Η απίστευτη ιστορία του Μάριου: «Στο μοναστήρι πήγα γιατί ήξερα τις καλόγριες, επειδή από τα 4 μου πηγαίναμε εκεί οικογενειακώς και μέναμε τις ημέρες του πανηγυριού»

Η ιστορία ζωής ενός αξιαγάπητου μάγειρα που δουλεύει από τα 8 του, έζησε για 2 χρονιά σε σκηνή, ένιωσε την αγάπη στο μοναστήρι και τώρα θέλει να προσφέρει στους συνανθρώπους του.

«Δεν πέρναγα και τόσο ωραία σπίτι. Δεν μας ήθελε ο πατριός μου. Ήδη κάποια βράδια κοιμόμουν στους δρόμους: οπότε απλά μπήκα στο τρένο και έφυγα. Απλώς πρώτα άφησα τα ψώνια στην εξώπορτα. Σκέφτηκα, βλέπεις, ότι μπορούν να μην έχουν τίποτα άλλο να φάνε.

-->


Στο μοναστήρι πήγα γιατί ήξερα τις καλόγριες, επειδή από τα 4 μου πηγαίναμε εκεί οικογενειακώς και μέναμε τις ημέρες του πανηγυριού» τόνισε στο TV Έθνος.

Εκεί, στη Σαλαμίνα, ο -γεννημένος στην Κρήτη- Μάριος Βραχάτης θα περάσει, στη ζεστή αγκαλιά μιας θετής θρησκευόμενης οικογένειας, τα επόμενα ευτυχισμένα δύο χρόνια της ζωής του. Καταφέρνοντας, πριν αναγκαστεί να γυρίσει -παρά τη θέληση του- στη μητέρα του, να τελειώσει το δημοτικό. «Δεν μπόρεσα ποτέ να πάω γυμνάσιο γιατί έπρεπε να δουλέψω για να ζήσω. Πρώτη μου δουλειά ήταν στην 4η δημοτικού, ως σερβιτόρος σε καφενείο. Στη συνέχεια υπήρξα διαδοχικά εργάτης στα χωράφια, βοηθός πλανόδιου μανάβη, βοηθός μηχανικού σε συνεργείο, υπεύθυνος για το κάψιμο των νεκρών κοτόπουλων σε πτηνοτροφείο. Και, αφού έγινα 18, εργάτης σε οικοδομή, αποθηκάριος σε σούπερ μάρκετ και χασάπης».


Μπορεί στα μάτια μας η ζωή του Μάριου να θυμίζει παλιά ελληνική ταινία, αλλά για εκείνον είναι το μόνο που ξέρει. Δεν του φαίνεται καθόλου περίεργο το γεγονός ότι, στα 11 του, δούλευε όλη μέρα μαζεύοντας πατάτες. «Αντί για πληρωμή, μας έδιναν ένα σακί πατάτες την ημέρα. Το πούλαγα και με τα χρήματα που έβγαζα αγόραζα φαγητό για μένα και τα τρία μικρότερα αδέλφια μου γιατί δεν ήθελα να είμαστε βάρος για τον πατριό μου. Επίσης έβαζα στην άκρη ό,τι μπορούσα για να τους αγοράσω τα Χριστούγεννα, που έλειπαν οι γονείς μου στο χωριό και ήμασταν συνέχεια μόνοι σπίτι, κάποια δωράκια. Συνήθως, βέβαια, δεν έφταναν για να πάρω δώρο και για εμένα. Σκέψου ότι μέχρι και στον πατριό μου έπαιρνα δώρο».

Δεν του φαίνεται παράλογο το ότι, στα 13 του, βρέθηκε να δουλεύει 4 δουλειές στη Ρόδο για να μαζέψει λίγα λεφτά και να φωνάξει τη μητέρα του και τα αδέλφια του προκειμένου να τους κεράσει ένα πιάτο φαΐ και να τους αγοράσει σχολικά. «Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τη σκληρή δουλειά. Στη Ρόδο θυμάμαι δούλευα τα πρωινά ως βοηθός χασάπη, το μεσημέρι σε ένα βενζινάδικο και από το απόγευμα μέχρι τις πέντε το πρωί σερβιτόρος σε ένα πατσατζίδικο».

Δεν καταλαβαίνει γιατί είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι έσβησε για πρώτη φορά τούρτα στα 18 και πήγε για πρώτη φορά σινεμά στα 27. Τέσσερα μόλις χρόνια δηλαδή πριν μπει στο MasterChef που τα πράγματα είχαν ομαλοποιηθεί και ο ίδιος δούλευε σε γνωστό εστιατόριο στη Νέα Σμύρνη. «Το καλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει ήταν η τούρτα γενεθλίων που μου έφεραν ως έκπληξη στα πρώτα γενέθλια μου που γιόρτασα. Ημουν 18 ετών».

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Μάριος είναι, όπως δηλώνει, κάτι παραπάνω από κατάλληλα προετοιμασμένος για να μπει στο επόμενο «Survivor». «Αν μου γίνει πρόταση, εννοείται πως θα πάω. Τις έχω φάει στο πετσί μου όλες αυτές τις κακουχίες που βλέπω να περνάνε. Μη σου πω ότι, τους έχουν μέχρι και λίγο λάσκα».

Ένας γεννημένος μαχητής που εκτιμάει απίστευτα κάθε ευκαιρία που του δίνεται (ειδικά τη 2η, που τον έφερε και πάλι στο παιχνίδι) και έχει ανεξάντλητα αποθέματα αγάπης. Κάτι που βγαίνει σε κάθε πιάτο που ετοιμάζει. «Για μένα ήταν όνειρο ζωής το MasterChef και είμαι πολύ ευγνώμων που είχα την ευκαιρία να το ζήσω. Μπήκα γιατί ήθελα να δοκιμάσω τον εαυτό μου και, επίσης, να δείξω στον κόσμο ότι στη ζωή δεν πρέπει ποτέ να το βάζουμε κάτω. Ασε που, μέσα στο σπίτι, πέρασα δυο υπέροχους μήνες, διαβάζοντας βιβλία μαγειρικής και χάνοντας από τον Σελίμ στο τάβλι».



πηγή