-η βιωματική προσέγγιση της έννοιας του πολίτη όπως καταγράφεται από τον, αείμνηστο, Σαλαμίνιο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρη Πάλλα, στην “αυτοβιογραφία” του-
Γράφει ο δημοσιογράφος
Τάσος Καραντής
Σαν σήμερα (11-5-1995) έφυγε από τη ζωή ο Σαλαμίνιος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρης Πάλλας (1907-1995). Είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να τον επισκέπτομαι τακτικά στο σπίτι του στην Αθήνα, όταν – υπό την εποπτεία του – έγραφα την εργοβιογραφία του Σαλαμίνιου λαογράφου Πέτρου Φουρίκη. Είχα τη συγκίνηση, στο τελευταίο του ταξίδι,να είμαι ένας απ’ αυτούς που κρατούσαν το φέρετρό του.
Δυο λόγια για τον Καθηγητή : Ήταν καθηγητής και αρχαιολόγος χριστιανικής αρχαιολογίας. Στη διάρκεια της Κατοχής υπηρέτησε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και το 1943 έγινε μέλος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Το 1947 απολύθηκε από την αρχαιολογική υπηρεσία λόγω τη συμμετοχής του στην Εθνική Αντίσταση! Το 1960 μετέβη στο Μόναχο, όπου έμεινε έως το 1965, οπότε ολοκλήρωσε την διδακτορική του διατριβή, με θέμα «Το πάθος και η ταφή του Χριστού. Λειτουργία και εικόνα». Το 1966 εκλέχθηκε καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέχρι τον Ιανουάριο του 1968, οπότε απολύθηκε από την Χούντα! Μετά την πτώση της δικτατορίας δεν επανήλθε στο πανεπιστήμιο, λόγω ορίου συνταξιοδότησης. Έγινε όμως ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου. Το 1980 υπέβαλε αίτηση για εκλογή στην Ακαδημία Αθηνών, αλλά δεν εξελέγη. Το 1986 δίδαξε για ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ήταν επίσης μέλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας. Το 1985 του απονεμήθηκε το βραβείο Gottfried von Herder από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης.*
Το 2005 κυκλοφόρησε ένα, μεταθανάτιο, βιβλίο του Σαλαμίνιου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρη Πάλλα (1907-1995), από τις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ με τίτλο : «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, Δοκιμή Αυτοβιογραφίας»(Ηράκλειο 2005). Το βιβλίο του αυτό εντάσσεται στη σειρά “ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ” και η όλη επιμέλειά του ανήκει στην μαθήτριά του, Καθηγήτρια Όλγα Γκράτζιου.
Στον τόμο αυτόν δημοσιεύονται δύο ανέκδοτα κείμενα από τα κατάλοιπά του. Το πρώτο, με τον τίτλο «Ορθοδοξία και παράδοση», είναι αυτοβιογραφικό. Το δεύτερο, τιτλοφορείται «Παραπληρωματικός φάκελος της 21ης Απριλίου 1967» κι έχει θέμα την ιδεολογική συγγένεια που υπήρχε ανάμεσα στους πρωτεργάτες της χούντας και στην παραεκκλησιαστική οργάνωση «Ζωή».
Όπως επισημαίνει και η επιμελήτρια του τόμου, τα δύο αυτά κείμενα ήταν ταξινομημένα από τον Πάλλα στον ίδιο φάκελο, επειδή, προφανώς, τα θεωρούσε ως δύο μέρη ενός ενιαίου συνόλου. Από την ανάγνωσή τους δε, φαίνεται καθαρά, ότι τα γραπτά αυτά του Πάλλα είναι κείμενα ιδεολογικής κριτικής, όπου το πρώτο είναι μια αυτοβιογραφική αναδρομή σε βιώματα, νεανικές αναζητήσεις, ανακαλύψεις και κατακτήσεις της σκέψης, ενώ το δεύτερο είναι ένα δοκίμιο που ο στόχος του είναι, φυσικά, πολιτικός.
Η “δοκιμή αυτοβιογραφίας” του Δημήτρη Πάλλα ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια όπου αφηγείται ζωντανά τις παιδικές αναμνήσεις του. Το κείμενο στα σημεία αυτά είναι λογοτεχνικό και παράλληλα διασώζει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή στη Σαλαμίνα των αρχών του 20ου αιώνα. Έτσι, μέσα από τα γραπτά του περνάνε τόσο οι λαϊκές δεισιδαιμονίες του νησιού, οι “εικόνες” του από το Α΄ Δημοτικό Σχολείο και το παλιό Νεκροταφείο στον Άγιο Νικόλα, όσο κι οι παραδόσεις για την εποχή των Λιάπηδων, την Επανάσταση του ’21 και τον Καραϊσκάκη καθώς κι οι αναφορές του στα αρβανίτικα.
Στη συνέχεια αναφέρεται στα εφηβικά του διαβάσματα, μέσα από τα οποία, σιγά-σιγά, γεννήθηκε μέσα του η αμφιβολία και, στη συνέχεια, η στράτευσή στις ιδέες του σοσιαλισμού, η οργάνωσή του, την περίοδο της γερμανικής κατοχής, στο ΕΑΜ και η εκλογή του, ως εθνοσυμβούλου, στην ΠΕΕΑ. Η μεταβολή πλέον του Πάλλα, σταδιακά, κορυφώθηκε στην εξής θέση, όπως την περιγράφει ο ίδιος : «Αλλά το να αποζητάμε μεταφυσική λύτρωση, επειδή μας στεναχωρεί η εγκόσμια καταπίεση, τούτο αποτελεί ένα αίτημα μεσαιωνικής υφής. Η κάθε λογής λύτρωση πρέπει να αφορά πρώτα στα εγκόσμια, λύτρωση υλική από την ανάγκη, από το κάθε τι που βιάζει την ουσία μας ως ανθρωπίνων όντων.»(ό.π. σελ. 84-85).
Στη δοκιμή της αυτοβιογραφίας του λοιπόν, ο Καθηγητής Πάλλας, προσεγγίζει την έννοια του πολίτη μ’ ένα τρόπο βιωματικό, γι’ αυτό και βαθύτατα ανθρώπινο, τον οποίο και περιγράφει πολύ γλαφυρά. Μεταφέρουμε εδώ τα συγκεκριμένα αποσπάσματα(ό.π. σελ. 88-93), με την πεποίθηση ότι η βιωματική προσέγγισή του αυτή, για τη συγκεκριμένη έννοια, είναι πολύ χρήσιμη στον σημερινό απλό πολίτη.
«…Ο Πατέρας μου(ο οποίος ήταν ιερέας Σ.Σ.) είχε προοδευτικές και δημοκρατικές τάσεις…Στους βαλκανικούς πολέμους, επίτροπος στην ενοριακή εκκλησία του Παππού μου, είχε πρωτοστατήσει να μοιράσουν στις οικογένειες των πολεμιστών βοηθήματα από τα χρήματα της εκκλησίας…Αργότερα, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ο Πατέρας μου ζωηρά βενιζελικός και ανταντόφιλος… Μετά το κίνημα της Δημοκρατικής Άμυνας, κατά τον Αποκλεισμό, μοίρασαν κάποτε στην αυλή της ενοριακής μας εκκλησίας αλεύρι ανάλογα προς τα άτομα της κάθε οικογένειας. Με έστειλαν εμένα να το πάρω. Μικρός, τρύπωσα ανάμεσα στους μεγάλους κι έφτασα ως την επιτροπή. Είπα το όνομα. Πετάχτηκε ο Αστυνόμος, ένας ενωματάρχης με άσπρο στριμμένο παχύ μουστάκι: “Τίνος Δημηλάμπρου είσαι!”. Απάντησα δειλά : “Του Γιάννη” … “Αυτού του προδότη; Αλεύρι θέλετε εσείς ή κρέμασμα; Σκότωμα! Όλοι οικογενειακώς!”. Επενέβησαν οι γύρω : “Τι φταίει, τι καταλαβαίνει αυτό το βρέφος; Δόστε του το αλεύρι και πιάστε τον πατέρα του”. Πήρα το αλεύρι και γύρισα σπίτι με το φόβο ακόμη μέσα μου, αλλά και με ικανοποίηση. Αυτή ήταν από τις πρώτες εμπειρίες μου.
Την ίδια εκείνη εποχή ο Πατέρας μου διάβαζε πρώτα “Πατρίδα” και έπειτα “Ελεύθερο Τύπο”. Μιαν ημέρα διαλάλησε ο εφημεριδοπώλης ανάμεσα σ’ άλλες εφημερίδες και τον “Ριζοσπάστη”. Τον αγόρασαν μερικές φορές και, διαβάζοντάς τον, γελούσαν για τα παράξενα. “Που τα βρίσκει και τα γράφει αυτά;” – έλεγαν. Τον πήρα και εγώ στα χέρια μου. Βρήκα εκεί ένα μεγάλο ποίημα, που μου θύμιζε τον Ακάθιστο. Το διάβασα και μου έμεινε ο στίχος : “Φωτοσβέστα, Ζαΐμη, αρχηγόν η Παιδεία καταράται σε πάσα”. Καταλάβαινα πως σατίριζε, αλλά δεν μπορούσα να συλλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Τώρα, σκέπτομαι πως μια κατάρα βαραίνει(βαραίνει κατάρα, μια φράση που προσφέρεται σαν πρόχειρη και εύκολη λύση) επάνω σ’ αυτόν τον τόπο, και κάθε φορά που πάει να χλοΐσει, ένας αυχμός του ξεραίνει την ικμάδα, για να τον σώσει(από τον εαυτό του, από την ικμάδα). Παιδεύεται το Έθνος επί γενεές χωρίς να μπορεί – να έχει αφεθεί ελεύθερο – να λύσει τα ζητήματα της παιδείας του.
…Έπειτα παρατηρούσα σε πολλά γραφεία σωματείων…να έχουν επάνω από τις πόρτες των έμβλημα το σφυροδρέπανο. Αναρωτιόμουν : γιατί το άφηναν; Κι ένας παράξενος φόβος μ’ έσπρωχνε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Να μη μολυνθώ; Να μην παρεξηγηθώ αν τύχαινε να με ιδεί κανείς να περπατώ έξω από τα γραφεία με το σφυροδρέπανο; Δεν είχα σαφή συνείδηση. Σε αναπτυγμένη εφηβική ηλικία πια, παρακολουθούσα από τις εφημερίδες τους ζωηρούς πολιτικούς αγώνες…
…Είχα αρχίσει πια να εργάζομαι, όταν κάποτε, τα πρωινά, καθώς περνούσα επάνω στο τραμ από την απόμερη συνοικιακή πλατεία, έβλεπα δροσερές κοπέλλες, κοπέλλες με παρουσιαστικό που έδειχνε καταγωγή από ευκατάστατες οικογένειες, τις έβλεπα να πλησιάζουν τους διαβάτες ή το τραμ, να διαλαλούν και να πουλούν το “Ριζοσπάστη”. Το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη, χαμηλό, καθώς το ασκούσαν πρόσωπα δίχως ιδιαίτερη προκοπή, από εκείνες που οδηγούν στην οικονομική άνεση και στην κοινωνική επιφάνεια, δεν ήταν αξιοζήλευτο. Οι κοπέλλες, λοιπόν, αυτές μαρτυρούσαν ατομική οπισθοδρόμηση και μια πτώση από την κοινωνική των σειρά. Ήταν, ωστόσο, σημαντικό, σκεπτόμουν, ότι έδειχναν συνειδητή άρνηση του εγώ, καθώς έστεργαν σε προσωπική ταπείνωση, σε μια παραίτηση από τα προνόμια της καλής κοινωνίας, ότι η πράξη των συνιστούσε μια προσφορά, έναν ιδανισμό ιδιότροπο. Έτσι, τις αντίκρυζα με συγκαταβατικό χαμόγελο. Μιαν ημέρα, πάλι, καθώς από το σπίτι μου πήγαινα προς το τέρμα, για το τραμ, άκουσα να έρχεται από κοντινό δρόμο ο ήχος ενός ομαδικού τραγουδιού. Ήταν κάτι σαν εμβατήριο, αλλά άγνωστο και με διαφορετικό ύφος από τα συνηθισμένα. Προϊδεάστηκα, κάτι σκίρτησε μέσα μου και επιτάχυνα το βήμα μου για να τους προλάβω, να ιδώ από κοντά τα πρόσωπα που τραγουδούσαν, να ιδώ τις φυσιογνωμίες των. Ακούστηκαν όμως στο μεταξύ πυροβολισμοί και ποδοβολητά φυγής. Αλλά δεν πρόφτασα να ιδώ παρά λίγους αστυνομικούς. Και μέσα μου δοκίμασα μιαν έντονη απογοήτευση : “Σε τι έφταιξαν;”.
Πέρασε έτσι κάμποσος καιρός. Ο χρόνος κυλούσε τότε ακόμη μέσα μας πιο αργά από ό,τι σήμερα. Στην ενορία του Πατέρα μου κατοικούσε κάποιος με κάρρο, που κουβαλούσε πέτρες και άλλα υλικά για οικοδομές. Μικροφαμελίτης, είχε κάμποσα παιδιά. Έδερνε όμως τη γυναίκα του και ήταν σχεδόν πάντα μεθυσμένος. Φιλότιμος – έλεγε η Μητέρα μου – αλλά άσωτος. Η Μητέρα μου καλούσε κάποτε στο σπίτι τη γυναίκα του για να έχει μια βοήθεια, έδινε στα παιδιά της να φάνε και, με την πληρωμή, τους έδινε και πρόσφορα, αν υπήρχαν. Μια Κυριακή ήρθε ο άντρας σπίτι, ντυμένος κυριακάτικα, για να μας ευχαριστήσει, για την προστασία που έδειχναν ο Πατέρας μου και η Μητέρα μου προς την οικογένειά του. Ήρθε όμως με έναν άλλον αέρα. “Τώρα βρίσκομαι καλά, Παπά μου”. Χαρήκαμε : “Ωραία!”. Αλλά και κοιταχτήκαμε. “Πως;”, τον ρώτησα. “Έχω μηνιάτικο”. –“Από πού;”. –“Μου το δίνει το Τμήμα(ανέφερε το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής). Χίλιες πεντακόσιες δραχμές το μήνα”. Το πράγμα γινόταν ενδιαφέρον : “Γιατί;”.-“ Τη βοηθάω. Πηγαίνω κι αναφέρω τι λένε στα νταμάρια”. Έτσι, αθέλητα, ορθώθηκε μέσα μου το ερώτημα : “Και τα παιδιά εκείνων που έχυναν τον ιδρώτα των στα νταμάρια, για να τα θρέψουν;”. Ήταν ένα οριακό ερώτημα. Η απάντηση θα σήμαινε την κατάφαση ή την άρνηση της εσωτερικής μου ελευθερίας, κατάφαση μέσα από την άρνηση της βίας.
Έτσι αργά αποσαφηνίσθηκε μέσα μου, πήρε περιεχόμενο, η έννοια του πολίτη».
*Βλ.: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%A0%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%82