Ονειρεύομαι να φτιάξω το «Σπίτι του τραγουδιστή»

Ο Γιάννης Βασιλείου ισχυρίζεται πως είναι ο Τζέιμς Μπράουν της Ελλάδας και ως άλλος «νονός της soul» ο «λευκός» Κουλουριώτης από τη Σαλαμίνα γύρισε οκτώ φορές τον πλανήτη, δίνοντας συναυλίες ακόμα και στην Κορέα! Στα εφηβικά χρόνια του, τότε που ζούσε με τους γονείς του στην Αμερική, συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό με το ελληνικό τραγούδι «Σε μια φτωχική γειτονιά», το οποίο του είχε μάθει ο μπαμπάς του, και κέρδισε το πρώτο βραβείο. 

-->
Αργότερα έπιασε δουλειά στο τσαγκαράδικο του θείου του. Ήταν ο καλύτερος λουστράκος της περιοχής, αφού είχε ξεπατικώσει την τέχνη των μαύρων και μπορούσε σε δύο λεπτά να κάνει τα παπούτσια των πελατών... καθρέφτη! Άκουγε ροκ, ποπ, τζαζ και χόρευε καταπληκτικά! Μεγαλώνοντας, έφτιαξε το συγκρότημα The Ecos με μέλη συμμαθητές του από το γυμνάσιο και έγιναν τόσο δημοφιλείς, που άνοιξαν μέχρι και συναυλία των Rolling Stones! «Hello, John», «Hi, Mick» απάντησε ο νεαρός Ελληνας στον μύθο της ροκ Μικ Τζάγκερ, με τον οποίο συστήθηκε στα καμαρίνια.
Μια αγγελία σε αμερικανική εφημερίδα έμελλε να τον φέρει δίπλα στον Φρανκ Σινάτρα! Ζητούσαν τραγουδιστή με μεγάλο ρεπερτόριο για bar-restaurant στο Λας Βέγκας και ο 19χρονος τότε Γιάννης Βασιλείου επικοινώνησε αμέσως. Εδιναν 800 δολάρια για ένα 40ήμερο, χρήματα με τα οποία θα μπορούσε να πληρώσει το κολέγιο όπου σπούδαζε γυμναστής. Πέρασε από οντισιόν, τους έκανε και όταν έφτασε στην παγκόσμια πρωτεύουσα του τζόγου και είδε πως το πρώτο όνομα του μαγαζιού ήταν ο διάσημος σε παγκόσμιο επίπεδο ηθοποιός και ερμηνευτής, έπαθε σοκ! Στην Ελλάδα συνεργάστηκε με κορυφαία ονόματα 
του λαϊκού πενταγράμμου, όμως έναν αναγνωρίζει ως άρχοντα της νύχτας: τον Μανώλη Αγγελόπουλο, με τον οποίο έτρωγαν κάθε βράδυ μακαρονάδες! Δεν έμεινε χωρίς δουλειά ούτε μια ημέρα στην καριέρα του, γι’ αυτό, όπως λέει στην «Espresso», ακόμα και σήμερα αν σταματήσει το τραγούδι, έχει εξασφαλιστεί οικονομικά για μια ήρεμη και άνετη ζωή.
Γεννηθήκατε στη Σαλαμίνα, βέρος νησιώτης δηλαδή.
Βέρος Κουλουριώτης, θα πω εγώ. Με τιμή και καμάρι, γιατί μας φοβούνται εμάς τους Κουλουριώτες να ξέρετε! (γέλια) Εδώ στο νησί Τούρκος δεν πάτησε και σε αρχαίους καιρούς οι Αθηναίοι, όταν αντιλαμβάνονταν ότι η πόλη κινδύνευε, έστελναν εδώ για ασφάλεια τις γυναίκες και τα παιδιά που δεν μπορούσαν να πολεμήσουν! Γι’ αυτό όταν λέμε «πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη», εννοούμε πως πήγε η καρδιά μας κάπου απρόσβλητα.
Και η μητέρα σας;
Εκείνη καταγόταν από τη Μήλο, εκεί όπου ο γιος μου, ο Γιώργος (Αλκαίος), όταν ήταν μικρός περνούσε μαζί της τα καλοκαίρια! Γι’ αυτό αγάπησε τόσο πολύ το νησί και πριν από λίγα χρόνια μετακόμισε εκεί μόνιμα.
Κατάγεστε από μουσική οικογένεια;
Καμία σχέση. Οι γονείς μου τραγουδούσαν σε γιορτές ή σε βραδιές γλεντιού, όπως συμβαίνει στις ελληνικές οικογένειες. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, θερμαστής για την ακρίβεια, ενώ η μητέρα του φρόντιζε να μεγαλώνει τα δύο της παιδιά, εμένα και την αδελφή μου, γιατί ο τρίτος αδελφός μας, ο Μάικ, γεννήθηκε στην Αμερική.
Ομως είχα θείο τον κορυφαίο ερμηνευτή του δημοτικού μας τραγουδιού, τον Γιώργο Παπασιδέρη, συγγένεια που πρώτη φορά αποκαλύπτω. Είχα τεράστιες ρίζες στο τραγούδι, αυτόν τον εξαίρετο Σαλαμινιώτη συνθέτη, τραγουδιστή και στιχουργό, που τίμησε το παραδοσιακό τραγούδι, και το έμαθα σχετικά πρόσφατα, μόλις λίγα χρόνια πριν.
Εγκαταλείψατε το νησί και φύγατε για την Αμερική για μια καλύτερη ζωή ή συνέτρεχαν άλλοι λόγοι;
Το πρώτο. Ημασταν πολύ φτωχή οικογένεια. Τα φέρναμε πολύ δύσκολα πέρα. Μεγάλη πείνα. Πρώτος έφυγε ο αδελφός του πατέρα μου. Εκανε κάποια χρήματα στο χρηματιστήριο και έτσι άνοιξε ένα τσαγκαράδικο, όπου αργότερα εργάστηκε ο πατέρας μου αλλά κι εγώ μέχρι την ηλικία των 14 χρόνων για το χαρτζιλίκι μου.
Δύσκολο ταξίδι;
Δεκατέσσερις ημέρες μέσα στο καράβι πέρασαν αργά και βασανιστικά. Ατλαντικός Ωκεανός ήταν αυτός κι εγώ μια σταλιά παιδί που έτρεμα ολόκληρος από τον φόβο μου. Ο πατέρας μου, για να μου δώσει θάρρος, με πήρε μια μέρα στο πάνω κατάστρωμα. Είχε μεγάλη θαλασσοταραχή και τα κύματα είχαν ύψος δώδεκα μέτρα.
Η πλώρη βυθιζόταν μέχρι κάτω και μετά ανέβαινε πάλι στην επιφάνεια. Σαν τον «Τιτανικό» στην ταινία. Νόμιζα πως θα βυθιζόμασταν. Ο μπαμπάς μου έδειχνε ψύχραιμος κι όταν τον κοιτούσα με τρόμο, εκείνος απλά στεκόταν αγέρωχος και ήρεμος σαν να ήθελε να μου δείξει πως δεν ανησυχούσε καθόλου. Αλλωστε, είχε φάει τις θάλασσες με το κουτάλι.
Ηταν εύκολη η προσαρμογή στη νέα σας ζωή;
Αρχικά μείναμε λίγες ημέρες στο Νιου Τζέρσεϊ και ύστερα πήγαμε στη Βοστόνη. Εκεί μεγάλωσα, πήγα σχολείο και ήμουν άριστος μαθητής πολύ καλός στα αθλήματα, γι’ αυτό και σπούδασα γυμναστής στο κολέγιο. Μου άρεσε, όμως, και το τραγούδι, επηρεασμένος βαθιά από την εποχή, αφού τότε γεννήθηκε το ροκ κι ο κόσμος άλλαζε!
Ο πατέρας μου έπιασε δουλειά στο τσαγκαράδικο του θείου μου κι εγώ πήγα ως βοηθός. Ημουν εννιά χρόνων και μέσα σε λίγους μήνες έγινα ο καλύτερος λουστράκος της περιοχής κι έβγαζα το χαρτζιλίκι μου! Γυάλιζα τα παπούτσια και τα έκανα καθρέφτες ή αλλιώς... speed shine!
Υπάρχει τεχνική γι’ αυτό;
Αμέ και την είχα κλέψει από τους μαύρους! Μόλις καθάριζα τα παπούτσια με τις βούρτσες μου, τα έβαφα και πριν από το τέλος τα έφτυνα και περνούσα το τελευταίο χέρι με ένα πανάκι μαλακό που τα ’κανε καθρέφτες. Οι Αμερικανοί γελούσαν με νόημα για το πόσο σβέλτος ήμουν. Τύπου μικρός, αλλά θαυματουργός!

Λίγα χρόνια μετά δημιούργησα δύο συγκροτήματα με συμμαθητές μου από το λύκειο, τους «Ecos» και τους «Rockers». Στο πρώτο έπαιζα κιθάρα και τραγουδούσα, ενώ στο δεύτερο μόνο τραγουδούσα. Οι «Ecos» ήταν πολύ γνωστοί στο East Coast κι ένα από τα τραγούδια μας, το «Do you want to go for babysitting?», ήταν μεγάλο σουξέ. Το παίζαμε στα κλαμπ και όλοι έκαναν σαν τρελοί. Μέχρι που μας έγινε η πρόταση να ανοίξουμε τη συναυλία των Rolling Stones στη Βοστόνη!
Μεγάλη καταξίωση για ένα γκρουπάκι που δεν είχε ούτε δίσκο!
Πραγματικά! Οι στιγμές ήταν μαγικές. Η σκηνή τεράστια και χιλιάδες κόσμου από κάτω να χειροκροτούν! Δεκαεννιά χρονών παιδιά ήμασταν και ζούσαμε το american dream. Εκείνο το βράδυ μείναμε στη σκηνή για δύο ώρες, γιατί ο Μικ Τζάγκερ μαζί με τους υπόλοιπους του συγκροτήματος, με το που κατέβηκαν από το αεροπλάνο, τους συνέλαβε η Αστυνομία.
Αφιξη με μπερδέματα!
Οι Rolling Stones με το που είδαν τους παπαράτσι να περιμένουν στις αφίξεις, με δεκάδες δημοσιογράφους που ζητούσαν μια δήλωση, άρχισαν να τους φτύνουν και να κάνουν άσεμνες χειρονομίες, με αποτέλεσμα την άμεση επέμβαση των Αρχών και την προφυλάκισή τους. Οσο εμείς παίζαμε στο stage, οι μάνατζερ του συγκροτήματος προσπαθούσαν να βρουν μια λύση για να τους ελευθερώσουν.


Αυτό έγινε αργά το βράδυ κι όταν ενημερωθήκαμε πως έφτασαν επιτέλους, κατεβήκαμε από τα stage και στους διαδρόμους γνωρίστηκα με τον «θρύλο» (σ.σ.: Τζάγκερ), όπως και τον Μπράιαν Τζόνσον. «Τα πήγες πολύ καλά, man» μου είπε. Ακόμα δεν έχω ξεχάσει αυτή τη μαγική στιγμή.
Και από τον Τζάγκερ στον Φρανκ Σινάτρα!
Διάβασα τυχαία μια αγγελία σε εφημερίδα που ζητούσαν τραγουδιστή για εμφανίσεις στο Λας Βέγκας για 40 ημέρες, με μισθό 700 δολάρια και όλα πληρωμένα. Σπούδαζα στο πανεπιστήμιο εκείνο το διάστημα και χρειαζόμουν χρήματα για τα προς το ζην. Πέρασα από οντισιόν, τραγούδησα τα «Παιδιά του Πειραιά» και το «Sex bomb», τους άρεσα και πήρα τη δουλειά. Εμφανιζόμουν τέσσερις φορές την εβδομάδα κάνοντας το δικό μου σόου, ντυμένος με σμόκιν και συνοδεία μπαλέτου έξι κοριτσιών. Ηταν ωραίος άντρας, πολύ περιποιημένος, ήρεμος, χαμογελαστός και cool.
Ο πρώτος έρωτας πότε ήρθε στη ζωή σας;
Σε ηλικία 24 χρόνων γνώρισα μια πολύ ωραία κοπέλα, τη Μαρία Χοσέ Ροντρίγκες! Επαιζα μπάλα με συνομήλικούς μου στον Αγιο Ιωάννη της Βοστόνης, την πρώτη ομάδα του τοπικού πρωταθλήματος, κι εκείνη ερχόταν και με έβλεπε. Ερωτευτήκαμε πολύ κι ήρθαμε στην Ελλάδα, όπου επέστρεψα με σκοπό να μείνω για πάντα εδώ. Παντρευτήκαμε στη Σαλαμίνα κι εγώ έπιασα δουλειά ως γυμναστής στο αμερικανικό κολέγιο ACS στην Αγία Παρασκευή, όπου έμεινα για εννέα χρόνια.
διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ
ΑΠΟ ΤΗ 
ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΑΡΔΑ - espressonews.gr