, ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες. Αυτή είναι και η γοητεία του. Παρ' όλα αυτά, είναι μια πόλη που εν μέσω κρίσης έχει χτυπηθεί όσο καμία άλλη. Ένας χρεοκοπημένος δήμος που πολλές φορές δεν έχει χρήματα να πληρώσει τους υπαλλήλους του, χωρίς οδικά δίκτυα στην περιοχή του Άνω Περάματος, με σπίτια στο βουνό χωρίς νερό και ρεύμα, σε κατάσταση εγκατάλειψης, και πολυκατοικίες-«τέρατα» που έχουν χτιστεί τις τελευταίες δεκαετίες και κάνουν πολύ έντονη την αντίθεση μεταξύ παλιού και νέου. Στο στάδιο, την Πρόνοια, παίζουν καθημερινά εκατοντάδες πιτσιρίκια σε άθλιες συνθήκες, τα σκουπίδια πολλές φορές γίνονται βουνά λόγω της οικονομικής δυσκολίας του δήμου να πληρώσει περισσότερα απορριμματοφόρα κι ένα πρόβλημα που είναι πιο βασικό και μεγαλύτερο απ’ όλα: την ανεργία, η οποία αυτήν τη στιγμή ξεπερνάει το 60%.


 Το Χονγκ Κονγκ του Πειραιά

 Το Πέραμα είναι το Χονγκ Κονγκ του Πειραιά. Άνθρωποι και πλεούμενα ζουν ανακατεμένοι μέσα κι έξω από το νερό, ακόμα και το κουρείο είναι πάνω στο κύμα και ο αέρας μυρίζει πετρέλαιο, μηχανόλαδο και ψαρίλα, μικροί και μεγάλοι με σηκωμένα μπατζάκια πλατσουρίζουν στα νερά, άλλοι για μεροκάματο, άλλοι για χάζι, ως και οι σερβιτόροι από τις παράγκες της παραλίας, που ψήνουν καφέδες, ετοιμάζουν ούζα και τηγανίζουν ψάρια από το πρωί, μπαίνουν μέχρι τα γόνατα στο νερό, φορτωμένοι τις παραγγελίες για τα μαστόρια που δουλεύουν σε κάποιο σκάφος, και ολόγυρα, μέσα έξω, σε στεριά και θάλασσα, βάρκες, καΐκια και τρεχαντήρια, άλλα λικνίζονται στο νερό και άλλα ξεροσταλιάζουν τραβηγμένα στη μέση του δρόμου ή ακουμπισμένα στους τοίχους των παραπηγμάτων, που στη στέγη τους είναι υψωμένα για στολίδι ολόκληρα κατάρτια με τα σχοινιά τους, παλιά φουγάρα, κουλούρες στη σειρά με τα ονόματα καραβιών που έχουν διαλυθεί από καιρό, και κατά μήκος της ακτής, στα μικρά και μεγάλα καρνάγια, Ψαρρού, Ζαχαρέα, Χαλκίτη, Σταματέκου, Καστρινού, Μακρινόπουλου, Σάββα, Μπούμπη, Σινόσογλου, Καραγιώργη, Κουλακάρη, Μπλαζάκη, δουλεύουν πάνω από τρεις χιλιάδες καραβομάστορες, καραβομαραγκοί, καλαφάτες, σιδεράδες, οξυγονοκολλητές, ξυλουργοί, ηλεκτρολόγοι, μπογιατζήδες, ματσακονιστές, καθαριστές, μηχανουργοί και τελευταίοι πάντα οι αρμαδόροι, για να αρματώσουν τα άλμπουρα με ξάρτια, ανεμόσκαλες, πανιά, καθώς στις περαμιώτικες γιάρδες χτίζονται πάνω από εκατόν πενήντα νέα ξύλινα κομμάτια τον χρόνο και κάμποσα σιδερένια: βάρκες, ψαράδικα, καΐκια, λατίνια, μαούνες, τράτες, τρεχαντήρια, σκούνες και κότερα, που παραγγέλνουν σε αυτούς τους εμπειρικούς ναυπηγούς, που δεν πιάνουν χάρακα για να τραβήξουν ίσια γραμμή, Έλληνες εφοπλιστές και πάμπλουτοι ξένοι, όπως οι Ρότσιλντ, που έκαναν φέτος κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά με τη ΣΑΪΤΑ, την ολοκαίνουργια θαλαμηγό που τους χτίσανε στο Πέραμα.


Στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος

 Η Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη είναι το βασικό στοιχείο για να καταλάβεις ότι έχεις φτάσει στο Πέραμα. Με το που περνάς τις πύλες εισόδου, η εναλλαγή των εικόνων σε προσγειώνει στη δυσάρεστη πραγματικότητα. Κάποτε, στη Ζώνη υπήρχαν χιλιάδες εργάτες και πολλοί δήμοι, εκτός του Περάματος, ζούσαν από αυτήν. Όλα άλλαξαν το 2008, όταν το ξέσπασμα της κρίσης συμπαρέσυρε μια για πάντα τη ζωή στη Ζώνη. Η ανεργία θερίζει, τα καράβια παραμένουν δεμένα και έρημα, ενώ οι γερανοί, υψωμένοι και ακίνητοι, είναι η απόδειξη της εγκατάλειψης που έχει απλωθεί στη Ζώνη. Περπατάς αρκετά μέτρα για να συναντήσεις ανθρώπους όχι να δουλεύουν αλλά ακόμα και να κυκλοφορούν. Επισκευαστές, ελασματουργοί, σωληνουργοί, ηλεκτρολόγοι, μηχανικοί, είναι μερικές από τις ειδικότητες που συναντάς ακόμη. Άδεια κοντέινερ, δεξαμενές και φορτηγά παρατημένα, και αυτοσχέδιες κατασκευές που έχουν μετατραπεί σε γραφεία. Σε ένα τέτοιο κοντέινερ θα συναντήσουμε τον κ. Γιώργο Γλύκα, ο οποίος είναι λαντζέρης. «Πριν από λίγα χρόνια, αν ερχόσουν εδώ, θα εντυπωσιαζόσουν από τους χιλιάδες εργάτες που υπήρχαν. Δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και να ακούσουμε ο ένας τον άλλον από τη φασαρία» λέει. «Σήμερα, επικρατεί η πλήρης εγκατάλειψη. Στις μέρες μας, για να κάνεις ένα μεροκάματο, παρακαλάς. Χρωστάμε παντού, επιδόματα δεν παίρνουμε, ένσημα δεν κολλάμε και κάθε μέρα περιμένουμε. Αναμένουμε να έρθουν βαπόρια για να δουλέψουμε, όμως, όσα έρχονται, καταφθάνουν μόνο για να τα δέσουν και να τα παρατήσουν». Μου δείχνει φωτογραφίες από την εποχή που ήταν ποδοσφαιριστής του Ιωνικού. Αναπολεί τις ωραίες στιγμές. «Είμαστε η τελευταία γενιά και νομίζω ότι δεν θα ακολουθήσει άλλη. Παλεύουμε για να επιβιώσουμε και να μην αφήσουμε χρέη στα παιδιά μας» λέει με βουρκωμένα μάτια, ενώ το βλέμμα του χάνεται προς τη θάλασσα. 


Στο πολυϊατρείο των Γιατρών του Κόσμου

Στον χώρο ενός παλιού σχολείου στο Πέραμα, πάνω σε μια διασταύρωση, βρίσκεται το πολυϊατρείο των Γιατρών του Κόσμου. Ένας διάδρομος και μια αίθουσα αναμονής, λίγες καρέκλες, σακούλες με τρόφιμα, τρία γραφεία και ένα δωμάτιο που λειτουργεί ως παιδιατρείο είναι οι εικόνες που συναντάς. Μας υποδέχονται η υπεύθυνη του ιατρείου και κοινωνική λειτουργός, Κάτια Ωραιοπούλου, μαζί με τον παιδίατρο Γιώργο Τομαρά και την εθελόντρια Ελευθερία Ανδριανοπούλου. Το ιατρείο των Γιατρών του Κόσμου ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Φεβρουάριο του 2010 για να προσφέρει βοήθεια σε ανασφάλιστους μετανάστες που εργάζονταν στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη. Όμως τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση επιδείνωσε την κατάσταση και η ανθρωπογεωγραφία όσων καταφθάνουν καθημερινά άλλαξε. Πλέον, το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων που ζητούν βοήθεια είναι Έλληνες. «Στο Πέραμα υπάρχουν σπίτια χωρίς εργαζόμενους, άρα και χωρίς κοινωνική ασφάλιση» λέει η κ. Ωραιοπούλου. «Εμείς προσφέρουμε βοήθεια σε αυτούς τους ανθρώπους αλλά και σε ανέργους που ο ΟΑΕΔ τους παρέχει ένα βιβλιάριο, αλλά η συμμετοχή στα φάρμακα και τις εξετάσεις είναι στο 25%. Όπως καταλαβαίνετε, είναι ένα αρκετό υψηλό ποσοστό για έναν άνεργο». Στο Πέραμα ερχόταν για βόλτα, για να δει συμμαθητές της ή να περάσει απέναντι στη Σαλαμίνα. Σήμερα, τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις αφιερώνει σε αυτήν τη δύσκολη περιοχή. «Στο ιατρείο βοηθάμε οποιονδήποτε το επιθυμεί, είτε με ψυχοκοινωνική υποστήριξη είτε με ιατροφαρμακευτική, ενώ πολύ σημαντική δουλειά γίνεται με τα προγράμματα σίτισης. Ο πληθυσμός του Περάματος έχει τεράστιες ανάγκες, γι’ αυτό και έπρεπε να δημιουργηθεί ένας χώρος που να μπορεί να τους στηρίξει. Είναι άνθρωποι που δύσκολα μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Όταν είσαι ανασφάλιστος και δεν έχεις κάλυψη, φτάνεις στο σημείο να μην μπορείς να κάνεις ούτε τα εμβόλια στα παιδιά σου ή εξετάσεις αίματος».


Ο Γλάρος, η ταβέρνα που σύχναζε ο θρυλικός Λούης

Στη Λεωφόρο Δημοκρατίας, εκεί όπου βρίσκονται εδώ και δεκαετίες τα καρνάγια, ανάμεσα σε μηχανουργεία, ξυλουργεία και μαγαζιά με είδη αλιείας βρίσκεται ο Γλάρος. Δεν έχει ταμπέλα για να σε οδηγήσει εκεί και δεν μοιάζει καθόλου με παραδοσιακό ταβερνάκι. Όλοι οι περαστικοί νομίζουν πως πρόκειται για ένα μικρό σπίτι που έχει απομείνει από τα παλιά χρόνια. Κι όμως, αυτό το σπίτι είναι ένα από τα πιο όμορφα σημεία του Περάματος. Είναι ένας χώρος όπου κυριαρχεί το ξύλο, ζεστός, με μια τεράστια βεράντα στο πίσω μέρος του με θέα στη θάλασσα και στα κότερα που επισκευάζουν οι εργάτες στα ναυπηγεία. Ο Δημήτρης, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, έφτιαξε αυτόν το χώρο πριν από 22 χρόνια. «Όταν πρωτοήρθα ήταν ένα ρημάδι» λέει. «Η επισκευή του κράτησε όσο μια εγκυμοσύνη, εννέα μήνες. Το μόνο παρόμοιο μαγαζί που υπήρχε εκείνη την εποχή ήταν ο Κούκος στον Προφήτη Ηλία, στο βουνό. «Δεν ξεκίνησα το μαγαζί με την ιδέα ότι μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα καφενεδάκι για τον λεχρίτη που θα αρχίσει να βρίζει και να φωνάζει» λέει. «Έβαλα από την αρχή κανόνες. Έχουν έρθει εδώ καλλιτέχνες, εφοπλιστές, ακόμη και εγκληματίες. Δεν με νοιάζει αυτό, όμως. Με νοιάζει αυτός που θα έρθει να σέβεται τον διπλανό του, τον χώρο και τους ανθρώπους που δουλεύουν εδώ». Αξιοπρέπεια είναι ο κύριος κανόνας που βάζει για το μαγαζί του. «Πιστεύω ότι ο Γλάρος είναι μια κατηγορία μόνος του. Δεν μπορώ να πω ότι είναι μεζεδοπωλείο, ούτε ταβέρνα, ούτε και εστιατόριο. Είναι σε ένα σημείο πολύ ξεχωριστό. Επίσης, κάνουμε πράγματα που δεν θα τα δεις σε άλλο μαγαζί. Οργανώνουμε μουσικές βραδιές με ζωντανή μουσική αλλά και εκδηλώσεις. Μαζευόμαστε μερικοί που είχαμε περάσει στα νιάτα μας από το σαράκι της ποίησης και διαβάζουμε μπροστά σε όλους τα ποιήματα που είχαμε σκαλίσει μικροί στα τετράδιά μας και τα κρύβαμε μην τα δει κανένας πατέρας μας ή από ντροπή μην τυχόν κι έχουμε γράψει αηδίες. Επίσης, κάνουμε θεατρικά σκετσάκια, ενώ το καλοκαίρι βάζουμε στη βεράντα ένα πανί κινηματογράφου και με θέα το καρνάγιο απολαμβάνουμε τις ταινίες που μας αρέσουν».


Ο Jamoan 

Ο Άκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Πέραμα, η οικογένειά του είναι στη περιοχή από το 1946. Εδώ γεννήθηκαν και τα πιο όμορφα πράγματα στη ζωή του, όπως η μουσική. «Ασχολούμαι από μικρός με τη μουσική, αλλά ενεργά ξεκίνησα το 1995. Στην αρχή γρατζουνώντας μια κιθάρα και το 1996 μπήκα στους Active Member. Οι Active Member δημιουργήθηκαν το 1992 από τον Μιχάλη Μυτακίδη και ήταν κάτι εντελώς καινούργιο αυτό που έκαναν. Δεν είχε ούτε έχει υπάρξει κάτι παρόμοιο στο είδος αυτό. Έκαναν κάτι ωραίο αισθητικά και στο αυτί, που είναι τίμιο και προσιτό στον κόσμο. Το να φτιάχνεις μουσική και να καταλαβαίνεις ότι κάνεις μερικούς ανθρώπους να αισθάνονται όμορφα, είτε τους ξέρεις είτε όχι, και να σ’ το δείχνουν, είναι το πιο ωραίο πράγμα». Του λέω ότι πάντα αναρωτιόμουν πώς γίνεται μια συνοικία του Πειραιά, ένας τόπος λαϊκός που τα παλιά χρόνια ήταν γεμάτος μπουζουκομάγαζα και ψαροταβέρνες όπου τραγουδούσαν τότε τα πρώτα ονόματα του λαϊκού πενταγράμμου, κατάφερε να γεννήσει τους Active Member. «Κοίταξε, εννοείται πως μεγάλωσα κι εγώ και η οικογένειά μου με το παλιό καλό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι, γιατί αυτά παίζανε όταν ήμουν πιτσιρικάς στο σπίτι μου και στις γύρω γειτονιές. Αλλά οι μουσικές μου επιρροές ήταν από τη ρoκ και metal μουσική. Γενικότερα, όμως, η μουσική μας παιδεία δεν σταματάει εκεί» λέει ο Άκης.


Ο Γιάννης είναι τρίτης γενιάς περιστεράς στο Πέραμα 

Ο Γιάννης είναι 23 ετών και δουλεύει στα φορτηγά μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Γεννημένος στο Πέραμα, μένει ακριβώς πάνω από τα καζάνια της περιοχής. Τον συναντήσαμε στην ταράτσα του σπιτιού του που έχει μια μαγευτική θέα σε όλο το λιμάνι, βλέπει τον Πειραιά, τη Σαλαμίνα ακόμη και την Αίγινα. Αφορμή για να τον συναντήσουμε ήταν το χόμπι του, τα περιστέρια. Ο Γιάννης πήρε το πρώτο του περιστέρι σε ηλικία 9 ετών. Την «τρέλα» την κόλλησε από το πατέρα και τον παππού του. Θυμάται ότι ο πάππους του είχε δεκάδες περιστέρια όλων των ειδών και τα αμολούσε στα σύννεφα. «Όταν ήμουν μικρό παιδί, μου φαινόταν πολύ εντυπωσιακό. Εκεί που οι άλλοι είχαν γάτες η σκύλους, εμείς είχαμε τα περιστέρια» λέει. Στη γειτονιά του Γιάννη υπάρχουν περίπου δέκα ακόμη περιστεράδες. Γυρίζει την πλάτη στη θάλασσα και δείχνει στο βουνό ένα-ένα τα σπίτια τους. Εκείνη την ώρα, μάλιστα, ένας γείτονάς του έχει βγει στην ταράτσα του σπιτιού του και με ένα κοντάρι που κουνάει στον αέρα φαίνεται να έχει τον έλεγχο των περιστεριών του. «Υπάρχουν πολλοί περιστεράδες στις δυτικές συνοικίες. Στον Κορυδαλλό, στο Πέραμα, στη Σαλαμίνα, στη Δραπετσώνα, ενώ σε ολόκληρη τη χώρα υπάρχουν γύρω στους πέντε χιλιάδες». Ήταν ένα χόμπι που έφεραν οι Μικρασιάτες στην Ελλάδα. Στην αρχή ήταν μόνο για τους πλούσιους, αλλά με τα χρόνια κατέληξαν να ασχολούνται μόνο οι πιο φτωχοί και λαϊκοί άνθρωποι. Για κάποιους από αυτούς τα περιστέρια είναι όλη τους η ζωή.


Το Πέραμα της Γιασεμής Πηγή: 

Η Γιασεμή είναι φαρμακοποιός, διατηρεί ένα φαρμακείο στην περιοχή του Περάματος. Είναι γέννημα-θρέμμα της περιοχής, ενώ οι γονείς της κατάγονται από τη Μικρά Ασία. «Οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν εδώ το 1982. Ο πατέρας μου είχε έρθει νωρίτερα και έμενε τότε στην Παύλου Μελά, κοντά στα καζάνια» θυμάται. «Το Πέραμα ήταν πάντα ένα ήσυχο προάστιο, δεν φοβόμασταν ποτέ. Με τον αδερφό μου παίζαμε στους δρόμους, μέσα σε αυτούς μεγαλώσαμε. Όταν ήμουν μικρή θυμάμαι ότι η περιοχή είχε πολύ πράσινο. Υπήρχε ένα μεγάλο και όμορφο πάρκο όπου μαζεύονταν όλες οι παρέες μας και παίζαμε». Στο Πέραμα, από το 2000 κι έπειτα άρχισαν να χτίζονται πολυκατοικίες. Όσοι διέθεταν οικόπεδο ή μονοκατοικία τα έδωσαν στους εργολάβους με αντίτιμο ένα-δυο διαμερίσματα, με αποτέλεσμα όλη η πόλη σχεδόν να έχει γεμίσει εκατοντάδες πολυκατοικίες, ακόμα και στο βουνό. «Δεν υπήρχαν τόσες πολυκατοικίες παλιά. Συνήθως υπήρχαν μονοκατοικίες και διώροφα και κάποια παραπήγματα ψηλά στο βουνό» λέει. «Αυτό που μου αρέσει είναι ότι έχει παραμείνει το στοιχείο της γειτονιάς. Ξέρω ποιοι άνθρωποι είναι δίπλα μου κι έχω μια επαφή με αυτούς, κάτι που σε όλες περιοχές πλέον είναι δυσεύρετο». 


Ένας εικαστικός που δουλεύει μέταλλο 

Νίκος Μικρούλης δουλεύει ως εργάτης στις αποχετεύσεις της ΕΥΔΑΠ, αλλά, εκτός από αυτή του την ιδιότητα, είναι και εικαστικός. «Δεν ξέρω αν μπορώ να λέγομαι εικαστικός και δεν είναι ζητούμενό μου. Σίγουρα, πάντως, αυτά που κάνω αναδεικνύουν την καλλιτεχνική μου φύση» λέει, θέλοντας να αποφορτιστεί από το βάρος που έχει αυτή η λέξη. Ο Νίκος κατάγεται από την Κέρκυρα και η οικογένειά του ήρθε στο Πέραμα το 1956. Αυτό που θυμάται έντονα από τότε είναι το τρενάκι. «Ήταν μια εποχή πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Τότε τα πράγματα είχαν αξία. Σκέφτομαι καμιά φορά και αναπολώ ότι τότε που δεν είχες τίποτα σε θεωρούσαν φτωχό, ενώ σήμερα, που έχεις τα πάντα, θεωρείσαι και πάλι φτωχός» προσθέτει. Ο Νίκος το 2012 αποφάσισε να πάρει μέρος σε έναν εικαστικό διαγωνισμό με κριτές καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών. «Εκείνη την εποχή βρισκόμουν συνέχεια κλεισμένος στο εργαστήριό μου, φτιάχνοντας διάφορα πράγματα. Ήταν το χόμπι μου. Εντελώς τυχαία έλαβα εκείνο το διάστημα μέρος στον διαγωνισμό, δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να κερδίσω κάποια θέση. Και όμως, κέρδισα την πρώτη! Από κει και πέρα, άνοιξαν για μένα κάποιες πόρτες. Δεν έχω καταλήξει πώς θα πρέπει να ονομάζονται αυτά που φτιάχνω. Τα υλικά που χρησιμοποιώ είναι πολλά και διαφορετικά, τα κύρια όμως είναι το ξύλο και το γρανάζι. Είναι κατασκευές που απλώς μου έρχονται στο μυαλό και προσπαθώ να δημιουργήσω όσο πιο πιστά γίνεται αυτό που έχω σκεφτεί. Τίποτα από αυτά δεν είναι έτοιμο, στο κάθε κομμάτι δίνω εγώ τη μορφή που θέλω να πάρει». «Θα μπορούσες να παρατήσεις τη δουλειά σου για να ασχοληθείς καθαρά με αυτό το κομμάτι;». «Όχι, σε καμία περίπτωση. Δεν είναι, άλλωστε, εποχές για να αφήσεις μια σίγουρη δουλειά. Πιο νέος θα μπορούσα να το είχα κάνει, αλλά όταν έχεις οικογένεια, πρέπει όλα να τα υπολογίζεις». 


Στις «φαβέλες» της Αμφιάλης 

την περιοχή της αρχαίας Αμφιάλης, κάτω από την κορυφή που λέγεται ότι ο Ξέρξης παρακολούθησε τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., αυτή που οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζουν «Θρόνο του Ξέρξη», υπάρχει η μισοτελειωμένη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που λειτουργεί κανονικά, παρόλο που φαίνεται ένα γιαπί που δεν πρόκειται ποτέ να ολοκληρωθεί. Εκεί δίπλα, σε μια γειτονιά που δεν έχει επίσημα ονόματα οδών και οι κάτοικοι έχουν βάλει ξύλινες επιγραφές για να μπορούν να προσανατολιστούν, ξεκομμένα από τα υπόλοιπα φτωχικά σπίτια, υπάρχουν μερικά τροχόσπιτα που θυμίζουν οικισμούς με χίπηδες στην αμερικανική επαρχία. Στον απότομο λόφο με κλίση σχεδόν 90ο η μετακίνηση είναι πολύ δύσκολη, αναρωτιόμαστε πώς ανεβοκατεβαίνουν όσοι μένουν εκεί τις ανηφόρες, ακόμα και όταν χρειαστεί να βγουν για τα απαραίτητα. Συγκοινωνία δεν υπάρχει λόγω της κλίσης του εδάφους και των στενών δρόμων, τα αυτοκίνητα είναι λιγοστά και ο μόνος τρόπος για να κυκλοφορήσεις είναι με τα πόδια. Πλησιάζουμε στα τροχόσπιτα διστακτικά, γιατί όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και είναι μεσημέρι − δεν είναι και η καλύτερη ώρα για επισκέψεις. Κατευθυνόμαστε στο τελευταίο στη σειρά, σε έναν κήπο με μαργαρίτες, τον πιο φροντισμένο απ’ όσους προσπεράσαμε. Η κυρία Κατερίνα, που μας παρακολουθεί από το παράθυρο την ώρα που κατεβαίνουμε, βγαίνει να ρωτήσει αν χαθήκαμε. Μας καλεί στο σπίτι της, έναν χώρο με τρία δωμάτια και βαριά μυρωδιά φαγητού (κάτι σαν σούπα με εντόσθια). Ο γιός της, ο Τάσος, που είναι 29 χρονών και «μακροχρόνια άνεργος» −έτσι μας συστήνεται−, δούλευε ως καμαρότος σε ένα πλοίο που πήγαινε Πάτρα-Ιταλία, αλλά απολύθηκε και εδώ και χρόνια δεν έχει καταφέρει να βρει δουλειά. Μένει με τη μάνα του αναγκαστικά, γιατί μόνος του δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Το μικρό σπίτι έχει όλες τις ηλεκτρικές συσκευές και φαίνεται φτιαγμένο με μεράκι. Η κυρία Κατερίνα μας λέει ότι έμενε σε ένα διαμέρισμα στην Μπουμπουλίνας, αλλά μόλις πέθανε η μητέρα της οι κληρονόμοι την πέταξαν στον δρόμο με τρία μικρά παιδιά. «Δεν ήταν η φυσική μου μητέρα, αλλά αυτή με μεγάλωσε και ζούσαμε μαζί μέχρι που χάθηκε και τότε μας ενημέρωσαν ότι δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο στο σπίτι. Πήγα στον δήμο και ζήτησα να μου δώσουν μια στέγη, ό,τι να ’ναι, για να μη μείνουν τα παιδιά μου στον δρόμο. Έτσι, μου έδωσαν το τροχόσπιτο. Τραβήξαμε πολλά, έχω 67% αναπηρία και δεν μπορώ να δουλέψω − ποιος θέλει μια σακάτισσα στη δουλειά; Μείναμε έξι χρόνια σε ένα τροχόσπιτο που ήταν ακατάλληλο για τα παιδιά μου και εδώ και τέσσερα χρόνια ήρθαμε εδώ. Μένουμε στα κοντέινερ συνολικά δέκα χρόνια. Δεν είναι και οι καλύτερες συνθήκες, αλλά μεγάλωσα εδώ τρία παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Όταν ήρθαμε, κοιμόμασταν στο πάτωμα, δεν είχαμε ούτε κρεβάτια ούτε έπιπλα, τίποτα, σιγά-σιγά, όμως, η γειτονιά μάς έδινε ό,τι δεν ήθελε, ένα τραπέζι, ένα ψυγείο, έναν καναπέ, κι έγινε κανονικό σπίτι. Για μένα αυτό είναι το σπίτι μου. Η κόρη μου είναι παντρεμένη πια και ζει αλλού, μένω εδώ με τους δυο γιους μου. Ο ένας δουλεύει και σχεδιάζουν με την κοπέλα του να παντρευτούν με πολιτικό γάμο. Είμαστε θρήσκοι άνθρωποι, αλλά δεν υπάρχουν λεφτά για θρησκευτικό. Έχουν κάνει ήδη ένα παιδί, αλλά δεν είναι περιβάλλον εδώ μέσα να μεγαλώνει ένα παιδάκι». Μας δείχνει έναν κουβά όπου μαζεύει από τη βρύση το νερό σταγόνα-σταγόνα. «Δεν έχουμε νερό, έχει σπάσει η κεντρική σωλήνα, αλλά κατεβαίνει λίγο επειδή είναι κατηφόρα. Δεν έχω ιδέα πότε θα το φτιάξουν. Το μαζεύουμε λίγο-λίγο, το βράζουμε και με αυτό μαγειρεύουμε, πλενόμαστε ή κάνουμε την ανάγκη μας (μετά συγχωρήσεως)». Βγαίνει στο κατώφλι να μας συνοδέψει και μας αποχαιρετά με ευχές.  

Πηγή: www.lifo.gr