Σήμερα αποτελούν οικισμούς πρώτης κατοικίας με όλα τα δίκτυα υποδομής ολόκληρες περιοχές, όπως η Σαλαμίνα, η Ραφήνα, η Ν. Μάκρη, η Ν. Πέραμος κ.ο.κ. |
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΜΕΝΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ
Στην Αττική οι δασικοί χάρτες είναι έτοιμοι από το 2010. Να κυρωθούν άμεσα και να συνταχθεί το Κτηματολόγιο στις συγκεκριμένες περιοχές
Ολοκληρώνεται αυτές τις ημέρες στη Βουλή η συζήτηση για το δασικό ν/σ του ΥΠΕΚΑ, το οποίο με πρόσχημα την επίλυση χρονιζόντων προβλημάτων του δασικού χώρου εξουδετερώνει τα 3 βασικότερα εργαλεία υπεράσπισης του δασικού οικοσυστήματος της χώρας μας, που είναι η πράξη κήρυξης αναδασωτέων των εκτάσεων που απώλεσαν τη δασική τους μορφή, η απαγόρευση της κατάτμησης των δασικού χαρακτήρα εδαφών και το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου σ' αυτές τις εκτάσεις.
Στο τωρινό μου σημείωμα θα σταθώ σε ένα από τα χρονίζοντα προβλήματα, αυτό της χρήσης των δασικών εδαφών στην περιοχή της Αττικής για οικιστικούς σκοπούς.
Η αυθαίρετη δόμηση των δασικών οικοσυστημάτων έχει μια μακρά παράδοση στη χώρα μας, που ξεκινά από τη δεκαετία του 1960 και κορυφώνεται στη δεκαετία του 1980. Ηταν η ολοκλήρωση του προγράμματος κατάρτισης των δασικών χαρτών, στο πλαίσιο του Εθνικού Κτηματολογίου στην Αττική, που ανέδειξε το μέγεθος του προβλήματος στις περιοχές με έντονη οικιστική πίεση και κυρίως σ' αυτές που μπορούν να χαρακτηριστούν ως περιοχές β' κατοικίας.
Οι λόγοι που εμφανίζεται το φαινόμενο αυτό είναι αρκετοί και αποτελούν ένα μείγμα συνευθύνης πολιτών, δημόσιας διοίκησης και πολιτικού προσωπικού. Επίσης είναι και η συμμετοχή της πολιτείας στην παράταση ζωής του φαινομένου αυτού, εμφανής και καταγεγραμμένη, μέσα από την πορεία των διάφορων εγκυκλίων και νομοθετικών ρυθμίσεων κάλυψης της συγκεκριμένης παρανομίας. Είναι τόσο πολυδαίδαλο και περίεργο το ισχύον νομικό πλαίσιο στο δασικό χώρο, που σε συνδυασμό με τις παλινωδίες της διοίκησης δημιούργησε την κατάσταση με τα χιλιάδες αυθαίρετα και ταυτόχρονα την υποχρέωση στη διοίκηση να παρεμβαίνει με εγκυκλίους, διαταγές, πρόστιμα, πρωτόκολλα κατεδάφισης κ.λπ.
Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος, μία άλλη είναι η πολιτική παρέμβαση. Ολες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, προκειμένου να ηρεμήσουν τους «θιγόμενους», προέβαιναν σε ρυθμίσεις «ανακούφισης», όπως για παράδειγμα εγκύκλιος για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε αυθαίρετες κατοικίες αν προσκομίζουν οι ιδιοκτήτες βεβαίωση γιατρού ότι πάσχουν από ασθένεια που χρήζει ιατρικής παρακολούθησης, ή νομοθετική διάταξη (Ν. 3208/2003) ότι αναστέλλονται τα πρόστιμα για την ανέγερση αυθαιρέτου σε δάση μέχρι την κύρωση του δασικού χάρτη της περιοχής κ.λπ.
Υπάρχει όμως κι ένα δεδομένο που δεν μας τιμά ως χώρα. Το Δημόσιο δεν γνωρίζει ακόμη την περιουσία του και τούτο γιατί το ιδιοκτησιακό καθεστώς μιας έκτασης εξαρτάται από τη μορφή της και κατά συνέπεια από το χαρακτηρισμό της, δηλαδή αν είναι δασικής μορφής θεωρείται κατά κανόνα δημόσια, εκτός κι αν έχει αναγνωριστεί ως ιδιωτική με έναν εκ των νόμιμων τρόπων.
Ολα αυτά δημιούργησαν μια πραγματικότητα η οποία σήμερα δεν είναι εύκολο να ανατραπεί, με αποτέλεσμα η β' κατοικία με την πάροδο του χρόνου να έχει γίνει α' κατοικία, οι δασικές υπηρεσίες να κοινοποιούν πρόστιμα τα οποία δεν πληρώνονται, να εκδίδονται πρωτόκολλα κατεδάφισης τα οποία δεν υλοποιούνται, να οδηγούνται οι πολίτες στα δικαστήρια, να κερδίζει το Δημόσιο, αλλά η κατάσταση να παραμένει ίδια.
Αλήθεια, τι νόημα έχει να κερδίζει το Δημόσιο ένα τμήμα 500 τ.μ. γιατί είναι δημόσια δασική έκταση και αυτή να ανήκει σε έναν οικισμό που διαθέτει επί του οικοπέδου α' κατοικία, υπάρχει οδικό δίκτυο και όλα τα δίκτυα (νερό, ρεύμα, τηλέφωνο, κ.λ.), ο δήμος συλλέγει τα απορρίμματα κ.λπ.
Για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά πρέπει, πρώτιστα, να αποτυπωθούν μέσα από τη διαδικασία σύνταξης των δασικών χαρτών.
ΟΔασικός Χάρτης αποτυπώνει τη μορφή του έτους 1945 και την πρόσφατη μορφή της έκτασης καθώς και τις διοικητικές πράξεις, π.χ. πράξεις χαρακτηρισμού μιας έκτασης, αποφάσεις κήρυξης εκτάσεων ως αναδασωτέων, κ.λπ. και τοποθετεί τις οριογραμμές των πολυγώνων του πρόσφατου έτους στο ιστορικό έτος 1945, δημιουργεί δηλαδή μια βάση δεδομένων όπου υπάρχουν όλες οι πληροφορίες που αφορούν το κάθε πολύγωνο.
Βέβαια, ο πολίτης έχει το δικαίωμα να υποβάλει τις αντιρρήσεις του και να προσκομίσει τα στοιχεία εκείνα τα οποία ανατρέπουν το δασικό χάρτη, αλλά είναι γεγονός ότι το περιεχόμενο του δασικού χάρτη δύσκολα ανατρέπεται γιατί στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα που δείχνουν ότι οι εκτάσεις αυτές στον παρελθόντα χρόνο (1945) ήταν σαφώς δασικής μορφής, ή είχαν κηρυχθεί αναδασωτέες λόγω πυρκαγιάς ή παράνομης εκχέρσωσης.
Στην Αττική οι δασικοί χάρτες είναι έτοιμοι από το 2010, μπορούν άμεσα να αναρτηθούν και να κυρωθούν, οπότε θα έχουμε πλέον χαρτογραφημένο κατά τρόπο αντικειμενικό και αδιαμφισβήτητο το μέγεθος και τις μορφές των παρεμβάσεων στα δασικά εδάφη σε ό,τι αφορά την οικιστική χρήση.
Να κυρωθούν, λοιπόν, άμεσα οι δασικοί χάρτες και να συνταχθεί το Κτηματολόγιο στις συγκεκριμένες περιοχές και για έναν άλλο λόγο, αυτόν της διασφάλισης τυχούσας κυριότητας του Δημοσίου.
Ταυτόχρονα, πρέπει να γίνει μια κατηγοριοποίηση των παρεμβάσεων σε αυτές που αφορούν:
* Εκτάσεις εντός ορίων οικισμών υφισταμένων προ του 1923 ή νόμιμες επεκτάσεις αυτών.
* Οικισμούς που προχώρησαν με γνωμοδοτήσεις της δασικής υπηρεσίας, οι οποίες στη συνέχεια ανεκλήθησαν.
* Οικισμούς που αφορούν ρυμοτομικά που έχουν ανακληθεί.
* Αυθαίρετους οικισμούς προ του 1975 και μετά το 1975.
Εχοντας υπόψη τη βασική αρχή ότι δεν πολεοδομούνται τα δάση, δεν νομιμοποιούνται κατοικίες αυθαίρετες στα δάση, πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τα χιλιάδες αυθαίρετα και τους μη οριοθετημένους οικισμούς, που, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, σήμερα αποτελούν οικισμούς πρώτης κατοικίας με όλα τα δίκτυα υποδομής όπως η Σαλαμίνα, η Ραφήνα, η Ν. Μάκρη, Ν. Πέραμος κ.λπ.
Τα πράγματα δεν είναι απλά για να αντιμετωπισθούν με μια απλή νομοθετική πρωτοβουλία. Επιβάλλεται να ακολουθήσουν κάποιες άλλες πρωτοβουλίες, που θα αποσαφηνίσουν πλήρως το πολεοδομικό τοπίο σ' αυτές τις περιοχές, τις αρμοδιότητες οριοθέτησης των οικισμών αυτών, την εγκυρότητα των ορίων τους, την ύπαρξη ή μη διαγραμμάτων εφαρμογής τους και το ρόλο που φαίνεται να έχουν διαδραματίσει και οι οικείοι ΟΤΑ.
Ησχετική νομολογία του ΣτΕ αλλά και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους επισήμαναν από το 1977 την αντισυνταγματικότητα και το έκνομο των οριοθετήσεων από τις τότε Νομαρχίες των οικισμών των προϋφιστάμενων του 1923, που έφταναν μέχρι του σημείου να εντάσσουν δάση και δασικές εκτάσεις παρά τη ρητή απαγόρευση στις σχετικές εξουσιοδοτήσεις, αλλά άφησαν όμως ανοικτό το ζήτημα της εγκυρότητας σε περιοχές όπου υφίστανται σχέδια πόλης και έχουν συντελεστεί πράξεις αναλογισμού, ρυμοτόμησης και εφαρμογής σχεδίων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως της υπηρέτησης τόσο του περιβάλλοντος όσο και του δημοσίου συμφέροντος.
Ομως τα αρμόδια υπουργεία, αντί να μεριμνήσουν να επαναρρυθμίσουν τις έκνομες, σύμφωνα με το ΣτΕ, καταστάσεις δομήσεων των συγκεκριμένων οικισμών, για τις οποίες δεν ευθύνονται οι περισσότεροι κάτοχοι των συγκεκριμένων ακινήτων, συνέχισαν να αδιαφορούν, έχοντας ομήρους τους συγκεκριμένους πολίτες.
Γι' αυτό οφείλουμε να κατοχυρώσουμε ότι:
1θα επιδιωχθεί η διασφάλιση ενός ισοζυγίου στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος των περιοχών αυτών, από την υποβάθμιση που έχει υποστεί με την αποψίλωση και δόμηση των δασικού χαρακτήρα εδαφών, αφού το Σύνταγμα δεν αφήνει περιθώρια στην Πολιτεία, στις περιπτώσεις που το περιβάλλον υποβαθμίζεται ενάντια στην προστασία που του παρέχει το άρθρο 24, να αντισταθμίζει την υποβάθμιση με αναβάθμιση περιβάλλοντος (ισοζύγιο) σε άλλες θέσεις και
2θα προχωρήσει επιλεκτικά ο πολεοδομικός σχεδιασμός όλων αυτών των περιοχών.
Η παραπάνω διαδικασία δεν μπορεί να υλοποιηθεί στο πλαίσιο αποφάσεων της διοίκησης και των υπηρεσιών της. Είναι ζήτημα καθαρά πολιτικό, το οποίο πρέπει να απαντηθεί με πολιτική πρόταση. Μόνον έτσι θα υπηρετηθεί η νομιμότητα αλλά και το περιβάλλον.
Διαφορετικά, θα έχουμε έναν κυρωμένο δασικό χάρτη ο οποίος θα αποτελεί μαγική εικόνα και θα αποτυπώνει ως δάση και τους οικισμούς με 200- 300 σπίτια.