Του Σταμάτη Φασουλή από Τα Νέα
Πετάω για Λονδίνο. Έχω πάρει μαζί μου όλον τον Τύπο. Στις τελευταίες τις σελίδες ενημερωτικών περιοδικών- πού θα φάτε, τι θα πιείτε, πού πηδάτε, τι θα δείτε, ποιος λαλάει, πού, τι παίζει, πόσο πάει το τραπέζι- βλέπω κάτι φωτογραφίες τίγκα στο Φωτοσόπ (κατ΄ άλλους Φωτοσόκ) με καλλιτέχνες του λαϊκού πάλκου αλλά και του έντεχνου και της λεγόμενης εναλλακτικής σκηνής που πολύ με ξεκουράζουν, για να μην πω με ξανανιώνουν, αν υφίσταται κάτι τέτοιο, διότι πολλοί το θεωρούν ακατόρθωτο.
Είναι λοιπόν ένας πασίγνωστος άγνωστός μου, τραγουδιστής μάλλον, γιατί κάτω από τη φάτσα του, ή μούρη του αν θέλετε, ή μάπα του, ή κάτω απ΄ τα μούτρα του τέλος πάντων (έχει και μούτρα...) δεν υπάρχει όνομα, διότι δημοφιλέστατος ο πανάγνωστος, αλλά μόνο με λατινικούς χαρακτήρες το ευρωσκυλάδικο όπου (μας) δουλεύει. Είναι δε αυτά τα μούτρα ο γαιοπολιτιστικός χάρτης της Ελλάδος. Καθαρό τέκνο μιας τάξης αισθητικής που έμοιαζε φοβερά με την αισθητική των Αλβανών πολύ πριν μας έλθουν, αφού πολλοί διατείνονται και μάλιστα μετ΄ επιτάσεως ότι αυτού του είδους οι σωματότυποι με τα ανάλογα αξεσουάρ (χτένισμα, βάδισμα, βλέμμα) είχαν ως μόνο τους σκοπό να μας προετοιμάσουν για την έλευση των οικονομικών μεταναστών.
Είναι κάτι γνωστό σε όλους, μάλιστα πολλές φορές δειλά έχει εκφραστεί σε φράσεις όπως «παιδιά, κοίταξτε αυτούς που περιμένουν στη γωνία για δουλειά: ίδιοι οι Έλληνες του ΄50». Φράση βέβαια που δεν ξέρεις αν θέλει να εκφράσει μια οικειότητα μεταφρασμένη επί το ελληνικότερον σε «ούνα φάτσα ούνα ράτσα» ή αν όντως κρύβει ένα έντρομο «σβήστε αυτήν την εικόνα από μπροστά μου, δεν θέλω να με βλέπω έτσι. Μη μου με θυμίζετε». Εγώ πάλι δεν έχω τέτοια διλήμματα. Επειδή Σαλαμίνιος στην καταγωγή και Αρβανίτης αναντάμ παπαντάμ, μόνο μνήμες μού ξυπνάνε αυτά τα πρόσωπα κι ο ήχος της φωνής τους. Μνήμες απ΄ τον τρυφερό κι ολάνθιστο κήπο των παιδικών μου χρόνων στο Αμπελάκι, όπου όλες οι γιαγιάδες μόνο την αλβανική γνωρίζανε, κι από ελληνικά ό,τι έλεγε ο παπάς στην εκκλησία κι αυτά μπασταρδεμένα. «Πού είναι η θεία η Βαγγελιώ γιαγιά;». «Γκα κανόνια Άγιου Χαρίλαμπουρ». Ήθελε να πει «στον Μεγάλο Κανόνα, στον Άγιο Χαράλαμπο».
Πετάμε πάνω απ΄ το Ντόβερ. Η γιαγιά όποτε αργούσε να πάρει γράμμα απ΄ τον άντρα της τον καπετάνιο έλεγε «ντο βντες, ντο βντες». Να θυμηθώ όταν γυρίσω να ρωτήσω τον Θέμο που ΄χουμε στο Θέατρο τι σημαίνει «ντο βντες».
Ξαναγυρνάω στο περιοδικό και στον λαϊκό βάρδο της καταχώρησης του περιοδικού. Καθαρό λοιπόν δείγμα κάτι παλιά ελληνικού κι όμως παντοτινά χαμένου, ο καλλικέλαδος την έχει δει Μανχάταν. Αγνοώντας παντελώς τη ροπή και κλίση του τριχωτού της κεφαλής του, έχει ένα χτένισμα (ναι, χτένισμα θα το πω, γιατί είμαι και σαδιστής τω λόγω) μια κουπ λοιπόν, πολύ 52 δρόμους και Πέμπτη Λεωφόρος γωνία. Ένα βλέμμα δε το αηδόνι της Πειραιώς, που ενώ πήγαινε να γίνει ηδυπαθές και λάγνο μες στην υγρασία απ΄ το πνιγμένο δάκρυ, κατέληγε στο «τώρα βλέφαρο μου ΄χει μπει στο μάτι ή έχει ξεπέσει ξέμπαρκη καμιά τσίμπλα;». Στο χαμόγελο όμως παίζονται όλα. Έχει σηκώσει το ίνδαλμα λίγο το πάνω χείλι αριστερά σε στυλ «Να σ΄ τον δαγκώσω τον απαγορευμένο τον καρπό σου; Ή να σου βιδώσω ένα γλωσσόφιλο;». Αλλά επειδή το χει σηκώσει άτσαλα το χείλος, φαίνεται σαν να λέει «μη ρε, αφού σου λέω είμαι σιχασάρης. Δεν τις μπορώ τις μπάμιες, έχουνε σάλια». Αυτά το ύφος. Καλά, για το ντύσιμο δεν το συζητάω. Άνοιξε η καρδιά μου. Η οποία και αμέσως μετά στη διπλανή σελίδα σφίχτηκε αρκούντως, όταν στη θέση τής επόμενης καταχώρησης ήρθα φάτσα με φάτσα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Σε διαφημιστικό της παράστασης με βλέπω, εμένα τώρα ε;- το πρώην παιδί απ΄ τη Σαλαμίνα ντυμένο με μια τινίκ, κάτι τακούνια, κάτι γιαλούμπες, και μια τσάντα Σανέλ του κερατά. Και λέω, ο τραγουδιστής μου έφταιξε, τα χάλια μου δεν τα βλέπω; Αν αυτός είναι Λένορμαν και Φίφθ Άβενιου γωνία, εγώ από πού τολμάω και μιλάω; Από Τραφάλγκαρ Κούλουρη και Νάιτσμπριτζ Παλούκια; Που έχω να πατήσω στο χωριό απ΄ τις εκλογές; Είναι και το σπίτι μόνο του εκεί πέρα, κανένας δεν τ΄ ανοίγει. Ρημάζει στον χρόνο. Έπεσε κι ο φοίνικας...
Μόνο η μητέρα μου ξεχασμένη στην πλαγιά του λόφου δίνει τα χρώματα στις άγριες ανεμώνες. Πρέπει να δέσω τη ζώνη. Προσγειωνόμαστε... έπεσε κι ο φοίνικας... Για να διασκεδάσω τον Φόβο, παραφράζω τον τελευταίο χρησμό του μαντείου επί το κωμικόν. «Είπατε τω Φασουλή χαμαί πέσε φοίνικας αυλά... απέσβετο δε και λάλον ύδωρ». Το τράνταγμα από τις ρόδες στον διάδρομο με προσγειώνει. Ομαλώς. Προς το παρόν. Τι να σημαίνει «ντο βντες»;
Καλή Ανάσταση.
Πετάω για Λονδίνο. Έχω πάρει μαζί μου όλον τον Τύπο. Στις τελευταίες τις σελίδες ενημερωτικών περιοδικών- πού θα φάτε, τι θα πιείτε, πού πηδάτε, τι θα δείτε, ποιος λαλάει, πού, τι παίζει, πόσο πάει το τραπέζι- βλέπω κάτι φωτογραφίες τίγκα στο Φωτοσόπ (κατ΄ άλλους Φωτοσόκ) με καλλιτέχνες του λαϊκού πάλκου αλλά και του έντεχνου και της λεγόμενης εναλλακτικής σκηνής που πολύ με ξεκουράζουν, για να μην πω με ξανανιώνουν, αν υφίσταται κάτι τέτοιο, διότι πολλοί το θεωρούν ακατόρθωτο.
Είναι λοιπόν ένας πασίγνωστος άγνωστός μου, τραγουδιστής μάλλον, γιατί κάτω από τη φάτσα του, ή μούρη του αν θέλετε, ή μάπα του, ή κάτω απ΄ τα μούτρα του τέλος πάντων (έχει και μούτρα...) δεν υπάρχει όνομα, διότι δημοφιλέστατος ο πανάγνωστος, αλλά μόνο με λατινικούς χαρακτήρες το ευρωσκυλάδικο όπου (μας) δουλεύει. Είναι δε αυτά τα μούτρα ο γαιοπολιτιστικός χάρτης της Ελλάδος. Καθαρό τέκνο μιας τάξης αισθητικής που έμοιαζε φοβερά με την αισθητική των Αλβανών πολύ πριν μας έλθουν, αφού πολλοί διατείνονται και μάλιστα μετ΄ επιτάσεως ότι αυτού του είδους οι σωματότυποι με τα ανάλογα αξεσουάρ (χτένισμα, βάδισμα, βλέμμα) είχαν ως μόνο τους σκοπό να μας προετοιμάσουν για την έλευση των οικονομικών μεταναστών.
Είναι κάτι γνωστό σε όλους, μάλιστα πολλές φορές δειλά έχει εκφραστεί σε φράσεις όπως «παιδιά, κοίταξτε αυτούς που περιμένουν στη γωνία για δουλειά: ίδιοι οι Έλληνες του ΄50». Φράση βέβαια που δεν ξέρεις αν θέλει να εκφράσει μια οικειότητα μεταφρασμένη επί το ελληνικότερον σε «ούνα φάτσα ούνα ράτσα» ή αν όντως κρύβει ένα έντρομο «σβήστε αυτήν την εικόνα από μπροστά μου, δεν θέλω να με βλέπω έτσι. Μη μου με θυμίζετε». Εγώ πάλι δεν έχω τέτοια διλήμματα. Επειδή Σαλαμίνιος στην καταγωγή και Αρβανίτης αναντάμ παπαντάμ, μόνο μνήμες μού ξυπνάνε αυτά τα πρόσωπα κι ο ήχος της φωνής τους. Μνήμες απ΄ τον τρυφερό κι ολάνθιστο κήπο των παιδικών μου χρόνων στο Αμπελάκι, όπου όλες οι γιαγιάδες μόνο την αλβανική γνωρίζανε, κι από ελληνικά ό,τι έλεγε ο παπάς στην εκκλησία κι αυτά μπασταρδεμένα. «Πού είναι η θεία η Βαγγελιώ γιαγιά;». «Γκα κανόνια Άγιου Χαρίλαμπουρ». Ήθελε να πει «στον Μεγάλο Κανόνα, στον Άγιο Χαράλαμπο».
Πετάμε πάνω απ΄ το Ντόβερ. Η γιαγιά όποτε αργούσε να πάρει γράμμα απ΄ τον άντρα της τον καπετάνιο έλεγε «ντο βντες, ντο βντες». Να θυμηθώ όταν γυρίσω να ρωτήσω τον Θέμο που ΄χουμε στο Θέατρο τι σημαίνει «ντο βντες».
Ξαναγυρνάω στο περιοδικό και στον λαϊκό βάρδο της καταχώρησης του περιοδικού. Καθαρό λοιπόν δείγμα κάτι παλιά ελληνικού κι όμως παντοτινά χαμένου, ο καλλικέλαδος την έχει δει Μανχάταν. Αγνοώντας παντελώς τη ροπή και κλίση του τριχωτού της κεφαλής του, έχει ένα χτένισμα (ναι, χτένισμα θα το πω, γιατί είμαι και σαδιστής τω λόγω) μια κουπ λοιπόν, πολύ 52 δρόμους και Πέμπτη Λεωφόρος γωνία. Ένα βλέμμα δε το αηδόνι της Πειραιώς, που ενώ πήγαινε να γίνει ηδυπαθές και λάγνο μες στην υγρασία απ΄ το πνιγμένο δάκρυ, κατέληγε στο «τώρα βλέφαρο μου ΄χει μπει στο μάτι ή έχει ξεπέσει ξέμπαρκη καμιά τσίμπλα;». Στο χαμόγελο όμως παίζονται όλα. Έχει σηκώσει το ίνδαλμα λίγο το πάνω χείλι αριστερά σε στυλ «Να σ΄ τον δαγκώσω τον απαγορευμένο τον καρπό σου; Ή να σου βιδώσω ένα γλωσσόφιλο;». Αλλά επειδή το χει σηκώσει άτσαλα το χείλος, φαίνεται σαν να λέει «μη ρε, αφού σου λέω είμαι σιχασάρης. Δεν τις μπορώ τις μπάμιες, έχουνε σάλια». Αυτά το ύφος. Καλά, για το ντύσιμο δεν το συζητάω. Άνοιξε η καρδιά μου. Η οποία και αμέσως μετά στη διπλανή σελίδα σφίχτηκε αρκούντως, όταν στη θέση τής επόμενης καταχώρησης ήρθα φάτσα με φάτσα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Σε διαφημιστικό της παράστασης με βλέπω, εμένα τώρα ε;- το πρώην παιδί απ΄ τη Σαλαμίνα ντυμένο με μια τινίκ, κάτι τακούνια, κάτι γιαλούμπες, και μια τσάντα Σανέλ του κερατά. Και λέω, ο τραγουδιστής μου έφταιξε, τα χάλια μου δεν τα βλέπω; Αν αυτός είναι Λένορμαν και Φίφθ Άβενιου γωνία, εγώ από πού τολμάω και μιλάω; Από Τραφάλγκαρ Κούλουρη και Νάιτσμπριτζ Παλούκια; Που έχω να πατήσω στο χωριό απ΄ τις εκλογές; Είναι και το σπίτι μόνο του εκεί πέρα, κανένας δεν τ΄ ανοίγει. Ρημάζει στον χρόνο. Έπεσε κι ο φοίνικας...
Μόνο η μητέρα μου ξεχασμένη στην πλαγιά του λόφου δίνει τα χρώματα στις άγριες ανεμώνες. Πρέπει να δέσω τη ζώνη. Προσγειωνόμαστε... έπεσε κι ο φοίνικας... Για να διασκεδάσω τον Φόβο, παραφράζω τον τελευταίο χρησμό του μαντείου επί το κωμικόν. «Είπατε τω Φασουλή χαμαί πέσε φοίνικας αυλά... απέσβετο δε και λάλον ύδωρ». Το τράνταγμα από τις ρόδες στον διάδρομο με προσγειώνει. Ομαλώς. Προς το παρόν. Τι να σημαίνει «ντο βντες»;
Καλή Ανάσταση.