O M.M. είναι ηθοποιός. Αυτή την εποχή περιοδεύει με την
παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Περικλής» του Ουίλιαμ Σέξπιρ, σε
σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά. Γράφει για την Σαλαμίνα και τους ανθρώπους της.
Απο την AthensVoice
Ακούστε τώρα μερικά ονόματα. Είναι οι εξής: Ο Αλέξης Θεοχάρης, ο συμφοιτητής μου στο ΕΜΠ που με έφερε σε επαφή και σκηνοθέτησε την πρώτη μου παράσταση μαζί τους, την «Ποντικοπαγίδα», ο Νίκος Πάλλας, η ψυχή της Θεατρικής Ομάδας Κούλουρη (ΘΟΚ), και η φίλη του η Ρένα Σοφουλάκη· ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος, ο μέντοράς μου αργότερα στο θέατρο, που με βοήθησε στις εισαγωγικές μου στη δραματική σχολή και σκηνοθέτησε την τελευταία μου παράσταση εκεί, τα τρία μονόπρακτα –«Βέρα», «Ο Πανηγυρικός» και «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού»–, ο Προκοπάκης ο Σοφράς, ο πρώην χοντρός, και ο ξάδερφος και συνονόματός του ο νυν και αεί ψηλός Σοφράς Προκόπης·
ο Γιώργος Φράγκος ο γλυκούλης μου, η αδερφή του η Λένια Φράγκου και ο φίλος της ο καλλιτέχνης ο Κυριάκος Μπούτσης· ο ξάδερφός του ο Σωτήρης Μπούτσης, καρδιά μεγάλη σαν του μικρού παιδιού, και η γυναίκα του η Έφη, παρομοίως· ο Σωτηράκης ο Λουκάς, που δούλευε τότε στα εισιτήρια των φεριμπότ, φύλακας του νησιού, και η φίλη του η Πελαγία Πάλλα· ο Πέτρος ο Σοφράς, ο υπερπληθωρικός, που σκηνοθέτησε το «Δεν Πληρώνω, Δεν Πληρώνω», ο Χρήστος Κουτσούκος, ο Χρήστος Μυλωνάς, ο Λένης Σταμάτης, η εξωτική μας και αξέχαστη η Μαριάννα η Κριτσίκη και, οπωσδήποτε, η αδελφή μου η Μαρία, μπρος εγώ και πίσω αυτή στο κόκκινο παπί μου, για τη διαδρομή Βύρωνας-Κούλουρη διαμέσου Πέτρου Ράλλη, Παλουκίων και Περάματος, δύο με τρεις φορές την εβδομάδα, μέχρι να αποφοιτήσω από το ΕΜΠ και ένα χρόνο πριν τις εισαγωγικές μου στη δραματική σχολή. Α, και η Κουρέλα, η σκυλίτσα της ομάδας, ράτσας γκριφόν με ερωτηματικό.
Αυτοί, όλοι αυτοί, είναι για μένα η Σαλαμίνα. Αυτοί οι ίδιοι, αλλά και ό,τι έκανα μαζί τους. Από τις πρόβες μας στα Αλώνια, στο παλιό, το κουλουριώτικο το σπίτι με αυλή, που είχαν νοικιάσει, μέχρι τις παραστάσεις μας στον κινηματογράφο «Αττικόν» κι αργότερα στο γυμναστήριο του γυμνασίου. Κι από τα γλέντια και τις διανυκτερεύσεις μας στο εξοχικό του Πάλλα στο Μπατσί, με το παλιό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου –Άγιος Νικόλαος ο Νέος, 14ος αιών, γιορτάζει στις 9 Μαΐου, εντάξει, Νίκο;– μέχρι τους πρωινούς καφέδες μας στο σπίτι των Σοφράδων με την μπανανιά, μπρος στη Μεγάλη Σκάλα – πού ’σαι, Προκόπη, χάθηκες!
Μαζί τους συνευρέθηκα στη ΘΟΚ, τη θεατρική ερασιτεχνική ομάδα τους, που έζησε πλήρως αυτόνομη και απολύτως αυτοδιαχειριζόμενη μια ολόκληρη δεκαετία. Τώρα, στην εποχή της κρίσης, όλη αυτή η ιστορία μού φαντάζει, εκτός των άλλων, και σαν μια πρωθύστερη άσκηση για συλλογικότητα. Σαν να το υποψιαζόντουσαν οι Κουλουριώτες φίλοι μου, τα πρώην προσκοπάκια, αυτό που θα μας τύχαινε κοντά τριάντα χρόνια αργότερα και κάπως θέλησαν να προετοιμαστούν. Σαν από ένστικτο, όχι από πεποίθηση, όχι συνειδητά, αλλά γιατί έτσι το θέλησαν, γιατί έτσι τους τη σβούριξε, έτσι, για να μη φάνε τη νεότητά τους μες στις καφετέριες, για τη χαρά του παιχνιδιού, έτσι, αυθαίρετα. Πού αλλού; Μες στο νησί της πολεοδομικής αυθαιρεσίας.
Έτσι την ήξερα κι εγώ τη Σαλαμίνα μέχρι τότε. Μόνο που τώρα, εκείνα τα αυτοσχέδια αυθαίρετα από τσιμεντόλιθους και λαμαρίνα, που φτιάχτηκαν για να στεγάσουν την ανάγκη των φτωχών κατοίκων των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά για λίγα καλοκαιρινά λουτρά και που εμείς, οι λίγο πιο υπερόπτες Αθηναίοι, τόσο εύκολα περιφρονούσαμε, τώρα μου φαίνονται κουκλίστικα, μου φαίνονται σαν αποσπάσματα από πίνακες λαϊκής ζωγραφικής, μπροστά στα νόμιμα των δήθεν ημιυπαιθρίων που τόσο αυθαίρετα ξεφύτρωσαν σε όλη την Ελλάδα, στο διάστημα της δανεικής, της ύπουλης και της πλαστής ευμάρειας. Την ίδια την Ελλάδα μού θυμίζει τώρα η Σαλαμίνα, σαν να είναι η μικρογραφία της, σαν και η χώρα μας να είναι τώρα το αυθαίρετο νησί που το χτυπούν τα κύματα της υπερόπτριας και δήθεν θυμωμένης Δύσης.
Έτσι την ήξερα κι εγώ τη Σαλαμίνα μέχρι τότε. Όμως με τα παιδιά της ΘΟΚ την έμαθα κι αλλιώς. Αυτοί τα ξέρανε τα μυστικά τα μέρη, και εννοώ όχι απαραίτητα τα μέρη τα κρυφά και τα δυσπρόσιτα, αλλά τα μέρη που έχουν μυστικά. Ε, αυτοί τα ξέρανε τα μυστικά τους. Βόλτες, λοιπόν, με τις μοτοσικλέτες μας συνέχεια, σε όλο το νησί, από το σπίτι του Σικελιανού στην παραλία της Φανερωμένης, με εκείνο το μοναχικό αρμυρίκι στην αυλή του, μέχρι το φάρο τον παλιό, τον πέτρινο, στο νοτιότερο ακρωτήρι του νησιού, δίπλα από τις Κολώνες. Κι απ’ τους απογευματινούς καφέδες στην καφετερία του Κωστάκη πλάι στο καρνάγιο μέχρι και τις διαδρομές μας προς τα Αμπελάκια και την Κυνοσούρα, με το διαλυτήριο των πλοίων και τον τύμβο των αρχαίων Σαλαμινομάχων. Μου είπαν πως, όχι πολύ παλιά, την εποχή που κατασκευάζονταν οι εγκαταστάσεις μιας εταιρείας εκεί δίπλα, οι εκσκαφείς και οι μπουλντόζες πέταγαν στα μπάζα ολόκληρα κομμάτια από μαρμάρινες αρχαίες λάρνακες. Δεν θα ’ξεραν, φαίνεται, οι άνθρωποι. Άλλωστε πού να ξέρουν, ποιος να τους το πει; Και πού να τρέξουν να ρωτήσουν; Είχαν δουλειές αυτοί...
Μόλις έμπαινε το φθινόπωρο, παίρναμε άδεια και οδηγίες απ’ το δασαρχείο και ανεβαίναμε ψηλά, στον Αϊ-Νικόλα τα Λεμόνια. Και με τα αλυσοπρίονα κόβαμε ξύλα για το τζάκι της ομάδας. Πολυτεχνήτες ήτανε οι φίλοι μου. Τα σκηνικά τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι, κι από κοντά τους έμαθα κι εγώ σιγά-σιγά να πιάνουνε τα χέρια μου. Μέχρι και χειροποίητη κονσόλα φώτων είχαν φτιάξει μόνοι τους, οι αθεόφοβοι, μέχρι και χειροκίνητη περιστρεφόμενη σκηνή. Το θέατρο ήτανε κάπως σαν η αφορμή για να μπορούν να διοχετεύουν δημιουργικά την ενεργητικότητά τους. Αλλά και μια ευκαιρία να συναντηθούν, για να γνωρίσουνε μαζί τον τόπο τους.
Στο λόφο, πάνω ακριβώς απ’ τα Κανάκια, ρεμβάζαμε το ηλιοβασίλεμα, με θέα κατευθείαν στον Ισθμό απέναντι, στην Κόρινθο. Πού να το είχαμε σκεφτεί πως λίγα χρόνια αργότερα, εκεί ακριβώς όπου εμείς στεκόμασταν, ο Λώλος, ο αρχαιολόγος, θα ανακάλυπτε την πόλη του Αίαντα και του πατέρα του, του Τελαμώνα, τη μυκηναϊκή πρωτεύουσα της Σαλαμίνας. Ο ίδιος έχει βρει και τη σπηλιά του Ευριπίδη, λίγο πιο ανατολικά και νότια, στο ύψωμα πάνω απ’ τα Περιστέρια. Να ’ναι καλά ο άνθρωπος, τους χρειαζόμαστε πολύ αυτούς που μας συνδέουν με το παρελθόν μας. Σαν να έχουνε φυτρώσει ρίζες απ’ τα πόδια μας, μας κάνουν να αισθανόμαστε. Πως είμαστε σαν δέντρα, που δεν μπορούν οι άνεμοι να ξεριζώσουν. Και πως δεν ήρθαμε μόνο από σύμπτωση βιολογική σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και πως δεν είμαστε μόνο τουρίστες της ζωής, αλλά και κάτι ακόμα: το μικρό, το απειροελάχιστο, αλλά υπαρκτό κομμάτι μιας συνέχειας.
Όπως, λοιπόν, θα έχετε αντιληφθεί, φίλτατοι αναγνώστες της Α.V., το θέατρο που έκαναν οι άνθρωποι αυτοί, λίγο τους ενδιέφερε αν έχει σχέση με τον εαυτό του, αν υπακούει στους κανόνες του. Μήπως τους ξέρανε και από πριν; Μάθανε ό,τι μάθαν στην πορεία. Αυτούς τους ενδιέφεραν, κυρίως, τα τριγύρω του. Τα πρακτικά, τα ελαφριά, τα ανέμελα, τα εκδρομικά, τα θέματα της πατριδογνωσίας. Μια εκδρομή ήταν η απασχόλησή τους με τη ΘΟΚ. Μια εκδρομή, όπου ένα απόγευμα, εκεί που συζητιόταν η διανομή της «Ποντικοπαγίδας» και έτυχε να βρίσκομαι κι εγώ ως επισκέπτης, εκεί στην εσωτερική αυλίτσα της ομάδας, έτσι στα ξαφνικά μού είπαν «έρχεσαι;» Και είπα «ναι». Και πήγα. Και τους ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό, που πήρανε κι εμένα μαζί, στην εκδρομή τους. Δημόσια, μέσα απ’ τα βάθη της ψυχής μου τους ευχαριστώ. Όλους αυτούς τους αξιότιμους κυρίους και κυρίες...
* O M.M. είναι ηθοποιός. Αυτή την εποχή περιοδεύει με την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Περικλής» του Ουίλιαμ Σέξπιρ, σε σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά.
Απο την AthensVoice
Ακούστε τώρα μερικά ονόματα. Είναι οι εξής: Ο Αλέξης Θεοχάρης, ο συμφοιτητής μου στο ΕΜΠ που με έφερε σε επαφή και σκηνοθέτησε την πρώτη μου παράσταση μαζί τους, την «Ποντικοπαγίδα», ο Νίκος Πάλλας, η ψυχή της Θεατρικής Ομάδας Κούλουρη (ΘΟΚ), και η φίλη του η Ρένα Σοφουλάκη· ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος, ο μέντοράς μου αργότερα στο θέατρο, που με βοήθησε στις εισαγωγικές μου στη δραματική σχολή και σκηνοθέτησε την τελευταία μου παράσταση εκεί, τα τρία μονόπρακτα –«Βέρα», «Ο Πανηγυρικός» και «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού»–, ο Προκοπάκης ο Σοφράς, ο πρώην χοντρός, και ο ξάδερφος και συνονόματός του ο νυν και αεί ψηλός Σοφράς Προκόπης·
ο Γιώργος Φράγκος ο γλυκούλης μου, η αδερφή του η Λένια Φράγκου και ο φίλος της ο καλλιτέχνης ο Κυριάκος Μπούτσης· ο ξάδερφός του ο Σωτήρης Μπούτσης, καρδιά μεγάλη σαν του μικρού παιδιού, και η γυναίκα του η Έφη, παρομοίως· ο Σωτηράκης ο Λουκάς, που δούλευε τότε στα εισιτήρια των φεριμπότ, φύλακας του νησιού, και η φίλη του η Πελαγία Πάλλα· ο Πέτρος ο Σοφράς, ο υπερπληθωρικός, που σκηνοθέτησε το «Δεν Πληρώνω, Δεν Πληρώνω», ο Χρήστος Κουτσούκος, ο Χρήστος Μυλωνάς, ο Λένης Σταμάτης, η εξωτική μας και αξέχαστη η Μαριάννα η Κριτσίκη και, οπωσδήποτε, η αδελφή μου η Μαρία, μπρος εγώ και πίσω αυτή στο κόκκινο παπί μου, για τη διαδρομή Βύρωνας-Κούλουρη διαμέσου Πέτρου Ράλλη, Παλουκίων και Περάματος, δύο με τρεις φορές την εβδομάδα, μέχρι να αποφοιτήσω από το ΕΜΠ και ένα χρόνο πριν τις εισαγωγικές μου στη δραματική σχολή. Α, και η Κουρέλα, η σκυλίτσα της ομάδας, ράτσας γκριφόν με ερωτηματικό.
Αυτοί, όλοι αυτοί, είναι για μένα η Σαλαμίνα. Αυτοί οι ίδιοι, αλλά και ό,τι έκανα μαζί τους. Από τις πρόβες μας στα Αλώνια, στο παλιό, το κουλουριώτικο το σπίτι με αυλή, που είχαν νοικιάσει, μέχρι τις παραστάσεις μας στον κινηματογράφο «Αττικόν» κι αργότερα στο γυμναστήριο του γυμνασίου. Κι από τα γλέντια και τις διανυκτερεύσεις μας στο εξοχικό του Πάλλα στο Μπατσί, με το παλιό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου –Άγιος Νικόλαος ο Νέος, 14ος αιών, γιορτάζει στις 9 Μαΐου, εντάξει, Νίκο;– μέχρι τους πρωινούς καφέδες μας στο σπίτι των Σοφράδων με την μπανανιά, μπρος στη Μεγάλη Σκάλα – πού ’σαι, Προκόπη, χάθηκες!
Μαζί τους συνευρέθηκα στη ΘΟΚ, τη θεατρική ερασιτεχνική ομάδα τους, που έζησε πλήρως αυτόνομη και απολύτως αυτοδιαχειριζόμενη μια ολόκληρη δεκαετία. Τώρα, στην εποχή της κρίσης, όλη αυτή η ιστορία μού φαντάζει, εκτός των άλλων, και σαν μια πρωθύστερη άσκηση για συλλογικότητα. Σαν να το υποψιαζόντουσαν οι Κουλουριώτες φίλοι μου, τα πρώην προσκοπάκια, αυτό που θα μας τύχαινε κοντά τριάντα χρόνια αργότερα και κάπως θέλησαν να προετοιμαστούν. Σαν από ένστικτο, όχι από πεποίθηση, όχι συνειδητά, αλλά γιατί έτσι το θέλησαν, γιατί έτσι τους τη σβούριξε, έτσι, για να μη φάνε τη νεότητά τους μες στις καφετέριες, για τη χαρά του παιχνιδιού, έτσι, αυθαίρετα. Πού αλλού; Μες στο νησί της πολεοδομικής αυθαιρεσίας.
Έτσι την ήξερα κι εγώ τη Σαλαμίνα μέχρι τότε. Μόνο που τώρα, εκείνα τα αυτοσχέδια αυθαίρετα από τσιμεντόλιθους και λαμαρίνα, που φτιάχτηκαν για να στεγάσουν την ανάγκη των φτωχών κατοίκων των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά για λίγα καλοκαιρινά λουτρά και που εμείς, οι λίγο πιο υπερόπτες Αθηναίοι, τόσο εύκολα περιφρονούσαμε, τώρα μου φαίνονται κουκλίστικα, μου φαίνονται σαν αποσπάσματα από πίνακες λαϊκής ζωγραφικής, μπροστά στα νόμιμα των δήθεν ημιυπαιθρίων που τόσο αυθαίρετα ξεφύτρωσαν σε όλη την Ελλάδα, στο διάστημα της δανεικής, της ύπουλης και της πλαστής ευμάρειας. Την ίδια την Ελλάδα μού θυμίζει τώρα η Σαλαμίνα, σαν να είναι η μικρογραφία της, σαν και η χώρα μας να είναι τώρα το αυθαίρετο νησί που το χτυπούν τα κύματα της υπερόπτριας και δήθεν θυμωμένης Δύσης.
Έτσι την ήξερα κι εγώ τη Σαλαμίνα μέχρι τότε. Όμως με τα παιδιά της ΘΟΚ την έμαθα κι αλλιώς. Αυτοί τα ξέρανε τα μυστικά τα μέρη, και εννοώ όχι απαραίτητα τα μέρη τα κρυφά και τα δυσπρόσιτα, αλλά τα μέρη που έχουν μυστικά. Ε, αυτοί τα ξέρανε τα μυστικά τους. Βόλτες, λοιπόν, με τις μοτοσικλέτες μας συνέχεια, σε όλο το νησί, από το σπίτι του Σικελιανού στην παραλία της Φανερωμένης, με εκείνο το μοναχικό αρμυρίκι στην αυλή του, μέχρι το φάρο τον παλιό, τον πέτρινο, στο νοτιότερο ακρωτήρι του νησιού, δίπλα από τις Κολώνες. Κι απ’ τους απογευματινούς καφέδες στην καφετερία του Κωστάκη πλάι στο καρνάγιο μέχρι και τις διαδρομές μας προς τα Αμπελάκια και την Κυνοσούρα, με το διαλυτήριο των πλοίων και τον τύμβο των αρχαίων Σαλαμινομάχων. Μου είπαν πως, όχι πολύ παλιά, την εποχή που κατασκευάζονταν οι εγκαταστάσεις μιας εταιρείας εκεί δίπλα, οι εκσκαφείς και οι μπουλντόζες πέταγαν στα μπάζα ολόκληρα κομμάτια από μαρμάρινες αρχαίες λάρνακες. Δεν θα ’ξεραν, φαίνεται, οι άνθρωποι. Άλλωστε πού να ξέρουν, ποιος να τους το πει; Και πού να τρέξουν να ρωτήσουν; Είχαν δουλειές αυτοί...
Μόλις έμπαινε το φθινόπωρο, παίρναμε άδεια και οδηγίες απ’ το δασαρχείο και ανεβαίναμε ψηλά, στον Αϊ-Νικόλα τα Λεμόνια. Και με τα αλυσοπρίονα κόβαμε ξύλα για το τζάκι της ομάδας. Πολυτεχνήτες ήτανε οι φίλοι μου. Τα σκηνικά τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι, κι από κοντά τους έμαθα κι εγώ σιγά-σιγά να πιάνουνε τα χέρια μου. Μέχρι και χειροποίητη κονσόλα φώτων είχαν φτιάξει μόνοι τους, οι αθεόφοβοι, μέχρι και χειροκίνητη περιστρεφόμενη σκηνή. Το θέατρο ήτανε κάπως σαν η αφορμή για να μπορούν να διοχετεύουν δημιουργικά την ενεργητικότητά τους. Αλλά και μια ευκαιρία να συναντηθούν, για να γνωρίσουνε μαζί τον τόπο τους.
Στο λόφο, πάνω ακριβώς απ’ τα Κανάκια, ρεμβάζαμε το ηλιοβασίλεμα, με θέα κατευθείαν στον Ισθμό απέναντι, στην Κόρινθο. Πού να το είχαμε σκεφτεί πως λίγα χρόνια αργότερα, εκεί ακριβώς όπου εμείς στεκόμασταν, ο Λώλος, ο αρχαιολόγος, θα ανακάλυπτε την πόλη του Αίαντα και του πατέρα του, του Τελαμώνα, τη μυκηναϊκή πρωτεύουσα της Σαλαμίνας. Ο ίδιος έχει βρει και τη σπηλιά του Ευριπίδη, λίγο πιο ανατολικά και νότια, στο ύψωμα πάνω απ’ τα Περιστέρια. Να ’ναι καλά ο άνθρωπος, τους χρειαζόμαστε πολύ αυτούς που μας συνδέουν με το παρελθόν μας. Σαν να έχουνε φυτρώσει ρίζες απ’ τα πόδια μας, μας κάνουν να αισθανόμαστε. Πως είμαστε σαν δέντρα, που δεν μπορούν οι άνεμοι να ξεριζώσουν. Και πως δεν ήρθαμε μόνο από σύμπτωση βιολογική σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και πως δεν είμαστε μόνο τουρίστες της ζωής, αλλά και κάτι ακόμα: το μικρό, το απειροελάχιστο, αλλά υπαρκτό κομμάτι μιας συνέχειας.
Όπως, λοιπόν, θα έχετε αντιληφθεί, φίλτατοι αναγνώστες της Α.V., το θέατρο που έκαναν οι άνθρωποι αυτοί, λίγο τους ενδιέφερε αν έχει σχέση με τον εαυτό του, αν υπακούει στους κανόνες του. Μήπως τους ξέρανε και από πριν; Μάθανε ό,τι μάθαν στην πορεία. Αυτούς τους ενδιέφεραν, κυρίως, τα τριγύρω του. Τα πρακτικά, τα ελαφριά, τα ανέμελα, τα εκδρομικά, τα θέματα της πατριδογνωσίας. Μια εκδρομή ήταν η απασχόλησή τους με τη ΘΟΚ. Μια εκδρομή, όπου ένα απόγευμα, εκεί που συζητιόταν η διανομή της «Ποντικοπαγίδας» και έτυχε να βρίσκομαι κι εγώ ως επισκέπτης, εκεί στην εσωτερική αυλίτσα της ομάδας, έτσι στα ξαφνικά μού είπαν «έρχεσαι;» Και είπα «ναι». Και πήγα. Και τους ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό, που πήρανε κι εμένα μαζί, στην εκδρομή τους. Δημόσια, μέσα απ’ τα βάθη της ψυχής μου τους ευχαριστώ. Όλους αυτούς τους αξιότιμους κυρίους και κυρίες...
* O M.M. είναι ηθοποιός. Αυτή την εποχή περιοδεύει με την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Περικλής» του Ουίλιαμ Σέξπιρ, σε σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά.