Όταν οι Αθηναίοι έκαναν στο Πέραμα διακοπές...

Πέραμα 1960. Σκηνή από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή»
Διακοπές στο Πέραμα; Κι όμως, στα χρόνια πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτή η πόλη, που σήμερα ταυτίζεται με τη ναυπηγοεπισκευή και τις δεξαμενές πετρελαιοειδών, ήταν «η κατ’ εξοχήν λαϊκή και ανέξοδη εξοχή, [...] ένα ωραίο “Πέρασμα” ανάμεσα απ’ τα πεύκα, το βουνό και τη θάλασσα».
Ακριβώς απέναντι βρίσκεται η Σαλαμίνα, της οποίας οι κάτοικοι φιλοδοξούσαν ότι «θα καταστή αι Σπέτσαι του Σαρωνικού» ή, τέλος πάντων, θα την επέλεγαν περισσότεροι για τις διακοπές τους αντί της Αίγινας και του Πόρου.
-->

Όπως διαβάζουμε σε εφημερίδες της εποχής, η Σαλαμίνα είχε, το 1928, περίπου 7.000 μόνιμους κατοίκους ασχολούμενους με τη γεωργία και τη ναυτιλία. Αρκετοί, πάντως, είχαν γίνει μέτοχοι σε βενζινακάτους που εκτελούσαν τη συγκοινωνία Πειραιά, Σαλαμίνα, Ελευσίνα και Μέγαρα.
Οι βενζινάκατοι αναχωρούσαν από την προβλήτα απέναντι από το Ρολόι, στο Δημαρχείο του Πειραιά (σ.σ. βρισκόταν περίπου στη θέση του σημερινού Πύργου) και πήγαιναν στη Σαλαμίνα, αφού έκαναν μια στάση στο εξοχικό Πέραμα.

Μαγευτική διαδρομή

Πέραμα 1960. Σκηνή από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή»
Αντίθετα, η οδική σύνδεση για το Πέραμα ήταν πολύ δύσκολη, καθώς μετά την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου τελείωναν οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι και άρχιζαν κακοτράχαλοι χωματόδρομοι με μεγάλες λακκούβες. Το κούνημα, εξαιτίας του δρόμου, διαρκούσε σε όλη τη διαδρομή μέχρι που φαίνονταν τα πρώτα σπίτια του συνοικισμού του Περάματος, απ’ όπου ο δρομάκος ήταν σχετικά στρωτός.
Πάντως, η διαδρομή, έξω από τον Αγιο Γεώργιο, στο Κερατσίνι, ήταν μαγευτική. Κατά μήκος της ακτής «άνθρωποι που κολυμβάνε, παιδάκια που ψαρεύουν γαρίδες και μικρόψαρα με τα τσέρκια [σ.σ. μεταλλικά στεφάνια που συγκρατούσαν τα ξύλα των βαρελιών] στα χέρια, τρατάρηδες, που ασχολούνται με το καλάρισμα, βαρκούλες με τα πανάκια τους και βενζινούλες που πηγαινοέρχονται φτύνοντας διαρκώς καπνούς απ’ τις τσιμινιέρες». Απέναντι φαινόταν ο κόλπος της Σαλαμίνας και τα άσπρα χωριά με τις όμορφες βιλίτσες, Παλούκια, Καματερό, Αμπελάκια και Ναύσταθμος.
Εκείνα τα χρόνια, στο Καματερό πήγαιναν για τις καλοκαιρινές διακοπές τους έμποροι και βιομήχανοι του Πειραιά, στα δε Παλούκια πήγαιναν κυρίως «οικογένειαι εργατών και κατωτέρων βαθμοφόρων του Π. Ναυστάθμου».
Πάντως, είχαν ασφαλτοστρωθεί πολλοί δρόμοι του νησιού και οι μετακινήσεις ήταν σχετικά εύκολες από τη Σαλαμίνα προς τη δυτική πλευρά του νησιού μέχρι το Μούλκι, «το οποίον κείται εις τους πρόποδας πευκοσκεπούς λόφου και έχει 25- 30 πενιχρά σπιτάκια» και από εκεί προς άλλες περιοχές.
Ειδικά, για την πόλη της Σαλαμίνας διαβάζουμε ότι τα καλοκαιρινά βράδια οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν στην παραλία, η οποία «ήτο άλλοτε λασπώδης βόρβορος», αλλά είχε πλέον στρωθεί και διαμορφωθεί από το Κοινοτικό Συμβούλιο.
Στην άλλη πλευρά το Πέραμα, το οποίο στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ένα μικρό ψαροχώρι, αλλά άρχισε ν’ αυξάνεται πληθυσμιακά μετά τη μικρασιατική καταστροφή και τη δημιουργία προσφυγικού συνοικισμού.
Ομως, παρέμενε ένας τόπος λαϊκών διακοπών, ιδανικός για κατασκήνωση κάτω από τα πεύκα του όρους Αιγάλεω που έφταναν μέχρι τη θάλασσα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 άρχισαν να μεταφέρονται εκεί διάφορα καρνάγια και ναυπηγεία ξύλινων σκαφών, που μέχρι τότε λειτουργούσαν στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, στο ύψος της περιοχής του Αγίου Διονυσίου.
Μαζί ήρθαν και εγκαταστάθηκαν πολλοί εργαζόμενοι, ξυλουργοί, μαραγκοί, καλαφατάδες και ένα σωρό άλλες ειδικότητες, σχετικές με την ξυλοναυπηγική.
Το 1934 το Πέραμα χαρακτηριζόταν ήδη ως «μια μικροσκοπική βιομηχανική πόλη, που περιβάλλεται όμως από τα πεύκα του όρους Αιγάλεω» και η εφημερίδα «Βραδυνή», σε ένα μεγάλο αφιέρωμα για τα ναυπηγεία του Περάματος, έγραφε χαρακτηριστικά:
«Τα περισσότερα καράβια που διασχίζουν περήφανα τα πέλαγα, που φέρουν την ελληνική σημαία στα πέρατα του κόσμου, εδώ παίρνουν την οριστική τους μορφή, εδώ παίρνουν το χρώμα τους».
Δύο χρόνια νωρίτερα είχε καταφθάσει και η πρώτη εταιρεία πετρελαιοειδών. Ηταν η ολλανδο-βρετανική Shell, που αγόρασε ένα κομμάτι γης και άρχισε να κατασκευάζει τις πρώτες δεξαμενές πετρελαιοειδών. Πολλά χρόνια αργότερα, μετά το 1966, ακολουθούν και άλλες εταιρείες για να κατασκευαστούν, στη διάρκεια της δικτατορίας, συνολικά 114 δεξαμενές πετρελαιοειδών.
Αντίθετα, η ήπια ανάπτυξη, που θα αξιοποιούσε το φυσικό κάλλος της πόλης, είχε εγκαταλειφθεί. Ακόμα και μετά τη λειτουργία του τραμ, τον Ιούλιο του 1936, που συνέδεσε τον Πειραιά με το Πέραμα και διευκόλυνε πολύ τη συγκοινωνία ανάμεσα στις δυο πόλεις, δεν υπήρξε καμία πρωτοβουλία ενίσχυσης του παραθεριστικού τομέα.
Σε ένα δημοσίευμα του 1937 της πειραϊκής εφημερίδας «Χρονογράφος» διαβάζουμε ότι οι φυσικές ομορφιές του Περάματος «δεν είναι σε θέση ν’ αναπληρώσουν ό,τι λείπει».
«Κι εκείνο που λείπει κυρίως απ’ το Πέραμα είναι το επιχειρηματικόν πνεύμα. Δεν υπάρχει εστιατόριον της προκοπής, ένα ξενοδοχείον αντάξιον της τοποθεσίας και εις το οποίον να μπορεί να περάσει κανείς δυο - τρεις ημέρες», εξηγείται στο δημοσίευμα.
Επίσης, παράπονα εκφράζονταν και για την παραλία, όπου υπήρχαν πέτρες και βότσαλα, ενώ θα μπορούσε να καθαριστεί «για να μεταβληθεί σε μίαν από τις καλλίτερες ακρογιαλιές της Αττικής».
Παρόλα αυτά η παραλία του Περάματος χρησιμοποιούνταν για κολύμβηση μέχρι το 1975. Ωστόσο, η άναρχη βιομηχανική ανάπτυξη και η επεκτατική διάθεση του λιμανιού για την εξασφάλιση όλο και περισσότερων χώρων εξαφάνισαν οριστικά το φυσικό κάλλος του δυτικού άκρου της περιοχής του Πειραιά.
Τουλάχιστον, η Σαλαμίνα έχει καταφέρει να... περισώσει ένα μέρος από την ομορφιά της.