Ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος σταδιοδρομεί σε μεγάλες ευρωπαϊκές σκηνές. Ξεχωρίζει για το ωραίο μέταλλο της φωνής και την ερμηνευτική του άνεση. |
Ο Φελισιέν Νταβίντ έζησε τον 19ο αιώνα και συνέθεσε κυρίως κωμικές όπερες, ωδές - συμφωνίες και μουσική δωματίου. Παρότι σήμερα σχεδόν ολότελα λησμονημένος, στην εποχή του έχαιρε σημαντικής εκτίμησης, όπως φανερώνει το γεγονός ότι διαδέχθηκε τον Μπερλιόζ στην έδρα του στο Γαλλικό Ινστιτούτο, θεσμό στον οποίο ανήκουν πέντε «Ακαδημίες» μεταξύ των οποίων διασημότερη η «Γαλλική».
Τα τελευταία χρόνια η μουσική του βγαίνει και πάλι στην επιφάνεια, μέσα από σειρά ηχογραφήσεων. Χαρακτηριστικά λυρική, μελωδική, διαθέτει γοητεία, αλλά όχι απαραίτητα πρωτοτυπία, ενώ σπάνια είναι περισσότερο από διακοσμητική. Αυτή είναι και η περίπτωση των τραγουδιών που περιλαμβάνει ο συγκεκριμένος δίσκος, αρκεί να ακούσει κανείς τι έκανε με τους ίδιους στίχους του Θεόφιλου Γκοτιέ, λόγου χάριν, ο Μπερλιόζ, στις «Καλοκαιριάτικες νύχτες» του. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ηχογράφηση είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη και ελκυστική χάρη στις υποδειγματικές ερμηνείες των Ελλήνων καλλιτεχνών, που προσθέτουν υπεραξία στις μικρογραφίες του Νταβίντ. Η άριστη άρθρωση του Χριστογιαννόπουλου, αλλά προ πάντων η εξαιρετική ποιότητα της θερμής φωνής του, όπως επίσης το δραματικό στοιχείο με το οποίο αναδεικνύει το κείμενο, μετατρέπουν κάθε τραγούδι σε μια μικρή σκηνή. Από την πλευρά του ο Αποστολόπουλος απαλείφει τελείως τη γλυκερή διάσταση που υπάρχει στη μουσική του Νταβίντ και συνοδεύει τον βαρύτονο με μουσικότητα, λιτά και με γούστο. Ελάσσονα έργα σε εξαιρετικές ερμηνείες.
Ο Μορίς Εμανουέλ γεννήθηκε το 1862 και πέθανε λίγο πριν από την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εζησε σε ταραγμένους καιρούς, οι οποίοι προσδιορίστηκαν από αρκετούς πολέμους και δεν εκπλήσσει που επέλεξε να μελοποιήσει του «Πέρσες» του Αισχύλου το 1929, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Την ίδια περίοδο ο Σικελιανός ανέβαζε στις Δελφικές Εορτές «Προμηθέα Δεσμώτη» (1927, 1930) και «Ικέτιδες» (1930) ενώπιον διεθνούς ακροατηρίου. Η πρόθεση του Εμανουέλ να εκφράσει τις σκέψεις του μέσα από ένα έργο της κλασικής αρχαιότητας ευνοείται από την ευρύτερη στροφή προς τον νεοκλασικισμό, στον οποίο έδειχνε προτίμηση σημαντική μερίδα του μουσικού κόσμου της εποχής: οι «Χοηφόροι» του Μιγιό γράφονται το 1915, ο «Οιδίποδας Τύραννος» του Στραβίνσκι το 1927. Τα κοινά χαρακτηριστικά μορφής και μουσικής γλώσσας είναι εμφανή. Παρ’ όλα αυτά, ο στόχος του Εμανουέλ ξεπερνά τον φορμαλισμό. Διάθεσή του υπήρξε να εκφράσει με σύγχρονο τρόπο την «πάντα νέα σκέψη του γηραιού Αισχύλου». Δεν ήταν η πρώτη φορά που συναντιόταν με κείμενό του: είχε προηγηθεί ένας «Προμηθέας Δεσμώτης» ο οποίος, όμως, ακούστηκε για πρώτη φορά ολοκληρωμένος το 1939.
Η «Σαλαμίνα»
Η «Σαλαμίνα» ανέβηκε στην παρισινή Οπερά στις 19 Ιουνίου 1929. Σημείωσε επιτυχία και απέσπασε εγκωμιαστικά σχόλια τόσο από συναδέλφους του Εμανουέλ, όπως ο Πολ Ντικά, όσο και από μαθητές του, όπως ο Ολιβιέ Μεσιάν. Στη συγκεκριμένη ηχογράφηση, την πρωτότυπη και γεμάτη σφρίγος γραφή του Εμμανουέλ δικαιώνει η ερμηνεία των μουσικών συνόλων της Γαλλικής Ραδιοφωνίας υπό τον Τόνι Ομπέν, όπως καταγράφηκε το 1958 και εκδίδεται τώρα για πρώτη φορά. Ικανοί τραγουδιστές με άριστη άρθρωση και γνώση της αισθητικής της συγκεκριμένης μουσικής πείθουν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Οσοι συμφωνούν με το ευαγγελικό «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» θα το απολαύσουν.