Τα ποιήματα της φυλακής του Αλέκου Παναγούλη -ένα αφιέρωμα στο salamina-press με αφορμή τη σημερινή επέτειο του θανάτου του-



Της Λευτεριάς το παραμύθι
με αίμα γράφεται
Αλέκος Παναγούλης


Γράφει ο δημοσιογράφος
 Τάσος Π. Καραντής


Ο Αλέκος Παναγούλης (1939-1976) υπήρξε η κορυφαία και πιο ηρωική μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα. Αναπόσπαστο όμως τμήμα της ταυτότητάς του ήταν κι η ποίησή του. Πέρα από το χιλιοτραγουδισμένο «Πάλης ξεκίνημα(Οι πρώτοι νεκροί)»(μουσική : Μίκης Θεοδωράκης, ερμηνεία : Μαρία Φαραντούρη), υπάρχει μια ολόκληρη σειρά βιωματικών κι αγωνιστικών ποιημάτων του, που, επί τρεις σχεδόν δεκαετίες, επανεκδίδονται συνεχώς(Αλέκου Παναγούλη «Τα ποιήματα», εκδ. Παπαζήση). Ανθολογούμε εδώ ένα μικρό δείγμα τους και τα προτείνουμε, για να διαβαστούν ξανά στις δύσκολες μέρες μας! Επειδή όμως η γραφή του συμπορεύτηκε με την πράξη του, καταγράφουμε, εντελώς συνοπτικά, ως εισαγωγή στον ποίησή του, και την αγωνιστική διαδρομή του.
-->
     

Η δράση του ξεκίνησε από τα φοιτητικά του χρόνια στο Πολυτεχνείο, όπου αναδείχθηκε ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος, μέσα από την ΕΔΗΝ(τη νεολαία της ΕΔΗΚ) της οποίας ήταν ιδρυτικό στέλεχος.

Αμέσως μετά το πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών(21-4-1967) πέρασε αμέσως στην παράνομη δράση κι ήταν ο ηγέτης της οργάνωσης «Ελληνική Αντίσταση» κι αρχηγός της πιο δυναμικής ομάδας της, του ΛΑΟΣ(Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ).

Λιποτάκτησε από το στρατό, όπου υπηρετούσε τη θητεία του, κρύφτηκε για ένα διάστημα στην Κύπρο κι επέστρεψε στην Αθήνα οργανώνοντας την περίφημη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Η απόπειρά του αυτή έγινε στις 13 Αυγούστου 1968 στο  δρόμο του Σουνίου κατά την επιστροφή του δικτάτορα από την κατοικία του στο Λαγονήσι. Ο Παναγούλης είχε υπονομεύσει με εκρηκτικά ένα σημείο του δρόμου κι έκανε ο ίδιος την πυροδότηση, αλλά το εγχείρημα του απέτυχε λόγω κακού συντονισμού. Τον βρήκαν κρυμμένο στα βράχια της παραλίας, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν  στο κρατητήριο της ΕΣΑ. Ο Παναγούλης άντεξε με γενναιότητα όλα τα βασανιστήρια. Η χούντα τον καταδίκασε δις εις θάνατον.

Η απόφαση δεν εκτελέστηκε εξαιτίας της κινητοποίησης της διεθνούς κοινής γνώμης(διαμαρτυρίες και λαϊκές συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν σε όλο τον κόσμο). Μπορεί όμως η χούντα να μην τον θανάτωσε, αλλά τον “έθαψε ζωντανό”, σε πλήρη απομόνωση, για 5 ολόκληρα χρόνια, στα κρατητήρια του Μπογιατίου. Μέσα απ’ αυτή την σκληρή δοκιμασία ο Παναγούλης αναδείχτηκε σε σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα και μεταμορφώθηκε, μέσα από τα βασανιστήρια, σε ποιητή που έγραφε τα ποιήματά του με το αίμα του!

Κάποια αποσπάσματα επιστολών και σημειωμάτων του, από τα χρόνια της φυλακής, είναι αποκαλυπτικά και τρομάζουν :
«… Και πήγαμε στο Μπογιάτι στις φυλακές. Με ρίξανε σ’ ένα κελί χωρίς κρεβάτι, οι τοίχοι βρεγμένοι και πράσινοι από την υγρασία, με χειροπέδες μόνιμα, κήρυξα απεργία πείνας ή μάλλον τη συνέχισα γιατί από την επομένη της δίκης δεν ελάμβανα τροφή … Επέτρεψαν στη μητέρα μου να με επισκεφθεί και μου υποσχέθηκαν βελτίωση των συνθηκών κρατήσεως. Έμεινα όμως δεμένος και ριγμένος στο πάτωμα. Τα χέρια μου είχαν πληγωθεί και πυορροούσαν, το κελί βρομούσε τόσο ώστε και οι σκοποί δεν μπορούσαν να σταθούν έξω από την πόρτα. Μέσα στο κελί υπήρχε μια τρύπα που έπρεπε να πηγαίνω για τις σωματικές μου ανάγκες …
… Βρίσκομαι δυο χρόνια τώρα σε αυστηρή απομόνωση. Έχω υποβληθεί σε τρομερά βασανιστήρια. Περιληπτικά αναφέρω : μαστιγώσεις με καλώδια και συρματόσχοινο σε όλο μου το κορμί – χτυπήματα με κλομπς στα πέλματα στων ποδιών, με αποτέλεσμα κάταγμα στο δεξί πέλμα – χτυπήματα με σίδερα στο στήθος και στα πλευρά με αποτέλεσμα κατάγματα σε δυο ή τρία πλευρά – εγκαύματα με τσιγάρο στα χέρια και στα γεννητικά όργανα – πέρασμα στην ουρήθρα μου μιας λεπτής βελόνης από ευαγωγό μέταλλο και θέρμανση του εκτός της ουρήθρας μέρους με αναπτήρα – απόφραξη των αναπνευστικών οδών με τα χέρια τους μέχρι ασφυξίας – λακτίσματα – γρονθοκοπήματα – τράβηγμα των μαλλιών – χτυπήματα του κεφαλιού στους τοίχους και στο πάτωμα – στέρηση ύπνου – βασανιστικές προσπάθειες για βίαιη χορήγηση τροφής από στρατιωτικό γιατρό – μόνιμα χειροδέσμιος …
… Απομόνωση. Ιούνιος 1971. Μετά από μια απόπειρα απόδρασης που έκανα στις 2 Ιουνίου. Μου είχανε αφαιρέσει τα πάντα. Δεν είχα ούτε ένα μολύβι ούτε λίγο χαρτί. Ούτε ένα βιβλίο ή μια εφημερίδα. Η απομόνωση γινόντανε σκληρότερη. Με αίμα ζωγράφιζα στους τοίχους του τάφου μου την αηδία μου για την Χούντα, την οργή μου και την απόφαση για συνέχιση του αγώνα. Αυτές οι γραμμένες με αίμα λέξεις, ήταν πραγματικά ζωγραφιές που “ομόρφαιναν” το κελί μου. Ήταν μια συντροφιά που όταν την σκότωναν εγώ την ανάσταινα με καινούργιο αίμα. Αυτούς τους στίχους τους πρωτόγραψα με αίμα εκείνες τις μέρες, πάνω σ’ ένα πακέτο τσιγάρων.».

Το Νοέμβρη του 1974 ο Παναγούλης εκλέχτηκε βουλευτής Β΄ Αθηνών με το κόμμα της Ένωσης Κέντρου – Νέων Δυνάμεων. Τον Απρίλη του 1976 διαφώνησε με την πολιτική του κόμματος κι ανεξαρτητοποιήθηκε. Σκοτώθηκε την 1η Μάη 1976, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες (πολλοί υποστήριξαν πως ήταν ενέργεια της CIA), σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης.

Τι απομένει σήμερα - πέρα απ’ όσα συμβολίζει για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο της Ελλάδας το όνομά του – από τον Αλέκο Παναγούλη; Ίσως, η «η πολιτική και καθαρά ακομματική παγκοσμιότητα της σκέψης του», όπως έχει επισημάνει ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, και, βέβαια, τα ποιήματά του, αυτές οι «κραυγές εμπιστοσύνης στον Άνθρωπο και στον Αγώνα του», όπως έχει γράψει ο Βασίλης Βασιλικός.



 

 


ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ

(από την έκδοση «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ)

1.
Η ΜΠΟΓΙΑ

Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε που βρήκα τη μπογιά

Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δε βρήκαν

Γιατί στιγμή δε σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν.


2.
Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ


Ένα σπιρτόξυλο για πέννα
αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι
το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί
Μα τι να γράψω;
Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω
παράξενο και πήζει το μελάνι
Μέσ’  από φυλακή σας γράφω
στην Ελλάδα.


3.
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ


Ψυχή φυλακισμένη στο κορμί
Κορμί φυλακισμένο στη ζωή
Ζωή φυλακισμένη μεσ’ στο Χρόνο
Πνεύμα π’ απ’ όποια φυλακή κι αν βγει
σε φυλακή πάλι θα πέσει
Κι είναι μονάχα το κορμί
π’ αγάπησε τη φυλακή του
Πώς να μην έρθει ο θάνατος λοιπόν;

4.
ΚΟΙΝΟΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΜΑΣ

Πώς να βρεθώ κοντά στους Βάσκους;
Στους Κούρδους πώς να δείξω την αγάπη μου;
Στη Νότιο Αφρική στη Ροδεσία πώς να τρέξω;
Στους Νέγρους, πώς να πω πως βρίσκομαι κοντά τους;
Στην Ινδοκίνα πώς να φτάσω;
Της Βεγγάλης το Λαό πως ν’ αγκαλιάσω;
Την πολεμίστρα μου ν’ αφήσω δεν μπορώ
Μ’ ας ξέρουνε πως τους εχθρούς τους
κι εμείς εδώ τους πολεμάμε
Κοινοί οι εχθροί μας
Δικοί τους και δικοί μας.


5.
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Τρία βήματα μπροστά
και τρία πίσω πάλι
Χίλιες φορές την ίδια διαδρομή
Έξη χιλιάδες βήματα…
Ο σημερινός περίπατος με κούρασε
ίσως
γιατί τα βήματα μετρούσα
Τώρα σταμάτησα
μα αύριο
αντίθετα θ’ αρχίσω να βαδίζω
(η ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή)
και κάτι άλλο σκέφτομαι
μικρότερα τα βήματα αν κάνω
τέσσερα – τέσσερα μπορεί να τα μετρώ!
Καλά το σκέφτηκα
Πιο όμορφη θα γίν’ η διαδρομή!!...


6.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΥΜΑ

Το πρώτο θύμα των τυράννων
είναι το πνεύμα το δικό τους
Πρώτα σ’ αυτό φορούν τις αλυσίδες.