Η πρώτη μου επίσκεψη στη Σαλαμίνα εκείνη την αποφράδα
Κυριακή στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν δραματική, γι’αυτό και το
ορκίστηκα. Θα ήταν η τελευταία. Πρόσφατα, όμως, καταπάτησα
τον όρκο μου και ευτυχώς. Γιατί ένα Σαββατοκύριακο του Αυγούστου στο
νησί ήταν αρκετό για να αρθούν όλες οι παρεξηγήσεις.
Η εικόνα τα λέει όλα. Ο βαρκάρης να κρατάει τη βάρκα ακίνητη με τα κουπιά του κι εμείς με τον αδελφό μου, δύο πιτσιρίκια χλωμά χωρίς πνοή να βήχουμε μέχρι σκασμού, σκυμμένα πάνω από μια κουπαστή ενώ ο πατέρας μάς κρατούσε γερά από το σβέρκο μην τύχει και του ξεγλυστρήσουμε μέσα στο νερό.
Οι οδηγίες ήταν ρητές. Έπρεπε να παίρνουμε βαθειές ανάσες, γιατί το οξυγόνο που έβγαινε από τα φύκια θα μας γιάτρευε, λέει, από τον κοκκύτη. Ο γλυκός μου πατέρας λάτρευε τις εναλλακτικές θεραπείες. Δεν χρειάστηκε λοιπόν και πολλή προσπάθεια ο φίλος του ο Σαλαμίνιος ψαράς για να τον πείσει ότι θα γίνουμε γρήγορα καλά αν μας κρέμαγε σαν σφαχτάρια πάνω από το θαλασσινό νερό.
Όσο για τη μάνα μας, άλλο που δεν ήθελε να γλυτώσει μερικές ώρες από τα γκουχ γκουχ και τις γκρίνιες των άρρωστων παιδιών της. Μας έντυσε στο άψε σβήσε, ψέλισε καλού κακού ένα «μήπως γίνουν χειρότερα βρε Χαράλαμπε», και φύγαμε πρωί πρωί από την Αθήνα με αναρωτική.
Μα τι ανάσα να πάρεις; Δεν έφτανε ο βήχας που σου την έκοβε μαχαίρι. Ητανε κι εκείνα τα μυθικά μαύρα φυτά που έμοιαζαν με φίδια βιδωμένα στο βυθό έτοιμα να μας κατασπαράξουν. Με το αδελφάκι μου, μια κοιταζόμαστε απελπισμένοι και μια κοιτάζαμε τα φύκια, που κινιόντουσαν δυσοίωνα, αργά αργά μπροστά στα μάτια μας.
Τέλος πάντων κάποια ώρα ο εφιάλτης τέλειωσε, γυρίσαμε σπίτι εξουθενωμένοι έχοντας ρουφήξει μπόλικοι θαλασσινό αέρα, μετά από μερικές ημέρες ο κοκκύτης πέρασε, αλλά πια κουβέντα δεν ήθελα να ακούσω για Κούλουρη, Παλούκια Σελήνια και Φανερωμένη –άσε που ηχούσαν και κάπως βάρβαρα στ’αυτιά μου- μέχρι και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας έκανα delete από τη μνήμη μου. Μου ήταν ανυπόφορη η σκέψη του λαβωμένου πολεμιστή, Ελληνα ή Πέρση δεν έχει σημασία, που έπεφτε στα σκοτεινά νερά, και μάλιστα, χωρίς καν να ξέρει κολύμπι.
Τα χρόνια πέρασαν και εννοείται πώς αρνήθηκα κάθε πρόσκληση μέχρι πρόσφατα που η αντιστασή μου εκάμφθη από τον ενθουσιασμό των φίλων μου οι οποίοι έχουν εξοχικό εκεί πέρα σε έναν ωραίο λόφο.
Και είχαν απόλυτα δίκιο. Περάσαμε καταπληκτικά . Κολυμπήσαμε σε ωραίες παραλίες, ο φίλος μου ο καπετάνιος με διαβεβαίωσε ότι τα γκαζάδικα που βλέπαμε στο βάθος μπροστά μας (και ήταν πολύ γοητευτική η εικόνα) δεν τολμάνε να λερώσουν τη θάλασσα γιατί υπάρχουν ανιχνευτές και πρόστιμα υπέρογκα.
Φάγαμε επίσης εξαιρετικά. Ενώ στα περισσότερα νησιά σου σερβίρουν ψάρι κατεψυγμένο και σε τιμές απλησίαστες, στη Σαλαμίνα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ξέρουν να φάνε οι άνθρωποι. Έχουν θαυμάσια ψαραγορά, δίπλα γίνεται και λαϊκή ακόμα και θαλασσινά καλλιεργούν.
Ψήσαμε στη φωτιά γαρίδες και λαβράκια, απολαύσαμε ολόφρεσκα στρείδια, μύδια και γυαλιστερές από τον πάγκο του Βαγγέλη (στη λεωφόρο Αιαντείου) και κάναμε ένα γερό τσιμπούσι με τρυφερά πλοκάμια χταποδιού στη σχάρα και τηγανητά μπαρμπούνια και κουτσομούρες στο Αγκυροβόλι, δίπλα στην αγορά.
Στο πλαϊνό τραπέζι μερικοί ψαράδες είχαν επιδοθεί σε πραγματική βρεφοκτονία, τα είχαν ψαρέψει μόνοι τους, βλέπεις, τα μωρά της κουτσομούρας. Τα δικά μας όμως, φυσιολογικού μεγέθους, ήταν πολύ πιο νόστιμα. Σας διαβεβαιώ. (Ναι το ομολογώ, είχα την περιέργεια και τα δοκίμασα τα τηγανισμένα βρέφη μόλις ήρθε το κέρασμα από δίπλα.)
Κατά τα άλλα η Σαλαμίνα είναι το νησί της παράγκας και του προκάτ. Μου έκανε εντύπωση ο μεγάλος αριθμός τους. Ολα περιποιημένα βέβαια, δεν υπάρχει πια φτώχεια και μιζέρια στο νησί. Και ανάμεσά τους μερικά εξαιρετικά νεοκλασικά και βίλες των αρχών του 20ου αιώνα αλλά και υπερπολυτελείς, ταυτοχρόνως, μίνιμαλ νέες κατασκευές.
Το μόνο που μας χάλασε -άκουγα και άλλους κολυμβητές να το συζητάνε εκείνο το βραδάκι στο Αιάντειο- ήταν η μυρωδιά των σκουπιδιών που ήταν παραταγμένα σε λόφους ακριβώς πίσω μας στην πλάτη της στενής παραλίας, η οποία βρίσκεται 5-6 σκαλάκια κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Κρίμα δεν είναι; Ας το ακούσουν οι δημοτικές αρχές. Γιατί δεν φαντάζομαι ότι από σύμπτωση και μόνο δεν τα μαζέψανε εκείνη την ημέρα.
Με άφησαν όμως κατάπληκτη οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες. Ενώ για να πας π.χ.στη Σκιάθο και στη Σκόπελο φτύνεις αίμα κανονικά (ένα καράβι την ημέρα υπάρχει από τον Αγιο Κωνσταντίνο και ένα απογευματινό καταμαράν, άντε και άλλο ένα από Κύμη κι αυτά μόνο το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα πρέπει να φτάσεις μέχρι Βόλο για να περάσεις απέναντι στις Σποράδες) η σύνδεση Περάματος – Σαλαμίνας είναι συνεχής και μάλιστα όλο το 24ωρο. Το ταξίδι διαρκεί με το φέρι – κλασική παντόφλα, μπαίνεις από τη μια και βγαίνεις από την άλλη- περίπου ένα τεταρτάκι και τα εισητήρια είναι πολύ φθηνά, λιγώτερο από ένα ευρώ/άτομο. Κόβονται μάλιστα στην πύλη –σα να περνάς από διόδια- χωρίς καμμία καθυστέρηση. Γιαυτό λοιπόν κι εμείς, μια μεγάλη παρέα, κανονίσαμε να πεταχτούμε αύριο βράδυ στο «Αγκυροβόλι» (δίπλα στην ψαραγορά, τηλ: 210-4650878). Για μπύρες και καλαμαράκια.
Α, και να μην το ξεχάσω, φύκια όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα πουθενά. Μόνο γάργαρα νερά που ξεπλένανε τα βότσαλα στις παραλίες. Αγαπημένη μου είναι το Πέρανι, μια απέραντη παραλία με τα πιο μεγάλα αρμιρίκια που έχετε δει ποτέ, που σε διακτινίζουν κατευθείαν στα ρομαντικά καλοκαίρια της δεκαετίας του ’60.
Περισσότερες φωτογραφίες δείτε εδώ:
https://www.facebook.com/media/set/?set=a.4453447579175.180958.1379121098&type=1&l=2b8b63e7c2
Η εικόνα τα λέει όλα. Ο βαρκάρης να κρατάει τη βάρκα ακίνητη με τα κουπιά του κι εμείς με τον αδελφό μου, δύο πιτσιρίκια χλωμά χωρίς πνοή να βήχουμε μέχρι σκασμού, σκυμμένα πάνω από μια κουπαστή ενώ ο πατέρας μάς κρατούσε γερά από το σβέρκο μην τύχει και του ξεγλυστρήσουμε μέσα στο νερό.
Οι οδηγίες ήταν ρητές. Έπρεπε να παίρνουμε βαθειές ανάσες, γιατί το οξυγόνο που έβγαινε από τα φύκια θα μας γιάτρευε, λέει, από τον κοκκύτη. Ο γλυκός μου πατέρας λάτρευε τις εναλλακτικές θεραπείες. Δεν χρειάστηκε λοιπόν και πολλή προσπάθεια ο φίλος του ο Σαλαμίνιος ψαράς για να τον πείσει ότι θα γίνουμε γρήγορα καλά αν μας κρέμαγε σαν σφαχτάρια πάνω από το θαλασσινό νερό.
Όσο για τη μάνα μας, άλλο που δεν ήθελε να γλυτώσει μερικές ώρες από τα γκουχ γκουχ και τις γκρίνιες των άρρωστων παιδιών της. Μας έντυσε στο άψε σβήσε, ψέλισε καλού κακού ένα «μήπως γίνουν χειρότερα βρε Χαράλαμπε», και φύγαμε πρωί πρωί από την Αθήνα με αναρωτική.
Μα τι ανάσα να πάρεις; Δεν έφτανε ο βήχας που σου την έκοβε μαχαίρι. Ητανε κι εκείνα τα μυθικά μαύρα φυτά που έμοιαζαν με φίδια βιδωμένα στο βυθό έτοιμα να μας κατασπαράξουν. Με το αδελφάκι μου, μια κοιταζόμαστε απελπισμένοι και μια κοιτάζαμε τα φύκια, που κινιόντουσαν δυσοίωνα, αργά αργά μπροστά στα μάτια μας.
Τέλος πάντων κάποια ώρα ο εφιάλτης τέλειωσε, γυρίσαμε σπίτι εξουθενωμένοι έχοντας ρουφήξει μπόλικοι θαλασσινό αέρα, μετά από μερικές ημέρες ο κοκκύτης πέρασε, αλλά πια κουβέντα δεν ήθελα να ακούσω για Κούλουρη, Παλούκια Σελήνια και Φανερωμένη –άσε που ηχούσαν και κάπως βάρβαρα στ’αυτιά μου- μέχρι και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας έκανα delete από τη μνήμη μου. Μου ήταν ανυπόφορη η σκέψη του λαβωμένου πολεμιστή, Ελληνα ή Πέρση δεν έχει σημασία, που έπεφτε στα σκοτεινά νερά, και μάλιστα, χωρίς καν να ξέρει κολύμπι.
Τα χρόνια πέρασαν και εννοείται πώς αρνήθηκα κάθε πρόσκληση μέχρι πρόσφατα που η αντιστασή μου εκάμφθη από τον ενθουσιασμό των φίλων μου οι οποίοι έχουν εξοχικό εκεί πέρα σε έναν ωραίο λόφο.
Και είχαν απόλυτα δίκιο. Περάσαμε καταπληκτικά . Κολυμπήσαμε σε ωραίες παραλίες, ο φίλος μου ο καπετάνιος με διαβεβαίωσε ότι τα γκαζάδικα που βλέπαμε στο βάθος μπροστά μας (και ήταν πολύ γοητευτική η εικόνα) δεν τολμάνε να λερώσουν τη θάλασσα γιατί υπάρχουν ανιχνευτές και πρόστιμα υπέρογκα.
Φάγαμε επίσης εξαιρετικά. Ενώ στα περισσότερα νησιά σου σερβίρουν ψάρι κατεψυγμένο και σε τιμές απλησίαστες, στη Σαλαμίνα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ξέρουν να φάνε οι άνθρωποι. Έχουν θαυμάσια ψαραγορά, δίπλα γίνεται και λαϊκή ακόμα και θαλασσινά καλλιεργούν.
Ψήσαμε στη φωτιά γαρίδες και λαβράκια, απολαύσαμε ολόφρεσκα στρείδια, μύδια και γυαλιστερές από τον πάγκο του Βαγγέλη (στη λεωφόρο Αιαντείου) και κάναμε ένα γερό τσιμπούσι με τρυφερά πλοκάμια χταποδιού στη σχάρα και τηγανητά μπαρμπούνια και κουτσομούρες στο Αγκυροβόλι, δίπλα στην αγορά.
Στο πλαϊνό τραπέζι μερικοί ψαράδες είχαν επιδοθεί σε πραγματική βρεφοκτονία, τα είχαν ψαρέψει μόνοι τους, βλέπεις, τα μωρά της κουτσομούρας. Τα δικά μας όμως, φυσιολογικού μεγέθους, ήταν πολύ πιο νόστιμα. Σας διαβεβαιώ. (Ναι το ομολογώ, είχα την περιέργεια και τα δοκίμασα τα τηγανισμένα βρέφη μόλις ήρθε το κέρασμα από δίπλα.)
Κατά τα άλλα η Σαλαμίνα είναι το νησί της παράγκας και του προκάτ. Μου έκανε εντύπωση ο μεγάλος αριθμός τους. Ολα περιποιημένα βέβαια, δεν υπάρχει πια φτώχεια και μιζέρια στο νησί. Και ανάμεσά τους μερικά εξαιρετικά νεοκλασικά και βίλες των αρχών του 20ου αιώνα αλλά και υπερπολυτελείς, ταυτοχρόνως, μίνιμαλ νέες κατασκευές.
Το μόνο που μας χάλασε -άκουγα και άλλους κολυμβητές να το συζητάνε εκείνο το βραδάκι στο Αιάντειο- ήταν η μυρωδιά των σκουπιδιών που ήταν παραταγμένα σε λόφους ακριβώς πίσω μας στην πλάτη της στενής παραλίας, η οποία βρίσκεται 5-6 σκαλάκια κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Κρίμα δεν είναι; Ας το ακούσουν οι δημοτικές αρχές. Γιατί δεν φαντάζομαι ότι από σύμπτωση και μόνο δεν τα μαζέψανε εκείνη την ημέρα.
Με άφησαν όμως κατάπληκτη οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες. Ενώ για να πας π.χ.στη Σκιάθο και στη Σκόπελο φτύνεις αίμα κανονικά (ένα καράβι την ημέρα υπάρχει από τον Αγιο Κωνσταντίνο και ένα απογευματινό καταμαράν, άντε και άλλο ένα από Κύμη κι αυτά μόνο το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα πρέπει να φτάσεις μέχρι Βόλο για να περάσεις απέναντι στις Σποράδες) η σύνδεση Περάματος – Σαλαμίνας είναι συνεχής και μάλιστα όλο το 24ωρο. Το ταξίδι διαρκεί με το φέρι – κλασική παντόφλα, μπαίνεις από τη μια και βγαίνεις από την άλλη- περίπου ένα τεταρτάκι και τα εισητήρια είναι πολύ φθηνά, λιγώτερο από ένα ευρώ/άτομο. Κόβονται μάλιστα στην πύλη –σα να περνάς από διόδια- χωρίς καμμία καθυστέρηση. Γιαυτό λοιπόν κι εμείς, μια μεγάλη παρέα, κανονίσαμε να πεταχτούμε αύριο βράδυ στο «Αγκυροβόλι» (δίπλα στην ψαραγορά, τηλ: 210-4650878). Για μπύρες και καλαμαράκια.
Α, και να μην το ξεχάσω, φύκια όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα πουθενά. Μόνο γάργαρα νερά που ξεπλένανε τα βότσαλα στις παραλίες. Αγαπημένη μου είναι το Πέρανι, μια απέραντη παραλία με τα πιο μεγάλα αρμιρίκια που έχετε δει ποτέ, που σε διακτινίζουν κατευθείαν στα ρομαντικά καλοκαίρια της δεκαετίας του ’60.
Περισσότερες φωτογραφίες δείτε εδώ:
https://www.facebook.com/media/set/?set=a.4453447579175.180958.1379121098&type=1&l=2b8b63e7c2