Δίκη του Ναυτικού 1948: Ένα συνειδητό δικαστικό έγκλημα - Εις Θάνατον 20 παρασημοφορημένοι ήρωες, δίχως αποδείξεις

Οδός Σανταρόζα, έκτακτο Στρατοδικείο, Δίκη του Ναυτικού, Μάιος 1948
«Πρόκειται για αντεθνική συνωμοσία ασυνήθιστης μορφής. Ο κυριότερος σκοπός των κατηγορουμένων ήταν να βυθίσουν τον Στόλο. Οι κατηγορούμενοι είναι ανώμαλοι εγκληματίες και τους φταίει η κακή τους κεφαλή καθώς και η εσωτερική τους προδιάθεση όταν υπηρετούσαν στον επονείδιστον ΕΛΑΣ».
Αγόρευση του βασιλικού επιτρόπου Θεμιστοκλή Ταμβακά, σε ένα από τα τραγικότερα συνειδητά δικαστικά εγκλήματα πολιτικής σκοπιμότητας του εμφυλίου πολέμου. Σε μια δίκη στην οποία ποτέ δεν αποδείχτηκε η ενοχή των κατηγορουμένων, όπου οι σαθρές κατηγορίες έπεσαν η μία μετά την άλλη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ένα: «Εις θάνατον».

-->
Λιμάνι Αυγούστας, Σικελία, νύχτα 12ης Ιουλίου 1943 
Ο πλωτάρχης Δαμηλάτης, κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Κανάρης», κοίταζε με θαυμασμό τον νεαρό ανθυποπλοίαρχο που βρισκόταν σε στάση προσοχής: «Είσαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις Κακεπάκη;». Ο ανθυποπλοίαρχος απάντησε «Μάλιστα, κύριε κυβερνήτα, μόνο δώστε μου το άγημα και θα δοξάσω την πατρίδα». Ο πλωτάρχης του είπε «το έχεις» και ο νεαρός εξαφανίστηκε στη στιγμή. Σε λίγη ώρα, εν μέσω σφοδρού κανονιοβολισμού από την παράκτια άμυνα της πόλης, το ελληνικό άγημα από 22 αξιωματικούς και ναύτες, εξοπλισμένο σαν αστακός, μέσα σε μια βάρκα του «Κανάρης», έφτανε στις σικελικές ακτές και υπό τις διαταγές του Κακεπάκη σάρωνε την ιταλική άμυνα και καταλάμβανε την Αυγούστα. Η απόβαση στη Σικελία είχε μόλις ξεκινήσει...
Η άμυνα των Ιταλών ήταν σκληρή. Ο Κακεπάκης, αν και νεαρός, καθοδηγούσε τέλεια το άγημά του. Η μία μετά την άλλη οι θέσεις έπεφταν. Όταν ο ήλιος μεσουρανούσε πια, το άγημα του Κακεπάκη είχε συλλάβει επτά Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς, 31 ναύτες και 120 στρατιώτες που υπερασπίζονταν την Αυγούστα. 
Οι Άγγλοι ανώτατοι αξιωματικοί από τα πλοία «Ldenham», «Hursley», «Exmoor», δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η τιμή για το ελληνικό όπλο ήταν τεράστια, και όταν τελείωσε η κατάληψη της πόλης, ο Κακεπάκης κλήθηκε από τον Άγγλο ναύαρχο και παρασημοφορήθηκε για την ηρωική του πράξη. Σε λίγες εβδομάδες ο άνδρας αυτός θα χαρακτηριζόταν προδότης...


Ξημερώματα 22ας Οκτωβρίου 1943, ανοιχτά της Καλύμνου
Ο ναύτης που είχε βάρδια στον «αριστερό οπτήρα» του αντιτορπιλικού κοίταξε δεξιά του να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κανένας στη γέφυρα, παρά μόνο το «τιμόνι». Έβγαλε από την τσέπη του ένα τσιγάρο και το άναψε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και άφησε τον καπνό να βγει από τα πνευμόνια του. Εκείνη η νύχτα ήταν απολαυστική. Η θάλασσα ήταν κάλμα, δεν έκανε κρύο και ο ουρανός ήταν ένας μεγάλος φωτεινός πολυέλαιος. Έκρυψε την καύτρα του τσιγάρου στην παλάμη του, πήρε άλλη μια ρουφηξιά και ετοιμάστηκε να μιλήσει στον συνάδελφό του στο τιμόνι, μέχρι να περάσει η βάρδια του. Με την άκρη του ματιού του είδε ξαφνικά έναν μαύρο όγκο να εξέχει από την επιφάνεια του νερού, ακριβώς μπροστά του. Ο ξάστερος ουρανός βοηθούσε σε αυτό. Δεν πρόλαβε να φωνάξει «νάρκη αριστερά!». Το μεταλλικό κύτος σε κλάσματα δευτερολέπτου την άγγιξε. Μια τεράστια έκρηξη, μια κόλαση φωτιάς και ένα αόρατο χέρι τον σήκωσε ψηλά και συνέθλιψε το κορμί του στις λαμαρίνες. Το αντιτορπιλικό «Αδριάς», κόπηκε στα δύο. Το πρόστεγό του είχε ισοπεδωθεί. 
Ο ύπαρχος του λαβωμένου και μισοβυθισμένου αντιτορπιλικού, πλωτάρχης Γιώργος Χαριτόπουλος, με το πρόσωπο μαύρο από τους καπνούς απεγκλώβιζε τους διαμελισμένους άνδρες του από τα καυτά σίδερα του πλοίου. Τα χέρια του είχαν γίνει μια πληγή από τα αίματα των συναδέλφων του και από τη μανία του να ανοίξει τις πυρωμένες λαμαρίνες και να σώσει όσους περισσότερους μπορούσε. Αφού επάνδρωσε τα αντιαεροπορικά, το ραντάρ και το βοηθητικό τιμόνι, έσπευσε στον κυβερνήτη, αντιπλοίαρχο Ιωάννη Τούμπα, και του ανέφερε τις ζημιές: «Πέσαμε στα αριστερά ύφαλα επάνω σε νάρκη. Σχεδόν βυθιζόμαστε. Χάσαμε 21 άνδρες και 31 είναι οι τραυματίες. Το πλοίο όμως αντέχει, εάν καταφέρουμε να φτάσουμε στις ακτές του Gümüşlük, μπορούμε να το επισκευάσουμε και να το σώσουμε». Ο κυβερνήτης βλοσυρός όπως πάντα έγνεψε καταφατικά. Ένιωθε τυχερός που είχε ύπαρχο έναν αξιωματικό σαν τον Χαριτόπουλο, αν και είχε μάθει πως εκείνος δεν ήταν και τόσο πιστός στο «στέμμα». 
Ύστερα από κάποιες εβδομάδες και με τη βοήθεια των Τούρκων κατοίκων της ακτής, το «Αδριάς» απέπλευσε. Πραγματοποίησε το ταξίδι του ταξιδεύοντας μόνο με «όπισθεν βραδέως» και μετά από 730 ναυτικά μίλια έμπαινε με την πρύμνη στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Από τη μέση και μπροστά το πλοίο είχε καταστραφεί και την τρύπα έκλεινε μια αυτοσχέδια κατασκευή με... τσιμέντο. Ολόκληρος ο συμμαχικός στόλος είχε βγει και με τα φουγάρα και τις σφυρίχτρες των σηματωρών όλα τα πλοία σχημάτισαν αψίδα για να περάσει το λαβωμένο αντιτορπιλικό. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ στην ιστορία της ναυτοσύνης σε όλο τον κόσμο. Στο επίστεγο του κύτους ο κυβερνήτης έριξε μια ματιά στον βουρκωμένο ύπαρχό του και του έγνεψε τιμητικά το κεφάλι. Σε λίγες εβδομάδες ο άνδρας αυτός θα χαρακτηριζόταν προδότης...
Τρίτο δεκαήμερο Απριλίου 1941, Ναύσταθμος Σαλαμίνας
Οι Γερμανοί έχουν εισβάλει. Ο Κορυζής αυτοκτονεί, ο Τσολάκογλου παραδίδει τη χώρα στον Γερμανό επιτελάρχη Φον Λιστ και η πολιτική ηγεσία, ανίκανη να συλλάβει το μέγεθος των ιστορικών στιγμών της, παλινδρομούσε. Τελικά αποφασίζεται ο στόλος να αποπλεύσει και να κατευθυνθεί προς Κρήτη και στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια. Διακόσιοι δέκα αξιωματικοί, 493 υπαξιωματικοί και 2.180 ναύτες πηγαίνουν να συνεχίσουν τον αγώνα νοτιότερα. 
Από τη Σαλαμίνα απέπλευσαν δεκαεπτά ελληνικά πλοία. Ένα θωρηκτό, έξι αντιτορπιλικά, τρία τορπιλοβόλα, πέντε υποβρύχια και ένα βοηθητικό πλοίο. Το υποβρύχιο «Γλαύκος», όμως, δεν ήταν δυνατόν να αποπλεύσει. Βρισκόταν σε γενική επισκευή με τις μηχανές του λυμένες και ξαπλωμένες κάτω. Με μεγάλη πίκρα οι αξιωματικοί αποφάσισαν να το εγκαταλείψουν στον ναύσταθμο.
Ένας νεαρός υπαξιωματικός μηχανικός, ο Ευθύμιος Παπαϊωάννου, αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την ιδέα αυτή. Παρουσιάστηκε στον Άγγλο πλωτάρχη Beiker, που είχε την επίβλεψη την εκκένωσης του ναυστάθμου: «Δώστε μου μόνο πέντε ημέρες. Αυτό σας ζητώ. Σε πέντε ημέρες το υποβρύχιο θα είναι έτοιμο να αποπλεύσει». Και πράγματι επί πέντε μέρες και πέντε νύχτες ο Παπαϊωάννου, χωρίς καμία ανάπαυλα, χωρίς ύπνο, ολομόναχος μέσα σε λιπαντικά, γράσα, γρανάζια, κλειδιά, κατσαβίδια, μπουλόνια, δούλευε επάνω στις μηχανές και τις επισκεύαζε.
Την έκτη μέρα κατόρθωσε να τις βάλει μπρος και το «Γλαύκος» με νέο πλήρωμα ξεκίνησε για να γράψει ηρωικές στιγμές. Ο Παπαϊωάννου για την πράξη του αυτή προήχθη τιμητικά με την 609/5285/22.8.1942 διαταγή του υπουργείου Ναυτικών. Σε λίγες εβδομάδες ο άνδρας αυτός θα χαρακτηριζόταν προδότης και σαμποτέρ. Ήθελε, λέει, να βουλιάξει τον στόλο... Στην πραγματικότητα είχε την «ατυχία» ο αδερφός του, που τιμήθηκε με αριστείο Ανδρείας στο αλβανικό μέτωπο, να βγει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ.
Οι «μεταξικοί» υποβάλλουν παραιτήσεις την ώρα της μάχης 
Επικεφαλής των ναυτικών δυνάμεων στην Αίγυπτο ήταν ο «μεταξικός» ναύαρχος Σακελλαρίου. Ένας άνδρας πιστός στο στέμμα, αλλά από ικανότητες ουδεμία. Για τη φύση του Σακελλαρίου γράφει χαρακτηριστικά ο Ε. Τσουδερός, πρωθυπουργός της ελληνικής κυβέρνησης στην Αίγυπτο: «Ο ναύαρχος Σακελλαρίου είχε πάρει την πρωτοβουλίαν της επαφής εν Ελλάδι, με πρόσωπα αντιδραστικά και ανεπιθύμητα. Δια τας διαφυγάς εξ Ελλάδος είχε δώσει οδηγίας εις τα όργανα της σχετικής υπηρεσίας, χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν, ότι έπρεπε να διευκολύνεται η κάθοδος εις Αίγυπτον προσώπων μόνον βασιλικών φρονημάτων»
Ο Σακελλαρίου, πιστός στον βασιλιά και τον Μεταξά, θα στήσει μια απίστευτη σκευωρία απέναντι σε άνδρες που έδωσαν το αίμα τους για τη λευτεριά. Και εάν το αποτέλεσμα δεν ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα, θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για κωμωδία. Στην Αίγυπτο οι βασιλόφρονες και «μεταξικοί» αξιωματικοί αντί να ηγηθούν των στρατευμάτων τους σε Πεζικό, Ναυτικό και Αεροπορία, και να πολεμήσουν, όπως χιλιάδες άνδρες έκαναν στην Ελλάδα, περνούσαν τον χρόνο τους στα μπορντέλα του Καΐρου και της Αλεξάνδρειας. 
Σε λίγο καιρό, μάλιστα, οι άκαπνοι εθνικόφρονες αυτοί, που «νοιάζονταν» για την πατρίδα, λειτούργησαν σαν διαλυτικά στοιχεία, σαν σαράκι στο στράτευμα, και δημιούργησαν τη στρατιωτική οργάνωση βασιλοφρόνων αξιωματικών «ΝΕΜΕΣΙΣ» (επικεφαλής συνταγματάρχης Βαγενάς). Την πρωτοχρονιά του 1942, μάλιστα, η οργάνωση αυτή προετοίμαζε πραξικόπημα επειδή η κυβέρνηση Τσουδερού είχε επαναφέρει στο στράτευμα τρεις ανώτερους αξιωματικούς, απότακτους του κινήματος του 1935. Αξιωματικούς δημοκρατικούς και αντιμεταξικούς. Τα διαλυτικά αυτά στοιχεία είχαν χωρίσει το στράτευμα σε δημοκρατικούς και βασιλικούς αξιωματικούς και φαντάρους, ναύτες. 
Όταν αποφασίστηκε η ενεργή συμμετοχή του Ελληνικού Στρατού και Ναυτικού στο πλευρό των συμμάχων στον πόλεμο της ερήμου, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Μαραβέας, έστειλε τον Αύγουστο του 1942, σε όλες τις μονάδες, οδηγίες προς τους στρατιώτες για το τι έπρεπε να κάνουν σε περίπτωση αιχμαλωσίας. Τόσο υψηλό εθνικό φρόνημα είχαν οι μοναρχικοί και «μεταξικοί» αξιωματικοί. Την ίδια στιγμή οι δημοκρατικοί αξιωματικοί και στρατιώτες ασκούσαν έντονα πιέσεις να σταλούν στο μέτωπο. 
Στην πρώτη μάχη, εκείνη του Ελ Αγκέιλα, η 1η ταξιαρχία που μετακινείται από την Παλαιστίνη στη δυτική έρημο αναλαμβάνει επιχειρήσεις κατά των ναζί. Σε αυτή τη μάχη οι δημοκρατικοί αξιωματικοί και φαντάροι πολέμησαν με πρωτοφανή γενναιότητα. Είναι χαρακτηριστικό πως από τους πέντε νεκρούς αξιωματικούς οι τρεις ήταν μέλη της ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση). Την ώρα της μάχης οι «μεταξικοί» βασιλόφρονες διοικητές του 1ου και του 2ου τάγματος υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Φυσικά δεν λογοδότησαν σε κανέναν για αυτό. 
Η «ΝΕΜΕΣΙΣ» διάβρωσε, εκτός από τον Στρατό, και το Ναυτικό. Με τον Σακελλαρίου να κινεί υπόγεια τα νήματα, αξιωματικοί και ναύτες χωρίστηκαν σε δημοκρατικούς και βασιλόφρονες. Οι ταραχές ξεσπούν στο αντιτορπιλικό «Ιέραξ», όταν ένας βασιλόφρων δίοπος μαχαιρώνει πισώπλατα έναν δημοκρατικό ναύτη. Το πλήρωμα αντιδρά. Ο δολοφόνος βρίσκει άσυλο στην καμπίνα του κυβερνήτη. Για να κρατήσουν τα προσχήματα ο δολοφόνος συλλαμβάνεται, περνάει ναυτοδικείο και η ποινή σε καιρό πολέμου ήταν «δίμηνη φυλάκιση με αναστολή». Ο δολοφόνος ελεύθερος συντάσσει μια λίστα με 30 δημοκρατικούς αξιωματικούς και ναύτες, που παραδίδει στον Σακελλαρίου. Από τις ανακρίσεις του υπουργείου Ναυτικών προκύπτει ότι οι συλληφθέντες καταδικάζονται σε πολύχρονη φυλάκιση, ενώ δύο εξ αυτών «εις θάνατον». 
Μετά τις εορταστικές εκδηλώσεις του 1944 για την 25η Μαρτίου υπογράφονται από το 95% των αξιωματικών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, καθώς και από φαντάρους, ναύτες και σμηνίτες, οι προτάσεις αποδοχής των θέσεων της ΠΕΕΑ (κυβέρνηση του βουνού). Είναι η αρχή εκατοντάδων συλλήψεων ανδρών για τα πιστεύω τους, που θα γεμίσουν τα περίφημα «σύρματα», τις φυλακές της ερήμου. Στα πλοία επικρατεί αναβρασμός, ο Τσώρτσιλ απειλεί ότι θα τα βυθίσει, όπως έκανε και με τον γαλλικό στόλο, οι επιτροπές των δημοκρατικών «στασιαστών» ζητούν «να συνεχίσουν μαχόμενοι παρά το πλευρό των συμμάχων». 
Ο ανθυποπλοίαρχος Αλ. Μελετόπουλος, που είχε μεταβεί στην Αγγλία για να παραλάβει τα πλοία «Αιγαίον» και «Άστιγξ», συλλαμβάνεται επειδή στον κοιτώνα του είχε φωτογραφία του βασιλιά να χαιρετά κάποιους μοναρχικούς στρατιωτικούς, και από κάτω είχε γράψει με μαρκαδόρο: «Γλύξμπουρκ και Πραιτωριανοί».
Διώξεις
Βρισκόμαστε στο 1944 και τα Ναυτοδικεία εργάζονται μέρα νύχτα και επιβάλλουν ποινές. «Εις θάνατον», «ισόβια», «απόταξη από το σώμα» σε όλους τους δημοκρατικούς αξιωματικούς. Η κυβέρνηση Παπανδρέου αποφασίζει την αναστολή των ποινών. Στα μέσα του 1947, όμως, ο ναύαρχος Σακελλαρίου, που επανέρχεται ως υπουργός των Ναυτικών, έχει έναν μόνο στόχο. Να απαλλάξει το Όπλο από κάθε δημοκρατικό αξιωματικό, με το σχέδιο «Περί εκκαθαρίσεως του Ναυτικού από τα ανατρεπτικά στοιχεία». Τη λίστα την έχει έτοιμη από τις διώξεις του ’44 που ανεστάλησαν.
Ο πρώτος που συλλαμβάνεται είναι ο έξι φορές παρασημοφορημένος υποπλοίαρχος Γ. Κακεπάκης. Κατηγορήθηκε ότι ζωγράφισε και παρέδωσε σε ένα χαρτί από τσιγάρα τα σχέδια του ναυστάθμου του Σκαραμαγκά στον σημαιοφόρο Φουντουκλή για να τα προωθήσει στους κομμουνιστές. Η Ψυττάλεια έξω από τη Σαλαμίνα γίνεται φυλακή - κολαστήριο. Απάνθρωπα βασανιστήρια, εικονικές εκτελέσεις, ξύλο, φάλαγγα, εξευτελισμός κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας για να «σπάσουν» οι αξιωματικοί και οι ναύτες. Ως τα τέλη Μαρτίου του 1948 ο αριθμός των συλληφθέντων ξεπέρασε τους 200. Οι βασανιστές ζητούσαν ομολογίες από τους κρατούμενους για σαμποτάζ, κατασκοπεία, οργάνωση κομμουνιστών στο Ναυτικό. Οι «ομολογίες» τελικά αποσπάστηκαν ύστερα από φρικτά βασανιστήρια.
Η δίκη 
Το Έκτακτο Στρατοδικείο συνήλθε με πρόεδρο τον αντισυνταγματάρχη Πεζικού Γεώργιο Λασπιά και στρατοδίκες τους ταγματάρχες Πετρά, Φλώρο, Μπάλλα, Σφαλαγκάκο. Βασιλικός επίτροπος ορίστηκε ο Θ. Ταμβακάς. Οι κατηγορούμενοι ήταν 119. Οι μάρτυρες υπεράσπισης ξεπέρασαν τους 500. Ακολούθησε μία δίκη παρωδία επί 33 ημέρες. Η κατάχρηση της δικονομίας σε όλη τη διαδικασία και η κατάργηση κάθε νομικού δικαιώματος ήταν τα χαρακτηριστικά της δίκης αυτής. 
Ο πρόεδρος Λασπιάς έβριζε, απειλούσε και εκφόβιζε συνηγόρους, μάρτυρες και κατηγορούμενους. «Πας μη μεθ’ ημών, καθ’ ημών εστί» έλεγε απροκάλυπτα, ενώ όταν κάποιος συνήγορος ζητούσε τον λόγο τού απαντούσε: «Μήπως θες να τους κάνεις συντροφιά (και έδειχνε το εδώλιο); Όχι είπα, δεν θα μιλήσεις». Σε άλλον συνήγορο έλεγε ειρωνικά: «Εσύ που φοράς και κόκκινη γραβάτα γιατί ήρθες εδώ; Υπερασπίζεσαι αυτούς τους λεπρούς;». 
Κατ’ επανάληψη από έδρας είχε πει: «Εάν είχαμε στήσει στον τοίχο το 1935 μερικούς από δαύτους δεν θα είχαμε τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή. Τώρα δεν τη γλιτώνουν». 
Στον κατηγορούμενο Γιώργο Λυγίζο, που ανακάλεσε την ομολογία του, ούρλιαξε: «Γιατί αρνείσαι τώρα αυτά που υπέγραψες, ότι ήθελες να ανατινάξεις τα πλοία μας;». Ο κατηγορούμενος απάντησε: «Υπέγραψα γιατί με είχαν κρεμάσει 24ωρα με το κεφάλι στον κατήφορο» και ο στρατοδίκης ανταπάντησε αποστομωτικά: «Καλά καλά, θα πεθάνεις...».
Η δίκη παρωδία κατέπεσε ως διαδικασία, κατηγορητήριο και επιχειρήματα. 
Η απόφαση καταδίκαζε σε θάνατο 40, σε ισόβια 21, σε 10ετή κάθειρξη εννέα, σε φυλάκιση δύο ετών εννέα και απάλλαξε 35 περίπου. Από τη διαδικασία αποδείχτηκε ότι δεν υπήρξε καν υπόθεση οργάνωσης συνωμοσίας στο Ναυτικό για δολιοφθορές σε πολεμικά σκάφη, όπως ήθελαν να παρουσιάσουν οι εμπνευστές και οι δημιουργοί της δίκης αυτής. Η όλη υπόθεση ήταν μια κακοφτιαγμένη και φανταστική ιστορία «περί κομμουνιστικού κινδύνου», για να τρομοκρατηθεί η κοινή γνώμη, να διαμορφωθεί ανάλογο πνεύμα και ψυχολογία στα στελέχη του Ναυτικού και γενικότερα στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων. Από τους 40 καταδικασθέντες σε θάνατο, οι 20 εκτελέστηκαν στο Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία», την Παρασκευή 26 Ιουνίου του 1948. 
Οι εκτελεσθέντες ήταν οι ακόλουθοι:
Υποπλοίαρχος Κακεπάκης Γεώργιος
Υποπλοίαρχος Γουρζής Γεώργιος
Ανθυποπλοίαρχος Φουντουκλής Αλέξανδρος
Σημαιοφόρος Κοτσιανάς Ζαχαρίας
Σημαιοφόρος Λαγός Γεώργιος
Αρχικελευστής Παπαγεωργόπουλος Κωνσταντίνος
Υποκελευστής Σαρηγιάννης Παναγιώτης
Υποκελευστής Μαρσέλλος Γεώργιος
Υποκελευστής Λιμ. Ροδάς Ιωάννης
Υποκελευστής Χαρκιανάκης Γεώργιος
Δίοπος Γουνελάς Βασίλειος
Ναύτης Λυγίζος Γεώργιος
Ναύτης Γιαννούτσος Κωνσταντίνος
Ναύτης Θεοδωρακόπουλος Παναγιώτης
Ναύτης Καράμπελας Χρίστος
Ναύτης Παναγάκος Παναγιώτης
Ναύτης Πετροπουλέας Ηλίας
Ναύτης Θεοφυλάτος Γεράσιμος
Καφεπώλης Καστανιάς Νικόλαος
Ιδιώτης Ιωαννίδης Γεώργιος
Γράμματα μελλοθανάτων
Αλέξανδρος Φουντουκλής στη σύζυγό του Κρυστάλλω: «Αγαπημένη μου, σου γράφω το τελευταίο γράμμα. Δεν θα σου πω πολλά για να μη συγκινηθούμε. Το μόνο που ζητώ από σένα είναι να προσπαθήσεις γρήγορα να ευτυχίσεις. Μη με πενθήσεις γιατί εμείς πέφτουμε με γιορτή. Οι τελευταίες μας στιγμές περνούν πάρα πολύ όμορφα με χορούς και τραγούδια. Μας ρίχνουν άδικα και άτιμα. Από σένα θέλω να ευτυχίσεις, να ξαναπαντρευτείς με ένα καλό παιδί. Το παιδί μας να το αγαπάς όσο αγαπούσες εμένα, και να του πεις να αγωνισθεί για το καλό του λαού. Με συγχωρείς για τα βάσανα που σου έδωσα μέχρι σήμερα. Να μου φιλήσεις τους δικούς σου. Προσπάθησε σε παρακαλώ να παρηγορήσεις τη μάνα μου». 
Γιώργος Κακεπάκης στη μητέρα του: «Μάνα μου αγαπημένη, όπως φαίνεται σου γράφω για τελευταία φορά. Το πρωί θα πάω για εκεί που καταλαβαίνεις. Μάνα μου, θέλω να είσαι υπερήφανη γιατί ο γιος σου πεθαίνει τίμιος και σαν άνδρας. Το μόνο που μπορείς να μου πεις ήταν πως δεν ήμουν τόσο καλός γιος για μια τόσο καλή μάνα. Θέλω να σφίξεις την καρδιά σου. Στάσου σαν μάνα γιου που πάει στο θάνατο με το τραγούδι και το χαμόγελο στα χείλη. Μάνα, πάω σε γιορτή γιατί γιορτή είναι να πεθαίνεις με τη συνείδησή σου ήσυχη...».
* Στοιχεία από το βιβλίο του Στέφ. Φίλου «Η υπόθεση του Ναυτικού 1944 - 1948»

topontiki.gr