Ο Δημήτρης Αθανίτης έρχεται στη Σαλαμίνα με την καινούργια του, πολυβραβευμένη ταινία Invisible

2ο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και το Βραβείο Ανδρικού Ρόλου στο Montelupo Fiorentino MIIFFΜεγάλο Βραβείο στην Figuera Film Art,  βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και πρώτου ρόλου στο London Greek Film Festival, βραβείο σκηνοθεσίας, ανδρικού ρόλου, β' ανδρικού ρόλου και μοντάζ στο Bridges IFF στο Ναύπλιο.
Ο σκηνοθέτης μιλά στην Κορίνα Φαρμακόρη και τη LIFO για την καινούρια του, πολυβραβευμένη ταινία Invisible, η οποία προβάλλεται αύριο Παρασκευή 20/1 από την Κινηματογραφική Λέσχη Σαλαμίνας στο αμφιθέατρο του ΕΠΑΛ.   
-->

— Η καινούρια σου ταινία λέγεται Invisible και είναι η ιστορία του Άρη, που στα 35 του χρόνια απολύεται από το εργοστάσιο που δούλευε και αποφασίζει να εκδικηθεί. Μίλησε μας γι΄αυτήν.

 Η ταινία μπορείς να πεις ότι είναι πολύ σκληρή, πολύ ακραία, με την έννοια ότι ο ήρωας είναι ένα πρόσωπο που πηγαίνει στα άκρα. Η ταινία, σχεδόν, είναι σαν ένα κάλεσμα σε εξέγερση, θα μπορούσε να πει κανείς. Όταν έγραφα το σενάριο, σε συνεργασία με τον Γιώργο Μακρή, είχα αρκετές αναστολές –αναρωτιόμουν μήπως ήταν υπερβολική η στάση του ήρωα. Η υπόθεση ήταν μια ιδέα που είχα, η οποία ήρθε και έδεσε με τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Η ακρότητα όμως που έχει η ταινία, είναι μια ακρότητα που συμβαδίζει με αυτό που συμβαίνει. Σε αυτό το σημείο θέλω να πω ότι δεν πρέπει να φοβηθεί κανείς να δει την πραγματικότητα, όσο χάλια κι αν είναι αυτή, είτε είναι του εαυτού του είτε είναι όλο αυτό που συμβαίνει γύρω του. Νομίζω ότι υπάρχει η τάση αυτή, τον καθρέφτη δεν τον θέλουμε και όταν κοιτάμε, δεν κοιτάμε με καθαρά μάτια. Για μένα η αντίδραση του πρωταγωνιστή δεν οφείλεται απλά στο γεγονός ότι χάνει τη δουλειά του –το οποίο βέβαια είναι πολύ σημαντικό, γιατί χάνω τη δουλειά μου σημαίνει ότι χάνω τη θέση μου στον κόσμο. Σε τελική ανάλυση σου αρνούνται την ύπαρξή σου και δεν είναι μεταφορικό αυτό, είναι και κυριολεκτικό, γιατί δεν έχει ο καθένας τις πολλές δυνατότητες επιλογών. Μπορεί κάποιος κόσμος να έχει μεγαλύτερη ευελιξία αλλά κόσμος που δεν έχει μια υποστήριξη ή που δεν έχει από πλευράς προσόντων επιλογές, κυριολεκτικά βρίσκεται στο κενό. Ξεκίνησα το σενάριο από ένα αίσθημα που είχα πάντα –δε μπορώ να αποδεχτώ τον παραλογισμό τού να σε τοποθετεί το κοινωνικό περιβάλλον σε μία θέση και να πρέπει να την αποδεχτείς και μάλιστα εφ΄όρου ζωής. Αυτόν τον παραλογισμό δε μπορώ να τον αποδεχτώ προσωπικά, καταλήγεις από υποκείμενο να γίνεσαι αντικείμενο. Αυτό είναι που και ο ήρωας - που είναι, βέβαια, ένα πρόσωπο naïve - με έναν απλοϊκό τρόπο και ενστικτώδη, αρνείται να αποδεχτεί.


— Πώς κατέληξες στον πρωταγωνιστή; Στο trailer η εικόνα του Γιάννη Στάνκογλου μοιάζει διαφορετική από αυτήν που έχουμε συνηθίσει.

 Χαίρομαι που το λες, πιστεύω ότι είναι πολύ διαφορετικός από οτιδήποτε έχει κάνει. Τον Γιάννη τον ήξερα προτού γίνει ηθοποιός και πρωτομιλήσαμε σχεδόν ενάμισι χρόνο πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα. Νομίζω ότι του ταίριαζε ο ρόλος κι από την άλλη κάναμε αρκετή δουλειά και τον πέτυχα σε μια στιγμή που και ο ίδιος ήταν αποφασισμένος να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Πιστεύω ότι πραγματικά είναι μια δυνατή παρουσία, δεν είναι τυχαίο ούτε το βραβείο που πήρε στο Λονδίνο, ούτε η υποψηφιότητα στο Λος Άντζελες. Έχει αυτήν τη σωματικότητα του ήρωα την οποία λίγοι έχουν, στο εργοστάσιο που κάναμε τα γυρίσματα θα μπορούσαν να τον προσλάβουν. Ο Γιάννης κυριολεκτικά είχε γίνει ένα με τον ρόλο. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη πλευρά, η οποία επίσης βοήθησε. Ο ήρωας έχει ένα εξάχρονο αγοράκι και ο Γιάννης είναι επίσης πατέρας, υπήρχε λοιπόν και η αίσθηση της πατρότητας.

— Στο trailer εντυπωσιάζει η μουσική επένδυση. Μίλησέ μου για τη μουσική της ταινίας. 

Στο trailer ακούγεται ένα απόσπασμα από την όπερα του Μπιζέ, Αλιείς Μαργαριταριών. Στην ταινία ακούγονται κάποια κομμάτια του Papercut -ο οποίος μόλις κυκλοφόρησε και καινούριο cd- τα οποία έχω επιλέξει εγώ. Γενικά στις ταινίες μου ασχολούμαι και με την τελευταία λεπτομέρεια, ακόμα και με τον ήχο της πόρτας που κλείνει. Όταν κάνεις ένα σινεμά που έχει μια άποψη, είναι λογικό αυτή να υπάρχει στα πάντα, και ο ήχος κι η μουσική είναι κάτι πολύ σημαντικό. Ποτέ δεν υπερκαλύπτω τη συμβολή των υπολοίπων, γιατί μια ταινία είναι συλλογική δουλειά, αλλά με ιντριγκάρει να ασχολούμαι και με την παραμικρή λεπτομέρεια.


 — Βλέπω ότι έχεις δώσει μεγάλη έμφαση στο χώρο που έγιναν τα γυρίσματα. Γιατί επέλεξες τον βιομηχανικό χώρο και τη μικρή επαρχιακή πόλη, που στην ουσία είναι σχεδόν κατεστραμμένη; Θεωρείς ότι η επαρχία και οι χώροι αυτοί είναι πιο αντιπροσωπευτικοί της σημερινής πραγματικότητας στην Ελλάδα; 

Καταρχήν, ενώ φαίνεται επαρχία, ο Ασπρόπυργος είναι ακριβώς δίπλα στην Αθήνα. Είναι ένας χώρος και ένας κόσμος σε μεγάλο βαθμό αόρατος. Είναι ένας κόσμος που η πρωτεύουσα, που είναι δίπλα, σχεδόν αγνοεί την ύπαρξή του. Δεν ξέρεις σε ποιο βαθμό την αγνοεί συνειδητά και σε ποιον ασυνείδητα. Ερχόμαστε λοιπόν στον τίτλο της ταινίας, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει αινιγματικός σε σχέση με την υπόθεση. Ονομάσαμε την ταινία Invisible, ακριβώς επειδή αφορά έναν αόρατο κόσμο, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και ο ήρωας. Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν είναι ένας κόσμος περιθωριακός αλλά ένας κόσμος παραγωγής, από τον οποίο ωφελούμαστε αλλά δεν θέλουμε να τον βλέπουμε. Πόσο συχνά θα δούμε ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί κάποιος που δουλεύει χειρωνακτικά; Η ταινία, ενώ ξεκινά με έναν αδρό ρεαλισμό, δε μένει σε αυτό. Δε μένει σε μια καταγραφή, σαν ταινία έχει μια πολυπλοκότητα που ξεπερνά τον απλό ρεαλισμό. Δεν παρακολουθεί, μόνο, αυτόν τον κόσμο εξωτερικά, παρακολουθεί και την ψυχολογία του ήρωα, μπαίνει στο μυαλό του. 

— Όταν ξεκινάς να γυρίσεις μια ταινία, την έχεις φανταστεί πώς ακριβώς θα είναι; 

Ναι, όταν πια ξεκινάω να γυρίσω, την έχω στο μυαλό μου. Βέβαια υπάρχει πάντα το απρόοπτο, δε μπορείς να το αποφύγεις και πολλές φορές μπορεί να είναι και καλοδεχούμενο, να σου φέρει κάποια πράγματα που δεν είχες φανταστεί. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να γίνει ακριβώς αυτό που έχεις στο μυαλό σου, είναι μαθηματικώς βέβαιο. Σε αυτήν την ταινία πρέπει να πω ότι άφησα πολύ χώρο στους ηθοποιούς, πιστεύω ότι το κλειδί είναι το σωστό casting. Επιλέγοντας τα πρόσωπα που «είναι» ο ρόλος, έχει γίνει το 50% της δουλειάς. Ένα παράδειγμα είναι η επιλογή του παιδιού, που ήταν πολύ δύσκολη, μια και το μέσο παιδάκι σήμερα δεν είναι σαν αυτό της ταινίας. Γενικά ήμουν σε ένα αδιέξοδο, είχα δει πολλά παιδάκια, γνωστά και άγνωστα, αλλά όταν είδα σε βίντεο το παιδί που επέλεξα, μέσα σε δευτερόλεπτα ήμουν σίγουρος ότι ήταν αυτό που έψαχνα και στα γυρίσματα ασχολήθηκα μαζί του πραγματικά ελάχιστα. Αυτό που ψάχνω, γενικά, στο casting είναι το βλέμμα του ηθοποιού και αυτά που μεταφέρει, είτε είναι επαγγελματίας είτε ερασιτέχνης.


 — Μπορούμε να πούμε ότι οι τελευταίες σου ταινίες έχουν πολιτικό στίγμα; 

Σίγουρα, παρόλο που ποτέ δεν ήταν πρόθεσή μου κάτι τέτοιο. Θα έλεγα ότι τελικά όλες μου οι ταινίες έχουν μία ισχυρή, έμμεση, πολιτική διάσταση –την πιο άμεση την έχει η τελευταία. Το 2000 έκανα το 2000 + 1 Στιγμές που ήταν μία ταινία με αφορμή το millennium. Τότε, αυτό που προβαλλόταν από τα ΜΜΕ ήταν ο νέος αιώνας, το σούπερ που έρχεται, η προσδοκία. Εγώ έκανα μία ταινία που ήταν κάτω από όλο αυτό το πράγμα και παρακολουθούσε 8 πρόσωπα στην Αθήνα λίγο πριν την αλλαγή της χιλιετίας, βγάζοντας ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα. Ταυτόχρονα, από τις ανοιχτές τηλεοράσεις των ηρώων, «περνούσαν» ειδήσεις από όλο τον κόσμο, που είχα επιλέξει, δίνοντας την εικόνα, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά όλου του πλανήτη. Στην Πόλη των Θαυμάτων που έκανα το 2004, που ήταν επίσης μια στιγμή ευφορίας για την Ελλάδα, λόγω της Ολυμπιάδας, πάλι υπήρχε μια πλάγια ματιά σε όλο αυτό γεγονός. Να πω εδώ ότι η πρώτη μου ταινία μικρού μήκους λεγόταν Φιλοσοφία και είχε γυριστεί με αφορμή τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, ο οποίος μόλις είχε ξεκινήσει. Το σενάριο έλεγε ότι ο πόλεμος επεκτεινόταν στα Βαλκάνια, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να καταρρεύσει και ο Πρόεδρος να κηρύξει πτώχευση. Αυτό λοιπόν είχε πάρει το βραβείο φανταστικού κινηματογράφου! 

διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ