Mετρήσεις που πραγματοποίησαν το τελευταίο διάστημα επιστημονικά κλιμάκια του ΠΕΡΠΑ, του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών και του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών χτυπούν καμπανάκι κινδύνου.
H σημερινή κατάστασή του απέχει πολύ από αυτή που επικρατούσε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, τότε που όλη η θαλάσσια περιοχή από την Ελευσίνα έως το Σούνιο ήταν νεκρή από κάθε είδους ζωή, εκτός από τα παθογόνα μικρόβια. Όμως απέχει, δυστυχώς, και από την πολύ ικανοποιητική εικόνα που παρουσίαζε η θάλασσα την περίοδο 1994 - 2000», λένε οι ερευνητές. «Βεβαίως», αναφέρει δίνοντας μια νότα αισιοδοξίας ο μαθηματικός - ωκεανογράφος του ΕΛΚΕΘΕ κ. Γιώργος Τριανταφύλλου, «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Σαρωνικός Κόλπος έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι διαθέτει, σε κάποιο βαθμό, μηχανισμούς αυτοάμυνας, καθώς είναι βαθύς, ανοικτός κόλπος και διαπερνάται από ρεύματα».
Τα απόβλητα.
Τα τελευταία (Ιανουάριος 2005) στοιχεία του ΠΕΡΠΑ έδειξαν ότι τις σημαντικότερες επιπτώσεις στην οικολογική τους κατάσταση υφίστανται οι βιοκοινωνίες της Ψυττάλειας και του Κερατσινίου, του Κόλπου της Ελευσίνας και της δυτικής λεκάνης (κοντά στη Σαλαμίνα).
Εκεί παρατηρήθηκε μείωση του οξυγόνου και φαινόμενα ευτροφισμού σε βάθος 90 μέτρων - συνθήκες στις οποίες δεν μπορούν να ζήσουν τα ψάρια. Ειδικά στην περιοχή της Ελευσίνας καταλήγουν μη επεξεργασμένα βιομηχανικά απόβλητα από 1.000 βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Αυτά επιβαρύνουν με επικίνδυνες - ακόμα και καρκινογόνες - ουσίες τη θάλασσα. Απόβλητα ναυπηγείων, μονάδων σιδήρου και χάλυβα, εγκαταστάσεων διύλισης πετρελαίου, τσιμέντου, χαρτοβιομηχανιών και μονάδων παραγωγής απορρυπαντικών και τροφίμων ρυπαίνουν συνεχώς τον Σαρωνικό.
Τα φυτοφάρμακα.
Ανοιχτή πληγή αποτελούν και τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων που ανιχνεύτηκαν στη περιοχή μεταξύ Ελευσίνας και Σαλαμίνας, τα οποία προφανώς έφτασαν εκεί μέσω των ρεμάτων. Όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, οι πολλές και έντονες βροχοπτώσεις των τελευταίων ετών και οι πολλές καμένες δασικές εκτάσεις είχαν ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν τα ρέματα, να είναι ορμητικά και να διοχετεύουν μεγάλες ποσότητες νερών (με ίχνη φυτοφαρμάκων από γεωργικές εκτάσεις) στη θάλασσα.
Ωστόσο, αυτό που προβληματίζει ακόμα περισσότερο τους επιστήμονες είναι τα παθογόνα μικρόβια που ανιχνεύτηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά - από το Πέραμα και το Κερατσίνι έως το Νέο Φάληρο. «Τα εξετάζουμε με προσοχή. Είναι άγνωστο από πού προήλθαν», συμπληρώνουν.
Ρύπανση στις ακτές λουομένων
Ο μεγαλύτερος εχθρός του Σαρωνικού είναι τα βαρέα μέταλλα (μόλυβδος, κάδμιο, χρώμιο κ.λπ.) που απειλούν κάθε είδος θαλάσσιας ζωής και μεταφέρονται και στην τροφική αλυσίδα. Χαρακτηριστικό της ρύπανσης από αυτά είναι το γεγονός ότι οι μετρήσεις που έγιναν στην ακτογραμμή από τον Άγιο Διονύσιο ως το Έδεμ Παλαιού Φαλήρου (παραλία στην οποία κάνουν μπάνιο κάθε καλοκαίρι χιλιάδες λουόμενοι) κατέδειξαν πως υπάρχουν, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, υπερβάσεις ακόμη και 87% των επιτρεπομένων ορίων μολύβδου στα ιζήματα του βυθού. Τα στοιχεία προέρχονται από την έκθεση «Ζητήματα προτεραιότητας στο μεσογειακό περιβάλλον» (EEA Report No 4) που συνέταξαν ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (European Environment Agency EEA) και το Μεσογειακό Σχέδιο Δράσης του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών .
Ο Σαρωνικός Κόλπος διαθέτει, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον πιο βρώμικο βυθό σε όλη τη Μεσόγειο.
Ο θαλάσσιος πυθμένας του Σαρωνικού παρουσιάζει τον μεγαλύτερο αριθμό στερεών απορριμμάτων (251 ανά 1.000 τ.μ.), όταν ο μέσος όρος στην Ελλάδα είναι 15 απορρίμματα. Κάποια από αυτά είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο - βρέθηκαν ακόμα και βαρέλια με υπολείμματα από έλαια αυτοκινήτου. Η πιο βρώμικη περιοχή του Σαρωνικού μάλιστα εντοπίζεται κοντά στη νησίδα Άγιος Γεώργιος, απέναντι από την Παλαιά Φώκαια. Εκεί εντοπίζεται ο μεγαλύτερος αριθμός στερεών απορριμμάτων (251 ανά 1.000 τ.μ.), όπως προκύπτει από την έρευνα σε 59 ακτές (βάθους από 0 έως 25 μέτρα) που πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Ζωολογίας - Θαλάσσιας Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με επικεφαλής τον λέκτορα κ. Στέλιο Κατσανεβάκη.
Μειώθηκε στο 70% ο πληθυσμός των ψαριών που ζούσαν πριν από 5 χρόνια
Ως δείκτη για την ποιότητα των νερών οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Αθηνών χρησιμοποιούν το σύνολο των φυτών και ζώων που ζουν στον βυθό. Κατέγραψαν λοιπόν ότι «είδη όπως ο σκορπιός, ο σαλούβαρδος, τα μπαρμπούνια, οι λίχνοι, η στύρα, οι λείτσες, ακόμα και οι σχετικά ανθεκτικοί ροφοί, οι μπακαλιάροι, τα λυθρίνια, οι κουτσομούρες, μειώνονται. Ο σημερινός πληθυσμός τους υπολογίζεται στο 70% - 80% του αντίστοιχου πληθυσμού πριν από 4 ή 5 χρόνια. Τα μόνα είδη που διατηρούν τις πληθυσμικές... δυνάμεις τους είναι τα θράψαλα και οι μοσχιοί».
«Μέχρι το 1994 όλα τα λύματα του Λεκανοπεδίου ουσιαστικά "χύνονταν" ανεξέλεγκτα στο Κερατσίνι. Οι ρύποι εξαπολύονταν από τους οχετούς και "κυκλοφορούσαν" στην επιφάνεια της θάλασσας. Μετά τη λειτουργία του βιολογικού καθαρισμού οι ρύποι διαχέονται σε μεγαλύτερο βάθος και αρκετά μακρύτερα», επισημαίνουν οι ερευνητές του ΕΛΚΕΘΕ οι οποίοι μελέτησαν επί μακρόν τις επιπτώσεις στις κοινωνίες φυτών και ψαριών εξαιτίας της λειτουργίας του εργοστασίου βιολογικού καθαρισμού. «Ταυτόχρονα με τη λειτουργία της Ψυττάλειας παρατηρήθηκε βελτίωση των φυκιών που ζουν στα βράχια των νότιων ακτών της Σαλαμίνας σε βάθος έως και ένα μέτρο. Τα επεξεργασμένα λύματα είναι πλέον στα βαθιά και δεν επηρεάζουν τα φύκη παρά μόνο τον χειμώνα λόγω των ανέμων».
«Όμως», συμπληρώνουν, «οι βιοκοινωνίες των ζώων που ζουν στον βυθό (οι μετρήσεις έγιναν στα 20-90 μέτρα), παρουσιάζουν ξαφνικά διαταραχές που είναι περισσότερες όσο πιο κοντά βρίσκονται αυτά στην Ψυττάλεια».
Χρήστος Μανωλάς
http://eco-aegina.blogspot.com/2010/06/sos.html
egialos.blogspot.com/
H σημερινή κατάστασή του απέχει πολύ από αυτή που επικρατούσε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, τότε που όλη η θαλάσσια περιοχή από την Ελευσίνα έως το Σούνιο ήταν νεκρή από κάθε είδους ζωή, εκτός από τα παθογόνα μικρόβια. Όμως απέχει, δυστυχώς, και από την πολύ ικανοποιητική εικόνα που παρουσίαζε η θάλασσα την περίοδο 1994 - 2000», λένε οι ερευνητές. «Βεβαίως», αναφέρει δίνοντας μια νότα αισιοδοξίας ο μαθηματικός - ωκεανογράφος του ΕΛΚΕΘΕ κ. Γιώργος Τριανταφύλλου, «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Σαρωνικός Κόλπος έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι διαθέτει, σε κάποιο βαθμό, μηχανισμούς αυτοάμυνας, καθώς είναι βαθύς, ανοικτός κόλπος και διαπερνάται από ρεύματα».
Τα απόβλητα.
Τα τελευταία (Ιανουάριος 2005) στοιχεία του ΠΕΡΠΑ έδειξαν ότι τις σημαντικότερες επιπτώσεις στην οικολογική τους κατάσταση υφίστανται οι βιοκοινωνίες της Ψυττάλειας και του Κερατσινίου, του Κόλπου της Ελευσίνας και της δυτικής λεκάνης (κοντά στη Σαλαμίνα).
Εκεί παρατηρήθηκε μείωση του οξυγόνου και φαινόμενα ευτροφισμού σε βάθος 90 μέτρων - συνθήκες στις οποίες δεν μπορούν να ζήσουν τα ψάρια. Ειδικά στην περιοχή της Ελευσίνας καταλήγουν μη επεξεργασμένα βιομηχανικά απόβλητα από 1.000 βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Αυτά επιβαρύνουν με επικίνδυνες - ακόμα και καρκινογόνες - ουσίες τη θάλασσα. Απόβλητα ναυπηγείων, μονάδων σιδήρου και χάλυβα, εγκαταστάσεων διύλισης πετρελαίου, τσιμέντου, χαρτοβιομηχανιών και μονάδων παραγωγής απορρυπαντικών και τροφίμων ρυπαίνουν συνεχώς τον Σαρωνικό.
Τα φυτοφάρμακα.
Ανοιχτή πληγή αποτελούν και τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων που ανιχνεύτηκαν στη περιοχή μεταξύ Ελευσίνας και Σαλαμίνας, τα οποία προφανώς έφτασαν εκεί μέσω των ρεμάτων. Όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, οι πολλές και έντονες βροχοπτώσεις των τελευταίων ετών και οι πολλές καμένες δασικές εκτάσεις είχαν ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν τα ρέματα, να είναι ορμητικά και να διοχετεύουν μεγάλες ποσότητες νερών (με ίχνη φυτοφαρμάκων από γεωργικές εκτάσεις) στη θάλασσα.
Ωστόσο, αυτό που προβληματίζει ακόμα περισσότερο τους επιστήμονες είναι τα παθογόνα μικρόβια που ανιχνεύτηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά - από το Πέραμα και το Κερατσίνι έως το Νέο Φάληρο. «Τα εξετάζουμε με προσοχή. Είναι άγνωστο από πού προήλθαν», συμπληρώνουν.
Ρύπανση στις ακτές λουομένων
Ο μεγαλύτερος εχθρός του Σαρωνικού είναι τα βαρέα μέταλλα (μόλυβδος, κάδμιο, χρώμιο κ.λπ.) που απειλούν κάθε είδος θαλάσσιας ζωής και μεταφέρονται και στην τροφική αλυσίδα. Χαρακτηριστικό της ρύπανσης από αυτά είναι το γεγονός ότι οι μετρήσεις που έγιναν στην ακτογραμμή από τον Άγιο Διονύσιο ως το Έδεμ Παλαιού Φαλήρου (παραλία στην οποία κάνουν μπάνιο κάθε καλοκαίρι χιλιάδες λουόμενοι) κατέδειξαν πως υπάρχουν, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, υπερβάσεις ακόμη και 87% των επιτρεπομένων ορίων μολύβδου στα ιζήματα του βυθού. Τα στοιχεία προέρχονται από την έκθεση «Ζητήματα προτεραιότητας στο μεσογειακό περιβάλλον» (EEA Report No 4) που συνέταξαν ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (European Environment Agency EEA) και το Μεσογειακό Σχέδιο Δράσης του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών .
Ο Σαρωνικός Κόλπος διαθέτει, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον πιο βρώμικο βυθό σε όλη τη Μεσόγειο.
Ο θαλάσσιος πυθμένας του Σαρωνικού παρουσιάζει τον μεγαλύτερο αριθμό στερεών απορριμμάτων (251 ανά 1.000 τ.μ.), όταν ο μέσος όρος στην Ελλάδα είναι 15 απορρίμματα. Κάποια από αυτά είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο - βρέθηκαν ακόμα και βαρέλια με υπολείμματα από έλαια αυτοκινήτου. Η πιο βρώμικη περιοχή του Σαρωνικού μάλιστα εντοπίζεται κοντά στη νησίδα Άγιος Γεώργιος, απέναντι από την Παλαιά Φώκαια. Εκεί εντοπίζεται ο μεγαλύτερος αριθμός στερεών απορριμμάτων (251 ανά 1.000 τ.μ.), όπως προκύπτει από την έρευνα σε 59 ακτές (βάθους από 0 έως 25 μέτρα) που πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Ζωολογίας - Θαλάσσιας Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με επικεφαλής τον λέκτορα κ. Στέλιο Κατσανεβάκη.
Μειώθηκε στο 70% ο πληθυσμός των ψαριών που ζούσαν πριν από 5 χρόνια
Ως δείκτη για την ποιότητα των νερών οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Αθηνών χρησιμοποιούν το σύνολο των φυτών και ζώων που ζουν στον βυθό. Κατέγραψαν λοιπόν ότι «είδη όπως ο σκορπιός, ο σαλούβαρδος, τα μπαρμπούνια, οι λίχνοι, η στύρα, οι λείτσες, ακόμα και οι σχετικά ανθεκτικοί ροφοί, οι μπακαλιάροι, τα λυθρίνια, οι κουτσομούρες, μειώνονται. Ο σημερινός πληθυσμός τους υπολογίζεται στο 70% - 80% του αντίστοιχου πληθυσμού πριν από 4 ή 5 χρόνια. Τα μόνα είδη που διατηρούν τις πληθυσμικές... δυνάμεις τους είναι τα θράψαλα και οι μοσχιοί».
«Μέχρι το 1994 όλα τα λύματα του Λεκανοπεδίου ουσιαστικά "χύνονταν" ανεξέλεγκτα στο Κερατσίνι. Οι ρύποι εξαπολύονταν από τους οχετούς και "κυκλοφορούσαν" στην επιφάνεια της θάλασσας. Μετά τη λειτουργία του βιολογικού καθαρισμού οι ρύποι διαχέονται σε μεγαλύτερο βάθος και αρκετά μακρύτερα», επισημαίνουν οι ερευνητές του ΕΛΚΕΘΕ οι οποίοι μελέτησαν επί μακρόν τις επιπτώσεις στις κοινωνίες φυτών και ψαριών εξαιτίας της λειτουργίας του εργοστασίου βιολογικού καθαρισμού. «Ταυτόχρονα με τη λειτουργία της Ψυττάλειας παρατηρήθηκε βελτίωση των φυκιών που ζουν στα βράχια των νότιων ακτών της Σαλαμίνας σε βάθος έως και ένα μέτρο. Τα επεξεργασμένα λύματα είναι πλέον στα βαθιά και δεν επηρεάζουν τα φύκη παρά μόνο τον χειμώνα λόγω των ανέμων».
«Όμως», συμπληρώνουν, «οι βιοκοινωνίες των ζώων που ζουν στον βυθό (οι μετρήσεις έγιναν στα 20-90 μέτρα), παρουσιάζουν ξαφνικά διαταραχές που είναι περισσότερες όσο πιο κοντά βρίσκονται αυτά στην Ψυττάλεια».
Χρήστος Μανωλάς
http://eco-aegina.blogspot.com/2010/06/sos.html
egialos.blogspot.com/