Το ναυάγιο του «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» - 96 χρόνια από τη ναυτική τραγωδία (262 νεκροί) στην Ψυτάλλεια ...



του Τάσου Καραντή

Ποιος θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι τα, “ακίνδυνα” για πολλούς, νερά του Σαρωνικού θα γίνονταν ο υγρός τάφος για εκατοντάδες (262) νέους ανθρώπους; Κι όμως, 96 χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από το ναυάγιο του «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ», μιας από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, που εξελίχθηκε στις 10 Μαρτίου 1923 έξω από τη νησίδα Ψυτάλλεια.
-->
Στη μνήμη όλων αυτών των νέων παλικαριών αξίζει αλλά είναι και χρέος να προσεγγίσουμε τα τραγικά εκείνα γεγονότα του ναυαγίου το οποίο ο Τύπος της εποχής (“Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Κυριακή 11 Μαρτίου 1923, αριθμ. φύλλου 1210, σελ. 4) το χαρακτήρισε ως: «ΤΟ ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΟΝ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ».


Τα προ του ναυαγίου

Αυτές τις μέρες, αρχές Μαρτίου 1923, η θωρηκτή μοίρα του στόλου είχε περατώσει τα γυμνάσιά της στο Σαρωνικό και είχε αγκυροβολήσει στο Φαληρικό όρμο. Το απόγευμα της 9ης Μαρτίου άρχισε να πνέει σφοδρός νότιος άνεμος και λόγω της θαλασσοταραχής που επικράτησε διακόπηκε η επικοινωνία των θωρηκτών προς την ξηρά αφού οι ατμάκατοι και οι λέμβοι τους θα κινδύνευαν να βυθιστούν. Τη νύχτα ο άνεμος έγινε σφοδρότατος κι επειδή είχε προβλεφθεί και νέα ένταση της καταιγίδας τα θωρηκτά «ΚΙΛΚΙΣ», «ΛΗΜΝΟΣ» και «ΑΒΕΡΩΦ» μεθορμίστηκαν στον όρμο του Κερατσινίου.

Την επομένη (Σάββατο, 10 Μαρτίου 1923) το μεσημέρι δόθηκε από τη Ναυαρχίδα το σήμα της χορήγησης άδειας εξόδου στα πληρώματα των πλοίων. Την εποχή εκείνη τα πληρώματα είχαν έξοδο κάθε Σάββατο. Η μεταφορά τόσο του στρατιωτικού όσο και του πολιτικού προσωπικού γινόταν με ευθύνη του Ναυστάθμου και για το σκοπό αυτό διέθετε, συνήθως, δύο “Ευκαιρίες”, που εκτελούσαν το δρομολόγιο Σαλαμίνα-Πειραιά και Πειραιά-Σαλαμίνα, την ατμοημιολία «ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ» και το επίτακτο σκάφος «ΜΥΚΟΝΟΣ» της Εθνικής ατμοπλοΐας. Εκείνη την ημέρα είχαν άδεια εξόδου περίπου 1200 ναύτες κι επειδή δεν επαρκούσαν οι δύο ανωτέρω “Ευκαιρίες”, στάλθηκε για τη μεταφορά του προσωπικού των θωρηκτών, που βρίσκονταν στο Κερατσίνι, το επίτακτο ρυμουλκό «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» της ναυαγοσωστικής εταιρείας του Ζαλοκώστα.

Το «Αλέξανδρος Ζ» πλεύρισε γύρω στις 2 το μεσημέρι του Σαββάτου το θωρηκτό «ΚΙΛΚΙΣ» από το οποίο παρέλαβε περίπου 150 ναύτες κι υπαξιωματικούς. Στη συνέχεια πλεύρισε διαδοχικά τα θωρηκτά «ΑΒΕΡΩΦ» και «ΛΗΜΝΟΣ», το Α/Τ «ΘΥΕΛΛΑ» και το σκάφος του ελαφρού στόλου «ΛΕΩΝ» και παρέλαβε περίπου άλλους 100 ναύτες κι υπαξιωματικούς και 10-12 αξιωματικούς. Συνολικά όμως, μαζί με το πλήρωμα του «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ», διάφορους πολίτες και προσωπικό από το Λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου ο αριθμός των επιβατών πρέπει να ξεπερνούσε τους 300.

Ακολούθως το «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» ξεκίνησε το δρομολόγιό του για τον Πειραιά γύρω στις 3 το μεσημέρι. Ένα τέταρτο αργότερα παραπλέοντας το φάρο της Ψυτάλλειας βρίσκονταν γύρω στα 200-300 μέτρα από την ακτή της Δραπετσώνας, απέναντι από τις εγκαταστάσεις της Στάνταρ Όϊλ και από τα εργοστάσια της Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων. Η θέση αυτή, σε στιγμές τρικυμίας, είναι αρκετά επικίνδυνη, διότι με σφοδρό νότιο άνεμο τα κύματα που έρχονται από τον Σαρωνικό είναι ορμητικά. Ακριβώς λοιπόν στο σημείο αυτό το «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» άρχισε να κλυδωνίζεται δυνατά και να κλίνει επικίνδυνα πότε προς τα δεξιά και πότε προς τ’ αριστερά. Τα κύματα, ύψους 3 και 4 μέτρων σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, χτυπούσαν ορμητικά και απειλητικά πάνω του.

                                                Το ναυάγιο

Μεταφέρουμε εδώ, επακριβώς, την περιγραφή της “Καθημερινής”(βλ. ό.π.) η οποία είναι λεπτομερής, συγκλονιστική και φυσικά αποτελεί ντοκουμέντο:

«Η πάλη πλοίου και κυμάτων ήτο τραγική. Οι συσσωρευμένοι επί του καταστρώματός του ναύται ήσαν έρμαια των κυμάτων μόλις δε και μετά βίας συνεκρατούντο όρθιοι. Εις μίαν στιγμήν ένα κύμα εθραύσθη με τόσην σφοδρότητα επί της δεξιάς πλευράς του πλοίου, ώστε η αριστερή πλευράν έκλινεν υπερμέτρως τόσον, ώστε η επιφάνεια της θαλάσσης ήλθεν εις επαφήν με το κατάστρωμα το πλοίου. Δεύτερον κύμα επλημμύρισε το μηχανοστάσιον από ύδατα. Συνεπεία τούτου η κλίσις του σκάφους αριστερά ηυξήθη, εις τον πρώτον δε κλυδωνισμόν πάντες οι ναύται οι ευρισκόμενοι επί του καταστρώματος εκύλισαν εις την θάλασσαν ως μία συμπαγής μάζα. Ό,τι επηκολούθησεν ήτο πράγματι αφαντάστως δραματικόν. Η ορμή των κυλιομένων εις την θάλασσαν ναυτών επέτεινεν την κλίσιν, το δε πλοίον απολέσαν τον ισσοροπισμόν του ανετράπη βυθισθέν ακαριαίως. Το πλοίον βυθιζόμενον συμπαρέσυρε πάντας τους εντός του υποφράγματός του ευρισκομένους ναυτικούς, ως και τους περισσότερους από τους πεσόντας εις την θάλασσαν, λόγω της σχηματισθείσης δίνης.».

“Εικόνες τραγωδίας και σπαραγμού”

Η κινητοποίηση που ακολούθησε ήταν μεγάλη. Αμέσως κατέφτασαν, προς βοήθεια, στη θαλάσσια περιοχή, ατμάκατοι και λέμβοι από τα θωρηκτά, οι άκατοι του θωρηκτού «ΨΑΡΑ», πολεμικά και εμπορικά πλοία που ναυλοχούσαν στον Πειραιά, ναυαγοσωστικά και ρυμουλκά σκάφη. Το Κεντρικό Λιμεναρχείο έστειλε το «ΥΔΡΑ» καθώς και τις δύο “Ευκαιρίες”, τη «ΜΥΚΟΝΟ» και τη «ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ». Στη Δραπετσώνα, όπου ήδη είχαν αρχίσει να περισυλλέγονται οι πρώτοι διασωθέντες κοντά στο εργοστάσιο των χημικών λιπασμάτων, κατέφτασαν αυτοκίνητα και φάρμακα για τις πρώτες βοήθειες, ενώ ο Δήμαρχος Πειραιά έστειλε φορτηγά για να μεταφέρουν τους διασωθέντες στα νοσοκομεία. Παράλληλα είχαν ήδη σπεύσει στις ακτές της Δραπετσώνας ο Υπολιμενάρχης κ. Κουρμπέλλης, ο Δήμαρχος Πειραιά κ. Παναγιωτόπουλος, ο Διευθυντής της Αστυνομίας, ο Διευθυντής του Τελωνείου κ. Σολωνάκης κ. ά. αρμόδιοι. Στις 4.15 μ.μ. κατέφτασαν ο Υπουργός των Ναυτικών Υποναύαρχος Κ. Βούλγαρης, ο Αρχηγός του Στόλου Υποναύαρχος Χατζηκυριάκος, ιατροί και ανώτεροι αξιωματικοί του Ναυτικού. 

Μόλις έγινε γνωστό το ναυάγιο κύματα λαού άρχισαν να συρρέουν στη Δραπετσώνα. Γράφει η “Καθημερινή”: «Μητέρες ναυτών, σύζυγοι, παιδιά, έτρεχον αλλόφρονα εκ της απροσδοκήτου συμφοράς με θρήνους και δάκρυα, ίνα πληροφορηθώσι διά την τύχην των ιδικών τους.».

Το Υπουργείο των Ναυτικών στις 7 μ.μ. εξέδωσε ανακοινωθέν στο οποίο ανέφερε ότι το «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» βυθίστηκε στις 3.15 μ.μ. “παρά την Ψυττάλειαν και έναντι του ακρωτηρίου Κράκαρι”.
Η περισυλλογή των επιζώντων και η αλίευση των εκβραζομένων πτωμάτων, στη νησίδα Ψυτάλλεια και στις ακτές της Δραπετσώνας, παρατάθηκαν, με τη βοήθεια προβολέων, μέχρι αργά τη νύχτα, ενώ ναυτικές περίπολοι περιπολούσαν συνεχώς στις ακτές της Δραπετσώνας για την ανεύρεση κι άλλων. 

Οι διασωθέντες και οι τραυματίες διακομίστηκαν στο Χατζηκυριάκειο Νοσοκομείο. Οι σκηνές που εκτυλίχτηκαν στη λεωφόρο Χατζηκυριακού θυμίζουν κινηματογραφική ταινία. Τις περιγράφει η “Καθημερινή”: «Επί ώρας ολοκλήρους η λεωφόρος Χατζηκυριακού η φέρουσα προς το Χατζηκυριάκειον νοσοκομείον, καθίστατο αδιάβατος. Αυτοκίνητα, άμαξαι και άλλα μεταγωγικά μέσα μετέφερον κατά εκατοντάδας οικείους και συγγενείς των θυμάτων. Αλλά και πολύς άλλος κόσμος μετέβαινε πεζή. Γόοι, κοπετοί και θρήνοι αντήχουν καθ’ όλην την λεωφόρον».

Η κηδεία στο Ναύσταθμο

Την επομένη του ναυαγίου (Κυριακή 11 Μαρτίου 1923) το απόγευμα έγινε στον Άγιο Νικόλαο του Ναυστάθμου η κηδεία των 17 ανασυρθέντων, μέχρι τότε, νεκρών. Στη νεκρώσιμη ακολουθία συμμετείχε πλήθος επισήμων, μεταξύ των οποίων: ο Αρχηγός της Επανάστασης Νικόλαος Πλαστήρας, ο Μητροπολίτης Αθηνών κ. κ. Χρυσόστομος, οι Συνοδικοί Μητροπολίτες Τρίκκης, Σύρου και Ναυπακτίας, ο Υπουργός των Ναυτικών Υποναύαρχος Κ. Βούλγαρης, ο Αρχηγός του Στόλου Υποναύαρχος Χατζηκυριάκος, ο Υπασπιστής του Βασιλιά Γεωργίου κ. Κ. Ρουσσέν, ο Αρχηγός της βρετανικής αποστολής Αντιναύαρχος σερ Ώμπρεϋ Σμιθ, ακόλουθοι ξένων πρεσβειών, τα μέλη της αγγλικής ναυτικής αποστολής, τα μέλη της αγγλικής αποστολής της αστυνομίας πόλεων, ο Αρχηγός της ιταλικής αποστολής κ. Γκαρρόνι, ο Δήμαρχος Πειραιά κ. Παναγιωτόπουλος, ο Διοικητής του Ναυστάθμου Υποναύαρχος Παπαχρήστος   και οι κυβερνήτες των πολεμικών πλοίων.

Η συμμετοχή του κόσμου στην κηδεία ήταν μοναδική, διεκπεραιώθηκαν με ατμόπλοια από τον Πειραιά 4000-5000 κόσμος. Η Σαλαμίνα συμμετείχε σύσσωμη. Γράφει η εφημερίδα: «Σημειωτέον, ότι συγκεντρώθησαν ενταύθα επίσης εν σώματι και πάντες περίπου οι κάτοικοι της πόλεως Σαλαμίνος και οι κατοικούντες εις τα προάστεια ταύτης, Αμπελάκι, Παλούκια, Καματερό κ.λπ. ούτως ώστε ο συγκεντρωθείς κόσμος υπερέβαινε τας 8000.». Από τους 17 νεκρούς άλλοι ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο του Ναυστάθμου κι άλλοι στον Πειραιά. Ανάμεσα στους 17 ήταν κι ο Αμπελακιώτης Αρχικελευστής(πυροβολητής) του Θ/Κ «ΚΙΛΚΙΣ» Παναγής Παπαθεοχάρης. Η “Καθημερινή” τον σημειώνει ιδιαίτερα με τον τίτλο “Ο νεκρός του Παπαθεοχάρη” και γράφει: «Ο νεκρός του Π. Παπαθεοχάρη παραληφθείς εκ Ναυστάθμου υπό των οικείων του μεταφέρθη εις το Αμπελάκι προς ενταφιασμόν.».

                                           Γενικό πένθος

Ενώ, τις επόμενες ημέρες, οι έρευνες για την ανεύρεση πτωμάτων συνεχίζονταν με ατμακάτους και αλιευτικά κι από ξηράς κατά το μήκος της ακτής από Δραπετσώνα μέχρι Πέραμα, κηρύχτηκε γενικό πένθος. Στον Πειραιά υψώθηκαν μεσίστιες οι σημαίες τόσο των πλοίων(πολεμικών και εμπορικών) στο λιμάνι όσο και των δημόσιων και δημοτικών καταστημάτων. Και στο Ναύσταθμο τα πολεμικά πλοία ύψωσαν τις σημαίες τους μεσίστιες, ενώ όλοι οι αξιωματικοί και οι ναύτες επί ένα μήνα έφεραν πένθος στον αριστερό τους βραχίονα. Τέλος απαγορεύτηκαν για λίγες μέρες οι διασκεδάσεις των ναυτών.

Την βαθύτατη οδύνη του για το τραγικό συμβάν εξέφρασε ο Βασιλιάς Γεώργιος ενώ συλλυπητήρια στάλθηκαν στην κυβέρνηση από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, εκ μέρους του στρατού, κι από τους ακόλουθους των εξής πρεσβειών: Αμερικής, Αγγλίας, Γαλλίας , Ιταλίας, Σουηδίας, Βουλγαρίας και Αλβανίας.

Το Υπουργείο των Ναυτικών αποφάσισε να απονείμει γενναία σύνταξη στις οικογένειες των θυμάτων, ενώ οι ναύτες του Ναυστάθμου έκαναν έρανο και συγκέντρωσαν χρήματα που έδωσαν στις οικογένειες των θυμάτων. Για τις άπορες οικογένειες των πνιγέντων έγινε και παμπειραϊκός  έρανος.

Για την εξακρίβωση των αιτίων του δυστυχήματος συστάθηκε ανακριτική επιτροπή αποτελούμενη από τους: Διοικητή του Ναυστάθμου Υποναύαρχο Παπαχρήστο, Διοικητή του Κεντρικού Προγυμναστηρίου Πόρου Υποναύαρχο Κριεζή, Αρχηγό του ΓΕΝ κ. Γέροντα, Διευθυντή της Διοικητικής Υπηρεσίας του Υπουργείου των Ναυτικών Πλοίαρχο Μακκά και τον Άγγλο Υποναύαρχο Γουόρλδ.

Το ρυμουλκό «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» βυθίστηκε σε βάθος 23-25 οργιών. Είχε ναυπηγηθεί στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας προ τριετίας (1920). Ανήκε στον εφοπλιστικό οίκο του Ζαλοκώστα και είχε επιταχθεί από το Ναύσταθμο για την εκτέλεση της συγκοινωνίας Πειραιά-Ναυστάθμου. Η αξία του ανερχόταν σε 3.000.000 δρχ. Κυβερνήτης του «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» ήταν ο Σαλαμίνιος Σπύρος Μυλωνάς που διασώθηκε και, τελικά, κρίθηκε αθώος χωρίς να του καταλογιστούν ευθύνες ή η οποιαδήποτε υπαιτιότητα για το τραγικό ναυάγιο. Το «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» μετά από μεγάλη προσπάθεια του Ναυστάθμου ανελκύστηκε με τη μέθοδο των κενών βαρελιών, με μέριμνα του Αντιπλοιάρχου Μοσχοβάκη.

Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι το ναυάγιο του «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  Ζ» απεικόνισε σε πίνακά του ο ζωγράφος Αριστείδης Κ. Γλύκας (1870-1940), ο οποίος, ως γνωστόν, έχει ζωγραφίσει σε αρκετούς πίνακές του και πλοία Σαλαμινίων. Ο πίνακας, που ανήκε στον συντοπίτη μας πλοιοκτήτη Κωνσταντίνο Φασουλή, παρουσιάζει το «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» να βυθίζεται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και τους ναύτες να παλεύουν με τα κύματα, ενώ ένα δεύτερο καράβι, που σπεύδει προφανώς προς βοήθεια, διακρίνεται στο βάθος. Στο κάτω μέρος του έχει γράψει την ημερομηνία του τραγικού συμβάντος: 10 Μαρτίου 1923. Σήμερα ο πίνακας αυτός του Γλύκα βρίσκεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας του Δήμου Σαλαμίνας, στο οποίο δωρίστηκε από την οικογένεια του Κ. Φασουλή.  

Οι νεκροί του «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ»

Ο αριθμός των νεκρών και των αγνοουμένων ήταν δύσκολο να οριστικοποιηθεί, γιατί, για τα δεδομένα της εποχής, ο μόνος τρόπος ήταν το γενικό προσκλητήριο, όπου και θα καταγράφονταν όλοι αυτοί που έλαβαν άδεια εκείνο το Σάββατο(10 Μαρτίου). Μόνον έτσι θα γινόταν η εξακρίβωση των  μη παρουσιασθέντων. Και πάλι όμως υπήρχε πρόβλημα, γιατί υπήρχαν πολλοί οι οποίοι είχαν διασωθεί αλλά επειδή δεν ήταν τραυματισμένοι δεν μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο για να καταγραφούν αλλά πήγαν στα σπίτια τους και καθυστέρησαν, μέχρι να αναρρώσουν, να επιστρέψουν στην υπηρεσία τους ή έστω να δηλώσουν ότι είναι ζωντανοί κι όχι αγνοούμενοι. Έτσι ενώ το αρχικό ανακοινωθέν(της 10ης Μαρτίου 1923) του Υπουργείου των Ναυτικών μας μιλά για 250 επιβαίνοντες και 150 απολεσθέντες, τις επόμενες ημέρες τα δεδομένα θα αλλάξουν. Στις 12/3 γίνεται η περισυλλογή 105 πτωμάτων(σοβαρά αλλοιωμένων στη μορφή) από τις ακτές της Δραπετσώνας και ο αριθμός των θυμάτων ανεβαίνει στους 358. Στις 13/3 κατεβαίνει στους 343 και στις 19/3 στους 306. Στις 20/3 δημοσιεύεται στον Τύπο επίσημη ανακοίνωση του Υπουργείου που μιλά για 315 θύματα, από τα οποία οι 223 είναι αγνοούμενοι. Εδώ να σημειώσουμε ότι και μέχρι τις 27/3 εκβράζονταν ακόμα πτώματα με αποτέλεσμα άλλα ονόματα που ενώ αρχικά είχαν δηλωθεί ως διασωθέντες δηλώνονταν τελικά ως αγνοούμενοι αλλά και το αντίστροφο, έτσι εξηγείται και η ανωτέρω ρευστότητα. Τελικά, στον κατάλογο, ο οποίος είναι καταρτισμένος σύμφωνα με τα στοιχεία του Ναυτικού, που παραθέτει ο Πλοίαρχος(Ο) Π.Ν. Νικ. Τσαπράζης στο βιβλίο του «Ο Πολεμικός Ναύσταθμος Σαλαμίνος», 1991 (σελ. 216-221), το οποίο είναι έκδοση της Ιστορικής Υπηρεσίας Πολεμικού Ναυτικού, ο αριθμός των νεκρών του «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» “οριστικοποιείται” στους 262.

Ο Διονύσης Αθ. Καλογιάννης




Όπως είδαμε ανωτέρω, από τα επώνυμα του καταλόγου, ανάμεσα στους νεκρούς βρίσκονται και αρκετοί Σαλαμίνιοι. Ένας απ’ αυτούς είναι κι ο Διονύσης Αθ. Καλογιάννης. Η μικρή “ιστορία” του, που θα αναφέρουμε εδώ, είναι, προφανώς, μια από τις πολλές των αδικοχαμένων συμπατριωτών μας. Ο σκοπός όμως αυτού του κειμένου δεν είναι να καταγράψει αναλυτικά όλα αυτά τα οικογενειακά δράματα αλλά να λειτουργήσει, περισσότερο, ως ένα κείμενο μνήμης.

Ο Διονύσης Αθ. Καλογιάννης (1902-1923), αδερφός της γιαγιάς μου Ευαγγελίας Καραντή (1908-2003), ήταν γιος του Αθανασίου Καλογιάννη και της Τριανταφυλλιάς Κοκκινομάλλη. Την περίοδο αυτή (1923) υπηρετούσε τη θητεία του στο θωρηκτό «ΚΙΛΚΙΣ» ως ναύτης καταστρώματος. Την αποφράδα εκείνη ημέρα(10/3/1923) επιβιβάστηκε στο «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» κατόπιν εντολής αξιωματικού του Θ/Κ «ΚΙΛΚΙΣ», για να του φέρει τη στολή από κατάστημα του Πειραιά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συντοπίτη του Κοσμά Μάθεση, που κι αυτός επέβαινε στο «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» και διασώθηκε, ο Δ. Καλογιάννης φοβούμενος τα τεράστια κύματα που χτυπούσαν με ορμή το πλοίο, έφυγε από το κατάστρωμα που βρισκόταν και κατέβηκε στο υπόφραγμα νομίζοντας ότι εκεί θα προφυλαχτεί καλύτερα. Η απόφασή του αυτή αποδείχτηκε μοιραία. Λίγα λεπτά αργότερα  το πλοίο βυθίστηκε ακαριαία συμπαρασύροντας στο βυθό όλους όσους βρίσκονταν στο υπόφραγμά του. Το νήμα της ζωής του Διονύση Αθ. Καλογιάννη κόπηκε στα 21 του χρόνια, εκεί στα νερά της Ψυτάλλειας. Η θάλασσα έγινε ο υγρός τάφος του αφού το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.  
                                                  
                                                            Επίλογος

Η εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» την επομένη του ναυαγίου έγραφε σε σχόλιό της: «…Μαζύ με το πένθος και την φρίκην από την οποίαν γεμίζει την ελληνικήν ψυχήν ο άδικος θάνατος τόσης νεότητος, έρχεται η σκέψις ότι ολίγη πρόνοια, ελαχίστη ευσυνειδησία, στοιχειώδης σεβασμός των κανόνων της ναυσιπλοΐας, μικρά επίβλεψις, και το τρομερόν δυστύχημα δεν θα εσημειούτο. Δεν έχομεν υπ’ όψει  μας ειδικάς ευθύνας και ωρισμένους υπευθύνους, αλλά την περίεργον αντίληψιν την οποίαν έχουν συνήθως όλοι οι Έλληνες ναυτικοί περί του επαγγέλματός των, έτοιμοι να πιασθούν εις πάσαν στιγμήν μέσην με μέσην με όλα τα στοιχεία της θαλάσσης και όποιον πάρη ο χάρος.».

Δυστυχώς τα όσα έγραφε πριν 96 χρόνια η εφημερίδα αποτελούν και σήμερα το ζητούμενο. Τραγική απόδειξη αποτελεί το ναυάγιο του «ΣΑΜΙΝΑ», που στην αυγή του 21ου αιώνα (26-9-2000) στοίχισε τη ζωή σε 80 συνανθρώπους μας...

Τάσος Καραντής

*Τα ιστορικά στοιχεία για το ναυάγιο του «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ζ» αντλήθηκαν από την εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της εποχής (αριθμ. φύλλων 1210-1219 των ημερομηνιών 11-20 Μαρτίου 1923) και από το βιβλίο του Νικολάου Γ. Τσαπράζη (Πλοιάρχου(Ο)Π.Ν.),Ο Πολεμικός Ναύσταθμος Σαλαμίνος, εκδ .Ιστορικής Υπηρεσίας Πολεμικού Ναυτικού, 1991.Τις πληροφορίες για τον Διονύση Αθ. Καλογιάννη μου τις είχε δώσει η γιαγιά μου (αδερφή του) Ευαγγελία Καραντή (1908-2003).Τις πληροφορίες για τον πίνακα του Αρ. Γλύκα μου τις έδωσε ο κ. Γιώργος Φασουλής. Άλλες πληροφορίες σχετικά με το ναυάγιο μου έδωσαν οι αείμνηστοι συμπατριώτες μου Σπύρος Κουτσούκος και Τάκης Μάθεσης και η, αείμνηστη θεία μου, κ. Φιλιά Μπούτση. Τη φωτογραφία του Δ. Καλογιάννη που δημοσιεύεται εδώ, μου την έδωσε ο, αείμνηστος, θείος μου, Θανάσης Γ. Καλογιάννης. Τους ευχαριστώ όλους θερμά. 

*  Στη μνήμη τους, καθώς και  του θύματος του ναυαγίου  Διονύση Αθ.  Καλογιάννη (1902-1923).                                                                
                                                                                                                                      Τ.Κ.