Βρίζοντας και πολεμώντας: Η παροιμιώδης αθυροστομία του Γ. Καραϊσκάκη

«Έλα σκατότουρκε, έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους· έλα να ακούσεις τα κέρατά σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες…Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε ’’από ημάς’’ συνθήκην με “έναν” κόντζιά σκατό-Σουλτάν Μαχμούτην –να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα».

Με αυτό το ακατάσχετο υβρεολόγιο «έλουσε» εν έτει 1823 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης τον απεσταλμένο του Τούρκου στρατιωτικού αρχηγού των Τρικάλων, Σιλιχτάρ Μπόδα, όταν εκείνος πήγε να συναντήσει τον πρώτο στα Άγραφα για μια από τις τετριμμένες «συνομιλίες κορυφής» με θέμα τη στάση που θα τηρούσαν οι αρματολοί της περιοχής απέναντι στις σχεδιαζόμενες εκστρατείες των Τούρκων.
Η γνώμη όσων γνώρισαν το Γεώργιο Καραϊσκάκη και πολέμησαν μαζί του δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για το σύνολο των προτερημάτων που τον χαρακτήριζαν. Ο ίδιος ο Κιουταχής είχε αναγνωρίσει την αξία του, αρεσκόμενος μάλιστα να αντιμετωπίζει τις μεταξύ τους μάχες, από το Μεσολόγγι (1825) έως την πολιορκία της Ακρόπολης (1827) ως προσωπικές μονομαχίες.
Ο μεγαλύτερος, μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, πολέμαρχος του 1821 ήταν ένας άνδρας «ακούραστος εις τους αγώνας» (Χριστόφορος Περραιβός), «μεγαλόδωρος και ευεργετικός» (Γεώργιος Γαζής), «αρείτολμος και καλός στρατηγός» (Σπυρομήλιος), «ατρόμητος» (Ιωάννης Κωλέττης), με «νουν ακατέργαστον αλλά γεννητικότατον και οξύτατον» (Παναγιώτης Σούτσος) και «επίμονον γενναιότητα» (Andre Louis Gosse, Ελβετός φιλέλληνας γιατρός). Όπως το έθεσε με μία λέξη ο Νικόλαος Κασομούλης ήταν «Αρχηγός» με άλφα κεφαλαίο.
Το αγιογραφικό αυτό πορτρέτο έχει και ένα…ψεγάδι. Όλοι οι προαναφερθέντες, και οι κυρίως οι επίσημοι βιογράφοι του, Γεώργιος Γαζής και Δημήτριος Αινιάν, αλλά και ο Νικόλαος Κασομούλης που τον έζησε από κοντά και του αφιερώνει εκτεταμένα αποσπάσματα στα «Ενθυμήματά» του, δεν θα μπορούσαν να παραγνωρίσουν ή να προσπεράσουν ένα άλλο ίδιον του χαρακτήρα του: τη μεγάλη αθυροστομία του. «Γλώσσα φύσει αχαλίνωτος», σύμφωνα με το Δ. Αινιάνα, ο Καραϊσκάκης ξεχώριζε μάλλον από τους υπόλοιπους αρχηγούς λόγω της συνεχούς χρήσης βωμολοχιών και βρισιών στην ομιλία του.
Οι βρισιές που χρησιμοποιούσε, όπως μας παρατίθενται από τις διάφορες πηγές, σκιαγραφούν μια προσωπικότητα που αξιοποιούσε κατ’ επανάληψη κάθε περιθωριακή λέξη του περιορισμένου λεξιλογίου του σε δημιουργικές συνθέσεις. Σύμφωνα με την καθηγήτρια του Νέου Ελληνισμού κ. Μαρία Ευθυμίου, αυτό έφτανε σε επίπεδο παραληρήματος και η βωμολοχία του «ήταν τόσο συνεχής και έντονη που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμά του ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του». Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος ήταν ένας αληθινός ποιητής της βωμολοχίας.
Αυτό δεν είναι φυσικά κάτι που μας ξενίζει. Οι περισσότεροι Έλληνες που πήραν μέρος στην Επανάσταση ήταν άνθρωποι λαϊκής καταγωγής, κατά συντριπτική πλειοψηφία αγράμματοι και προφανώς ελάχιστα δεσμευμένοι από τους κανόνες της λεκτικής ευπρέπειας. Ακόμα και οι στοιχειωδώς ή επαρκώς μορφωμένοι δεν έλεγχαν πάντοτε τη γλώσσα ή τη γραφίδα τους, ειδικά μέσα στη δίνη των φατριασμών και των πολιτικών παθών. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης αποκαλούσε τον Κολοκοτρώνη «σκατόβλαχο» και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τον Παπαφλέσσα «εξωλέστατο»…Σε ό,τι μπορούμε να γνωρίζουμε αλλά και να υποθέτουμε σήμερα, οι συνήθειες της τοτινής ομιλίας έχουν μικρή σχέση με όσα τελικά απαθανατίστηκαν στον απομνημονευματικό λόγο, αφού οι ακούσεις και εκούσιες συμβάσεις του γραπτού κειμένου εξοβέλισαν κατά τεκμήριο την αμεσότητα της γλωσσικής υπερβολής, στερώντας μας την τύχη της άμεσης επικοινωνίας με το γλωσσικό και πολιτισμικό σύμπαν εκείνων των χρόνων.
Συνηθέστερο μέτρο κρίσης αποτελούν περιπτώσεις όπως ο Χριστόφορος Περραιβός, ένας από τους πλέον μορφωμένους αγωνιστές, ο οποίος αντιδιαστέλλει το κομπολοί προτερημάτων του Καραϊσκάκη με τα δύο, μεταξύ άλλων, βασικά ελαττώματά του: «αισχρολόγος καθ’ υπερβολήν» και «πικρός υβριστής των ανάνδρων, πολλάκις και των φίλων». Η παρατήρηση αυτή ενέχει μια επικριτική διάσταση που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πολλά για την πολιτιστική «νομιμοποίηση» του Αγώνα. Πρώτο συμπέρασμα είναι πως η βωμολοχία δεν είναι ανεκδοτολογικό ιστορικό στοιχείο αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της πολυσύνθετης κληρονομιάς του 1821.
Το μεσαιωνικό πρότυπο του ιππότη-πολεμιστή, όπως πλαθόταν ασυνείδητα στο φαντασιακό των επιγόνων της πολεμικής γενιάς και φτάνει ως τις μέρες μας μέσα από τη στιλπνότητα των επετειακών πανηγυρικών λόγων, καταρρέει με αστείο θα λέγαμε τρόπο μπροστά σε λέξεις και φράσεις όπως «πούτζος» ή «ο Τούρκος μας εγάμησε το κέρατο», που καταγράφηκαν από πολεμιστές-συγγραφείς όπως ο Κασομούλης και ο Μακρυγιάννης με συνειδητή ευαισθησία απέναντι στο ατομικό και συλλογικό πάθος. Ήταν τελικά τέτοιοι αυτοχειροτονημένοι «γραφιάδες» που αντιλήφθηκαν (και σίγουρα δεν το έκαναν ασυνείδητα) πως η παράθεση υβριστικών λέξεων εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους ευγενείς στόχους μιας αυθεντικής συγγραφής. Εν τέλει, οι γλωσσικές «ακαθαρσίες» του Καραϊσκάκη ανήκουν στα πλέον αυθεντικά ίχνη ενός χαμένου κόσμου που φτάνει σε μας αλλοιωμένος από τον παραμορφωτικό καθρέφτη των εθνικών φαντασιώσεων που χρησιμοποιούν τους εξιδανικευτικούς πίνακες με τις λευκοσιδερωμένες φουστανέλες ως μοντέλα πολιτικής ορθότητας.
Αν κατατάσσαμε τον Καραϊσκάκη απλώς ως «βωμολόχο», θα τον αδικούσαμε. Η ελευθεριότητα χαρακτήριζε όλες τις κινήσεις του. Όσο ήταν στην αυλή του Αλή-Πασά, είχε μοστράρει επιδεικτικά τα γεννητικά του όργανα στο γιο του Αλή, Μουχτάρ Πασά χορεύοντας επίτηδες μπροστά του με τρόπο ώστε να σηκωθεί η φουστανέλα του, ενώ είναι πασίγνωστο πως στη Μάχη στο Κομπότι της Άρτας (Ιούλιος 1821) ανέβηκε σε ένα βράχο και για να ερεθίσει τους Τούρκους, σήκωσε τη φουστανέλα δείχνοντας τα οπίσθιά του μέχρι που ένας «Γκέκας» τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στη μέση του «καυλού» (Γεώργιος Γαζής). Γενικά ήταν αυτό που θα λέγαμε πολύ μεγάλο «πειραχτήρι». Έχοντας πολύ δυνατά νεύρα, γνώριζε να εκτονώνει την ένταση στις δύσκολες στιγμές.
Οι συχνοί αστεϊσμοί του ήταν το καλύτερο αγχολυτικό τις παραμονές της μάχης και χαλάρωναν πάντα τους συντρόφους του που προσέβλεπαν πάντα σε εκείνον. Ο αυτοσαρκασμός του δεν είχε όριο και στρεφόταν συχνά γύρω από το θέμα της ασθένειάς του και τις θέρμες οι οποίες τον καθήλωναν συνεχώς στο κρεβάτι («είμαι ζαμπούνης» έλεγε και ξανάλεγε). Μια μέρα που η ασθένειά του είχε υποτροπιάσει (έπασχε από καλπάζουσα φυματίωση) δέχτηκε την επίσκεψη ενός καινούριου γιατρού που ήθελε να τον εξετάσει. Για να τον δοκιμάσει, ο Καραϊσκάκης έκρυψε κάτω από τα σκεπάσματα έναν από τους άνδρες του. Ο γιατρός έπιασε το χέρι του παλικαριού αντί για το δικό του και του είπε: «Στρατηγέ, οι δυνάμεις σου έχουν πέσει πολύ». Αφού τίναξε τα σκεπάσματα και ο γιατρός κατάλαβε έκπληκτος πως είχε εξετάσει χέρι αλλουνού, απάντησε στο γιατρό: «Ο πούτσος μου έπεσε μωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!».
Όλοι οι μελετητές του Αετού της Ρούμελης, από τον Αινιάνα και το Γαζή έως τους σύγχρονους Γιάννη Βλαχογιάννη και Δημήτριο Φωτιάδη, εξηγούν την ελευθεροστομία του μέσα από τις συνθήκες της γέννησης και της ανατροφής του. Φαίνεται πως η χρήση «κοσμητικών» επιθέτων δεν ήταν απλώς η ασυνείδητη αμεσότητα με την οποία επικοινωνούσε με το περιβάλλον του, όσο ένας μηχανισμός άμυνας απέναντι στις δύσκολες συνθήκες φυσικής και κοινωνικής επιβίωσης. Βρίζοντας αισθανόταν δυνατός, λες και «όλες οι καταπιεσμένες δυνάμεις της ψυχής του να μεταβάλλονται σε κρουνούς δημιουργίας». Αν χρησιμοποιούσαμε αυστηρούς ψυχομετρικούς όρους, θα λέγαμε πως ο Καραϊσκάκης υπέφερε από «κόμπλεξ».
Ως καρπός του παράνομου έρωτα ενός κλέφτη καπετάνιου και μιας καλόγριας, βίωσε από παιδί έναν έντονο κοινωνικό αποκλεισμό που τον σημάδεψε και τον απομάκρυνε από κοινωνικές νόρμες εφοδιάζοντάς τον με μια διάθεση εχθρότητας και οργής για τον έξω κόσμο. Προκειμένου να ξεπεράσει την οργή του απέναντι σε αυτούς που τον αποκαλούσαν «μούλο» και τις μανάδες που τον χρησιμοποιούσαν ως αντιπαράδειγμα για τα παιδιά τους, έβρισκε διέξοδο στον παραληρηματικό βωμολοχικό λόγο. Ένας σύγχρονος βιογράφος του γράφει πως «η συνείδηση της αμαρτωλής μάνας του θα τον κάνει σαρκαστή κάθε ηθικής και κοινωνικής συμβατικότητας. Θα τον απογυμνώσει από το σεβασμό που τρέφει κάθε άνθρωπος για αυτούς που τον έφεραν στη ζωή, απαλλάσσοντάς τον επομένως από κάθε ηθικό δισταγμό» (Νίκος Κυρ. Αναστασόπουλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο γιος της καλογριάς. Φως στην ψυχοσύνθεση, στη δράση και στο θάνατό του. Αθήνα 2004, σ. 26).
Για τη μητέρα του, περίφημη κι εκείνη «δια την τολμηρότητα και δια την γλώσσαν της» (Δ. Αινιάν), ο Καραϊσκάκης συνήθιζε να λέει απαξιωτικά: «Εμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψωλές ώσπου να με γεννήσει». Εξάλλου, τη διάσημη προσφώνηση «γιος της καλογριάς» την χρησιμοποιούσαν λιγότερο οι άλλοι και περισσότερο ο ίδιος για να υποβαθμίσει σκόπιμα τον εαυτό του μπροστά στους συνομιλητές του (η μεγαλομανία σίγουρα δεν ανήκε στα γνωρίσματα του χαρακτήρα του) ενώ η ευθεία απόρριψη του προτύπου της οικογένειας που ο ίδιος ποτέ δεν ένιωσε, προεκτείνεται και στην οικογένεια που δημιούργησε. Ακόμα και στη γυναίκα του, Γκόλφω, δεν πρόσεχε τη γλώσσα του. Μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, η γυναίκα του είχε εγκατασταθεί στον Κάλαμο και αργότερα στα Επτάνησα όσο ο ίδιος βρισκόταν ή κυνηγημένος ή στον πόλεμο. Όταν την επισκέφθηκε, κάποια από τα παλικάρια της συνοδείας του ρίχτηκαν στις ψυχοκόρες της κι εκείνη του διαμαρτυρήθηκε οπότε για να την καθησυχάσει (;) ο αθυρόστομος άνδρας της, της είπε: «Έγνοια σου μωρή, έχω και για σένα πούτσο…Μη μου χολιάζεις!». Όταν αργότερα έμαθε πως η γυναίκα του τον είχε απατήσει, αποφάσισε να τη χωρίσει και να παντρευτεί την όμορφη κόρη του μεγαλοτσιφλικά των Αγράφων Τσολάκογλου, το υποστατικό του οποίου είχε ρημάξει όταν ήταν κλέφτης. Σύντομα όμως έχασε το ενδιαφέρον του και, αφού πέταξε την εικόνα της στα πόδια των στρατιωτών του, φώναξε: «Όποιος την πρωτοπάρει να την έχει! Να την χέσω την πουτάνα!». Αυτές οι εκφράσεις δεν είναι απαραίτητα μισογυνισμός αλλά έκδηλη περιφρόνηση απέναντι σε κάθε είδους ομαλή οικογενειακή ζωή ή κοινωνική σύμβαση που σχετίζεται με τον ενσυνείδητο καθωσπρεπισμό της τότε αγροτικής οικογένειας.
Οι χαρακτηρισμοί «μούλος» και «γύφτος» που τον συνόδευαν σε όλη του τη ζωή και που ο ίδιος υιοθετούσε, του επέτρεπαν να θεωρεί τον εαυτό του ανένταχτο, γεγονός που εν μέρει εξηγεί γιατί άργησε να επιλέξει το στρατόπεδό του στην Επανάσταση. Θέλοντας να επιβιώσει πεισματικά ως πρώτος αρματολός των Αγράφων, χρησιμοποιούσε κατά βούληση (ρωτούσε τον «πούτζον» του, όπως επιβεβαιώνει και ο Κασομούλης) τις συμφωνίες ή τις ένοπλες συγκρούσεις πολεμώντας ενίοτε την ίδια στιγμή με Έλληνες και Τούρκους που τον καταδίωκαν εξίσου ως αποστάτη! Μέχρι το 1824 οι παλινωδίες του και οι συνεχείς συγκρούσεις με το Εκτελεστικό, το Μαυροκορδάτο, τους Ζαΐμηδες, τους Σουλιώτες, τους Μεσολογγίτες, το Γιαννάκη Ράγκο, τους Πελοποννήσιους κ.ο.κ. παρήγαγαν πολλές εντάσεις και ακόμα περισσότερα «γαμοσταυρίδια».
Όταν στα 1823/24 η επαναστατική κυβέρνηση τον πολεμούσε ανοιχτά και οι υπόλοιποι καπετάνιοι της Δυτικής Στερεάς τον καταδίωκαν ως προδότη, η απάντησή του (γραπτή!) στην πρόταση συμφιλίωσης του Νικόλαου Στουρνάρη (μετέπειτα αρχηγό της φρουράς του Μεσολογγίου που σκοτώθηκε στην Έξοδο), ανήκει στις πιο γνωστές του ατάκες: «Γενναιότατε αδελφέ καπετάν-Νικόλα…είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες. Όποια θέλω από τα δύο θα μεταχειρισθώ» (Τα «τουμπλέκια» ήταν τούρκικα όργανα του ιππικού, σε αντίθεση με τις τρουμπέτες που τα χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες). Κάθε φορά που ο Καραϊσκάκης δεχόταν προτάσεις για ειρήνευση ή συνεργασία –είτε από Τούρκους είτε από Έλληνες– απαντούσε πως θα ρωτήσει τον «πούτζον» του και θα απαντήσει καταλλήλως. Η λέξη «πούτζος» φαίνεται να είναι αυτή που χρησιμοποιούσε με τη μεγαλύτερη συχνότητα και θα μπορούσαμε να παραθέσουμε αρκετούς λόγους για αυτό. Ο πρώτος είναι πως γνώριζε φυσικά πως η χυδαία λέξη για το ανδρικό όργανο σόκαρε πολύ περισσότερο σε σχέση με τις άλλες. Δεύτερον, η αναφορά αυτή ήταν εντελώς νομιμοποιημένη και σε χρήση ανάμεσα στα μέλη μιας πρωτόγονα ανδροπρεπούς και αρρενωπής κοινωνίας, ενώ υπάρχει και ένας πρόσθετος λόγος, πως ήθελε μέσα από την επανάληψη της να ξορκίσει κατά κάποιο τρόπο τη σεξουαλική του αναπηρία.
Αν και σε πολλές περιπτώσεις η στάση του Καραϊσκάκη απέναντι στην Επανάσταση μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικώς επαμφοτερίζουσα, η τούρκικη εξουσία τον αρρώσταινε. Ως παλιός κλέφτης, ψημένος από μικρή ηλικία στην ομάδα του Κατσαντώνη, ήξερε πώς να γίνεται υπέρμετρα βίαιος εναντίον των Τούρκων που τους αποκαλούσε «Εβραίους». Η πυραμίδα των κεφαλιών μετά τη Μάχη της Αράχωβας (Νοέμβριος 1826) και οι αλυσίδες με τα αυτιά που έστελνε στο Μεσολόγγι για να δώσει θάρρος στους πολιορκημένους ήταν τα τεκμήρια ενός ανελέητου πόλεμου εξόντωσης –όπως όλη η Επανάσταση– στον οποίο οι βρισιές ήταν δεδομένες. Όποτε ο Καραϊσκάκης αποφάσιζε να πολεμήσει ανοιχτά εναντίον των Τούρκων, το υβρεολόγιο συνόδευε απαραιτήτως τα βόλια του.
Μετά την «κρύα» υποδοχή του απεσταλμένου του Σιλιχτάρ Μπόδα που παραθέσαμε στην εισαγωγή, του «έσυρε» κι άλλα διάφορα, αυτή τη φορά σαν αποφασισμένος Έλληνας επαναστάτης που διατηρούσε τη μόνιμη ιδιότητα του υβριστή των πάντων: «Κερατάδες! Αυτούνους όπου αιχμαλωτίσατε ήτον εδικοί σας, ήτον Τούρκοι, ήτον Εβραίοι, διότι ραγιάς αυτό θα ειπή. Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν, και τώρα και πάντα!». Περίφημη έχει μείνει η απόκρισή του στον Μαχμούτ Πασά, διοικητή της της Σκόδρας (Νότια Αλβανία) που εκστράτευσε από την Οχρίδα με 20.000 επίλεκτους αρβανίτες στην κεντρική Ελλάδα το 1823 για να καταπνίξει τους ενόπλους των Αγράφων και όλης της Δυτικής Ελλάδας και μετά να κατέβει ανενόχλητος στο επαναστατημένο Μεσολόγγι. Προτού μιλήσει με τα όπλα, ο διαλλακτικός Πασάς έστειλε επιστολή στους καπετάνιους του Ασπροποτάμου με την οποία ζητούσε να συνθηκολογήσουν για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Ο Καραϊσκάκης κοινοποίησε στους άλλους καπετάνιους την επιστολή του «κερατά του σαλεπιτζή» και φρόντισε να στείλει μόνος του μια μνημειώδη λακωνική απάντηση, εντελώς αταίριαστη με το συντηρητικό ύφος της επιστολής του μουσουλμάνου: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον, κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έλθεις καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω». Το γεγονός πως δεν έριξε ούτε τουφεκιά εναντίον των έτσι κι αλλιώς υπέρτερων στρατευμάτων του πασά της Σκόδρας παρά διέφυγε στα Επτάνησα (και κατηγορήθηκε για αυτό), μάλλον τονίζει παρά υποβαθμίζει τη σημασία της αποστομωτικής απάντησης.
Το πιο ενδιαφέρον είναι πως η ένταση και έκταση της βωμολοχίας του, δεν είχε διακυμάνσεις ούτε ανάγκη να προσαρμόζεται στο εκάστοτε ακροατήριο. Ανάμεσα σε συντρόφους είχε φυσικά ακόμα λιγότερους λόγους να βάζει φραγμό στη γλώσσα του, ενώ είχε «αρπαχτεί» άπειρες φορές με συμπολεμιστές του εκδηλώνοντας ένα ακόμη παρεμφερές «ελάττωμά» του: την έντονη οξυθυμία του. Στην περίφημη εκστρατεία της Στερεάς Ελλάδας για την αποκοπή των οδών ανεφοδιασμού του Κιουταχή στο μέτωπο της Αττικής και τις μεγάλες επιτυχίες κατά των Τούρκων σε Δίστομο, Φοντάνα και Αράχοβα, είχε ανταλλάξει βαριές κουβέντες και με τους αγέρωχους Σουλιώτες οπλαρχηγούς που τον ακολουθούσαν (Λάμπρο Βέικο, Γιώργο Τζαβέλλα) και με τον καπετάνιο Ανδρίτσο Σαφάκα που αμφισβήτησε την αρχηγία του. Δυστυχώς δε μας παρατίθενται οι εκφράσεις του, αν και είναι γνωστό πως δε μετρούσε τα λόγια του, ειδικά μπροστά στους Σουλιώτες τους οποίους είχε και στην αρχή της Επανάστασης αποκαλέσει ανοιχτά «προδότες», «κλέφτες» και «γουρουνοτζάρουχα» (Επιστολή προς Κίτσο Τζαβέλλα, 20 Απριλίου 1823). Για τον οπλαρχηγό Δημήτρη Κοντογιάννη είχε πει στο Νότη Μπότσαρη, πως «εάν ήτον γυναίκα, δεν εχόρταινε με 80 χιλιάδες φοραίς την ώραν».
Ο Γιάννης Γκούρας ήταν «παλιόβλαχος». Ο Γιαννάκης Ράγκος, μόνιμος ανταγωνιστής του στο αρματολίκι των Αγράφων και έμπιστος του Μαυροκορδάτου, «πορδο-Ράγκος». Στους στρατιώτες και οπλαρχηγούς που ξεπουλιούνταν για μερικά χρυσά γρόσια παραπάνω απέδιδε τον μειωτικό τίτλο «οι ταλαρήσιοι». Ασυγκράτητα αισχρολόγος ήταν με όλους τους «πολιτικούς» της Επανάστασης τους οποίους τσουβάλιαζε, μαζί με τους «καλαμαράδες», ως εντελώς άχρηστους και επιζήμιους για το Γένος. Στη στάση του αυτή προσγράφεται μια συνολική απέχθεια που τον διέκρινε απέναντι σε κάθε λογής εξουσιαστική δομή. Αυτή η απέχθεια γινόταν δε εκρηκτική όταν αμφισβητούσε τις ικανότητες κάποιου. Ο Βλαχογιάννης αναφέρει, εν είδει ιστορικού ανεκδότου, πως δεν είχε διστάσει να προσβάλλει τον «πρωθυπουργό» Κουντουριώτη για την τραγελαφική εκστρατεία εναντίον του Ιμπραήμ που κατέληξε στην οικτρή ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι το 1825: «Ώρε Κουντουριώτη, άκουγα και νόμιζα θα είναι γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό όσο εγώ έχω σπόρο στα αρχίδια μου».
Τον Κουντουριώτη αποκαλούσε «κουκούλα» από τον χαρακτηριστικό ναυτικό υδραίικο σκούφο του. Στον τέταρτο χρόνο του Αγώνα, η απραξία μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο του Ιμπραήμ, η ανικανότητα οιονεί στρατιωτικών αρχηγών όπως ο ναυτικός Κυριάκος Σκούρτης που οδήγησε σε οδυνηρές συντριβές και η διαφθορά των πολιτικών που διαμόρφωνε ένα αφόρητο κλίμα στο Ναύπλιο, τον έκανε να ξεσπάσει μπροστά στον Κασομούλη: «Άλλαξα τον αδόξαστο στο τζιογλάνι τον Μαυροκορδάτο, όταν ήρθε στο Νιόκαστρο· κι αφτουνού κι εκείνου του Κουντουριώτη που τονε μάζεψε να τον υψώσει. Σε βεβαιώνω, Κασομούλη, πως έκλαιγε ο πρόεδρος όταν έφευγα. Επειδής όμως είχε κείνον τον διάολον κοντά του, του είπα: «Δεν κάθομαι» -κι έφυγα. Δε μου ‘δωσε τους μιστούς των παλικαριών. Τον έχεσα κι αυτόν και την κουκούλα του κι ήρθα εδώ όπου είναι το Έθνος, που μ’ έσωσε και άλλοτε από τα κέφια των κερατάδων, του ενός και του άλλου. Πάω στην πατρίδα μας τη Ρούμελη κι εκεί θα φανεί ποιος θα δουλέψει. Δε μένω εδώ να με κυβερνάει το Τζογλάνι και η Κουκούλα μ’ αρχηγό το Γκεμιτζή (σ.σ. το Σκούρτη)»
Το «τζιογλάνι», όπως φαίνεται και από το παραπάνω απόσπασμα, ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Το, δια στόματος Μακρυγιάννη, «ζυμάρι των Τούρκων». Ο άνθρωπος τον οποίον αντιπαθούσε θανάσιμα και κάθε αναφορά στο όνομά του τον εξόργιζε πραγματικά αποκαλώντας τον περιπαικτικά «τεσσερομάτη» (επειδή φορούσε γυαλιά). Τις σκέψεις του αυτές τις μοιραζόταν και με τους ομογάλακτους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς (τους οποίους καλούσε «αδελφούς»), στις ανάπαυλες των μεταξύ τους διαμαχών. Ο Κασομούλης μας διασώζει μια συνομιλία που καταλήγει σε μια από τις συνηθισμένες εκρήξεις του εναντίον του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου τον οποίο περνάει «γενεές δεκατέσσερις» ομού μετά των υποστηρικτών του:
-Καραϊσκάκης: Καπιταναίοι, εκστρατεύετε· δεν σας ερωτώ δια πού έχετε να εκστρατεύετε.
-Καπεταναίοι: Και ημείς δεν ηξεύρομεν, είπον, πηγαίνομεν εις τον μαχαλάν και όπου μας διορίσει η Κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν.
-Καραϊσκάκης: Ποια κυβέρνηση καπιταν-Νότη (σ.σ. Νότης Μπότσαρης); Το τζιογλάνι του Ρείζ-εφέντη, ο τεσσερομάτης; Ποιοι τον έκαναν κυβέρνησιν; Εγώ και οι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειάς των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν: Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράματα θέλεις να έρχωνται με το ζουρνά, ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ, ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος όπου μόνον το κεφάλι ξέυρει να ταράζει […] ο ξυνόγαλο-Γεώργιος Τζιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλη με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης ο ψεύστης; Δεν το υπέγραψεν ο πούτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας! […] Δια την Άρταν εκστρατεύετε…Πηγαίνετε και εγώ το ντουφέκι σας το βάνω από τις πλάτες. Σας γάμησα τα κέρατα και θα σας γαμήσω και πάλι!».
Η μετωπική σύγκρουσή του με τους εκφραστές της τάξης και της πολιτικής νομιμότητας ήταν συνεχής και παραλίγο να του κοστίσει πολύ περισσότερα από τη στρατιωτική του «καθαίρεση» και την απώλεια του αρματολικιού των Αγράφων. Στην περίφημη δίκη του στο Μεσολόγγι την 1η Απριλίου του 1824, εκτός από την «εσχάτη προδοσία» (υποτίθεται πως είχε συνομολογήσει ειρήνη και συνεργασία με τον Ομέρ Βρυώνη), ο «γύφτος» δικάστηκε συνολικά, για όλες τις άσχημες συνήθειές του, και φυσικά την ανυπόφορη για τους προεστούς ελευθεροστομία του. Όσοι βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στην εκκλησία-δικαστήριο της Παναγίας στο Αιτωλικό, είχαν την τύχη να απολαύσουν μια σπαρταριστή στιχομυθία ανάμεσα στον κατηγορούμενο Καραϊσκάκη και έναν από τους δικαστές του, τον ηλικιωμένο κοτζαμπάση Γαλάνη Μεγαπάνου:
«Καραϊσκάκης: Αν βάλετε θεμέλια στα λόγια που λέω, εκατό ζωές να ‘χω, δεν γλιτώνω.
Γαλάνης Μεγαπάνου: Βρε ξέρουμε πως λες όλο λόγια, μα γιατί τα λες;
Καραϊσκάκης: Το ‘χω χούι κυρ Πάνο.
Μεγαπάνου: Αμ, γιατί να το ‘χεις χούι που είσαι πια πενήντα χρονών;
Καραισκάκης: Αμ δεν μπορώ να το κόψω, κυρ-Πάνο. Κι εσύ δα είσαι ογδόντα χρονώ, μα το χούι δεν τα’ αφήνεις να γαμείς –και δεν μ’ ακούς». Εκείνη τη στιγμή, όλο το ακροατήριο και οι δικαστές γκρεμίστηκαν από τα γέλια και η διαδικασία κόπηκε λόγω ακατάσχετου γέλωτος…Ο Καραϊσκάκης κέρδισε το κοινό με τα αστεία του και την αμεσότητά του και τελικά έφυγε ελεύθερος κάτω από τα εγκωμιαστικά σχόλια των κατοίκων του Μεσολογγίου που έλεγαν μεταξύ τους πως «δε ματαγίνεται άλλος τέτοιος πουτζαράς!».
Εντελώς αγέρωχος και μοναχικός πολεμιστής, ο Καραϊσκάκης ήταν άνθρωπος που έδινε αξία μόνο στις προφορικές συμφωνίες, στη «μπέσα». Στα χρόνια της προδοσίας, της ατιμίας και της ρευστότητας των συμπεριφορών, ο κώδικας τιμής των κλεφτών έμοιαζε να είναι το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς στην αναζήτηση συμμάχων και φίλων. Έναν τέτοιο δεσμό είχε με τον Κίτσο Τζαβέλλα στον οποίο μάλιστα είχε τάξει για γυναίκα την κόρη του. Όταν όμως εκείνος ξεμυαλίστηκε με μια Μεσολογγίτισα, αθετώντας το λόγο του και διαλύοντας την ένωση των δύο οικογενειών, η υπόληψή του καταβαραθρώθηκε στα μάτια του Καραϊσκάκη. Όταν λοιπόν ο Τζαβέλλας του έστειλε κάποτε μια επιστολή για να σπεύσει προς βοήθειά του, σφραγισμένη με το σημείο του σταυρού, ο θιγμένος του απάντησε σε τόνο ακατέργαστης λαϊκής θρησκευτικότητας χωρίς να διστάσει να διανθίσει το γράμμα με τα γνωστά «γαλλικά» του: «Άνθρωπος όπου αρνείται τον Σταυρόν δια μουνί, δεν έπρεπε να βάνη Σταυρόν στο γράμμα του και εν ονόματι αυτού, να καλή βοήθεια, διότι τον ηρνήθη…».
Οι πρόγονοί μας έβριζαν και πολεμούσαν. Πολεμούσαν και έβριζαν. Όταν πυροβολούσαν, έβριζαν. Όταν έκαναν έφοδο, έβριζαν. Όταν τραυματίζονταν, έβριζαν. Όταν αιχμαλωτίζονταν, έβριζαν. Όταν διαφωνούσαν, έβριζε ο ένας τον άλλον. Μαζί με τα χρυσά σκήπτρα της βωμολοχίας του ’21, στον Καραϊσκάκη ανήκουν και αυτά της αυθεντικότητας. Κανείς από όσους έχουν μέχρι σήμερα καταπιαστεί με τη ζωή, τη δράση και τον χαρακτήρα του δε θεωρούν την αθυροστομία του «ελάττωμα». Αντίθετα, μοιάζει ένα πρόσθετο γοητευτικό στοιχείο σε μια συνολικά συναρπαστική προσωπικότητα. Πολιτικά ανορθόδοξος, υπερβολικά ανθρώπινος, ανεξάρτητος και πάντοτε σαρκαστικός, διατήρησε και διατηρεί έως σήμερα το χρώμα μιας επαναστατικής γνησιότητας. Η ακούσια σύγκρισή του με τον Κολοκοτρώνη, είναι η σύγκριση ανάμεσα στον αυτοσαρκαστικό «γύφτο» και το σεβάσμιο «γέρο». Μολονότι προσωπικότητες ίδιου βεληνεκούς και σημασίας, οι διαφορετικές τους ποιότητες αναδεικνύουν ενίοτε και αρκετές συγκλίσεις των χαρακτήρων τους. Η προσωπικότητά του Καραϊσκάκη είναι αρχετυπική διότι ενσαρκώνει το πνεύμα του κλεφταρματολού σε όλη τη γήινη μεγαλοπρέπειά του. Πολλά πράγματα για αυτόν μας αποκαλύπτουν οι επιλογές του.
Ο κοινός κώδικας επικοινωνίας που έβρισκε με αγωνιστές όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Ανδρούτσος, ο Μακρυγιάννης αποκαλύπτει ένα κοινό σημείο: Όλοι τους κάποια στιγμή βρέθηκαν απολογούμενοι μπροστά στην αυτόκλητη «ανώτερη» τάξη της επαναστατημένης Ελλάδας, στοιχείο που τους κατατάσσει αυτόματα στη χορεία των πιο αυθεντικών εκφραστών του «λαϊκού ‘21». Ένας κοινωνικά απόβλητος γιος μιας παραστρατημένης καλόγριας που έγινε διαδοχικά πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη, τσοχαντάρης (σωματοφύλακας) του Αλή-Πασά, αρματολός στα Άγραφα, αρχιστράτηγος, Γενικός Αρχηγός, αναζωογονητής του Αγώνα στη Ρούμελη, νικητής του Κιουταχή σε πολλές μάχες και οργανωτής του μεγαλύτερου στρατοπέδου που γνώρισε το 1821 δε μπορεί παρά να διεκδικεί τις δάφνες του λαϊκού ήρωα. Δυστυχώς, η αξία του έμελλε να γίνει αισθητή μετά τον θάνατό του. Όταν σκοτώθηκε ήταν ήδη αναγνωρισμένος αρχηγός και διέθετε χιλιάδες πιστούς και αφοσιωμένους άνδρες, ήταν δε έτοιμος να τελειώσει μια για πάντα την υπόθεση της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδας λύνοντας την πολιορκία της Ακρόπολης με τον τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε. Η φιλοτιμία του να τρέχει στην πρώτη γραμμή και να φροντίζει τους άνδρες του σαν καλός κλέφτης, του κόστισε πολύ ακριβά. Σύμφωνα με τον Περραιβό, έφυγε συγκινημένος σε ένα νεκροκρέβατο στη Σαλαμίνα και αποχαιρέτησε τους συντρόφους του με θερμά, πατριωτικά λόγια για τον Αγώνα στον οποίον είχε αφοσιωθεί ολόψυχα παρακινώντας τους με χωρατά και δάκρυα στα μάτια να είναι «μονιασμένοι και να βαστήξουν την πατρίδα» (Μακρυγιάννης).
Η λιτή διαθήκη του ήταν για τις «τσούπες» του, την αγαπημένη του Τουρκάλα Μαριγώ που τον λάτρευε σαν θεό και τον ακολουθούσε πάντα ντυμένη με ανδρική ενδυμασία, τους «γραμματικούς» και τους «τζαουσάδες» του. Κι αυτή θα ήταν η αψεγάδιαστη, επιλογική εντύπωση που θα φωτογράφιζε στους αιώνες των αιώνων το όνομα «Γεώργιος Καραισκάκης» σε κάθε σχολική επέτειο, ταιριαστά αποκαθαρμένο από τον παλιό, «χυδαίο» εαυτό του, αν ο Κασομούλης δεν έκρινε σκόπιμο να σώσει τα τελευταία λόγια που ο καπετάνιος φώναξε στους Τούρκους καθώς έπεφτε τραυματισμένος στη βουβωνική χώρα, εκείνη την «φαρμακωμένη» Πέμπτη της 22ας Απριλίου του 1827, μια μέρα πριν την ονομαστική του εορτή, έφιππος κοντά σε ένα πρόχειρο προμαχώνα κάπου στο σημερινό Νέο Φάληρο: «Κλάστε μου τώρα τον πούτζον!….»

πηγή