Ο Γιάννης Πράσινος στο σκάφος του. (Φωτογραφία: Νίκος Κοκκαλιάς) |
«Ξέρω ιστορίες από τους παππούδες μου και από παλιούς ψαράδες. Τότε που τα πλεούμενα δεν είχαν όργανα ναυτικά και έπρεπε να διαβάσουν τον ουρανό για να δούνε πότε έρχεται η καταιγίδα. Όταν την έβλεπαν στον ορίζοντα, έβγαιναν στην πλώρη. Σταύρωναν τον ορίζοντα με ένα μαχαίρι κι έλεγαν ξόρκια για να μην περάσει το κακό πάνω από το σκαρί. Μα και αν ξέσπαγε τελικά η φουρτούνα, μιλάγανε στο καΐκι. Του ετάζανε κάτι, για να τους βγάλει σώους στη στεριά. Ένα καλό καρνάγιο, μια γερή επισκευή, ένα βάψιμο. Και κράταγαν τον λόγο τους γιατί το ξύλινο σκαρί είναι σαν άνθρωπος. Ακούει. Και όταν το διαλύει μια μπουλντόζα, αγκομαχάει σαν να βγαίνει η ψυχή του...».
Ο Γιάννης Πράσινος στέκεται όρθιος στο τιμόνι με τα μάτια στυλωμένα στο πέλαγος. Κουμαντάρει το σκαρί του, τη «Χρύσα», με χάρη και φυσικότητα. Άλλωστε, το έχει φτιάξει με τα χέρια του.
Λίγο πριν κλείσει τα 50 του χρόνια, πρέπει να είναι σήμερα ο νεότερος καραβομαραγκός στην Ελλάδα, τέταρτη γενιά μέσα στο καρνάγιο, δεμένος από γεννησιμιού του με τη θάλασσα. Με ένα φορτίο στους ώμους: να διαφυλάξει μια τέχνη 2.500 ετών που κινδυνεύει να χαθεί.
Μυστικά που περνούσαν από τον πρωτομάστορα στον παραγιό και δεν θα γραφτούν ποτέ σε βιβλία. Τεχνικές εμπειρικές, δοκιμασμένες μέσα στους αιώνες για να αντέχουν τα πλεούμενα στον υψίσυχνο κυματισμό του Αιγαίου. Την κρυφή ιεροτελεστία για το πότε κόβεται ένα δέντρο («Γενάρη μήνα με γεμάτο φεγγάρι για να έχει τους χυμούς του») και πώς πελεκιέται για να γίνει άλμπουρο.
Είναι ο τελευταίος αφηγητής μιας ιστορίας που ξεκινά στην αρχαιότητα και φτάνει μέχρι τον Παπαδιαμάντη και τη Φραγκογιαννού, «που έβλεπεν την θάλασσαν ωσάν κεντητή, πεποικιλμένη» από τα λευκά αυλάκια που άφηναν πίσω τους οι γολέτες, οι μπρατσέρες και τα καΐκια.
Μπορεί σε λίγο καιρό να καμαρώνουμε πια τα ξύλινα πλεούμενα μόνο μέσα στις σελίδες των μυθιστορημάτων. Γιατί το πέλαγος έχει πια αδειάσει. Σύμφωνα με την καταγραφή του Ελληνικού Συνδέσμου Παραδοσιακών Σκαφών, από τα 14.500 ξύλινα σκάφη που διέθετε η χώρα μας (ο μεγαλύτερος αλιευτικός στόλος στην Ευρώπη), έχουν καταστραφεί 12.500 μέσα σε 20 χρόνια.
Από το 1996, οπότε τέθηκε σε ισχύ με πρωτοβουλία της Ε.Ε., η νομοθεσία για τον περιορισμό της υπεραλίευσης, χιλιάδες Ελληνες αλιείς παρέδωσαν την άδειά τους και συναίνεσαν να καταστραφούν ολοσχερώς τα καΐκια τους, εισπράττοντας γερές αμοιβές. Μαζί με τα πλεούμενα, χάνονται και οι τεχνίτες. Καλαφάτες, αρμαδόροι, ιστιοράπτες μετριούνται στα δάχτυλα. Οσα καρνάγια έχουν απομείνει δίνουν μάχη για να κρατήσουν τις θέσεις τους στα λιμάνια, που τις εποφθαλμιούν ιδιοκτήτες μπαρ.
«Το ξύλο είναι ζωντανό»
Ταξιδεύουμε με τον Πράσινο από τη Σαλαμίνα, όπου ζει, στον Πόρο για το φετινό Ναυτικό Σαλόνι Παραδοσιακών Σκαφών που οργανώνει ο Σύνδεσμος.
«Ο καλός καραβομαραγκός πρέπει να μπορεί το βράδυ που πέφτει για ύπνο να ονειρευτεί ολοκληρωμένο το πλεούμενο που θα φτιάξει. Αν δεν συμβεί αυτό, δεν τελειώνει ποτέ το σκαρί. Και κάτι ακόμα: να σέβεται το ξύλο γιατί είναι ζωντανό. Να μην το χτυπάει ή το τρυπά άσκοπα. Να του φέρεται ωραία», λέει ο κ. Πράσινος.
«Ο καλός τεχνίτης ποτέ δεν φτιάχνει ίδιο σκαρί. Οταν σκαρώνει ένα πλεούμενο έχει δίπλα του ένα βαρέλι και πετάει μέσα τα χνάρια (τα ξύλα πάνω στα οποία κόβονταν οι νομείς, όπως το πατρόν στη ραπτική) και τα καίει. Κάθε σκάφος είναι μοναδικό. Και γι’ αυτό όταν καταστρέφεται, χάνεται κάτι για πάντα. Οι ψαράδες αφήνουν το επάγγελμα διότι δεν μπορούν να θρέψουν τις οικογένειές τους. Το εισαγόμενο ψάρι είναι πιο φθηνό από το ελληνικό».
«Πολλοί κλαίνε όταν βλέπουν να σπάει το καΐκι τους η μπουλντόζα. Εγώ νιώθω σαν να μου κόβουν το χέρι».
-Γιάννης Πράσινος, καραβομαραγκός
«Πολλοί κλαίνε όταν βλέπουν να σπάει το καΐκι τους η μπουλντόζα. Εγώ νιώθω σαν να μου κόβουν το χέρι. Εχει τύχει να δω καΐκια που έφτιαξα, διαλυμένα και αναγνωρίζω κάθε κομμάτι. Θυμάμαι πόσο χρόνο και κόπο μού πήρε να το φτιάξω. Μα και μια παιδική ζωγραφιά να είχε κάποιος θα την έσκιζε χωρίς να πονέσει; Μακάρι το κράτος να δώσει οικονομικά κίνητρα για να βοηθήσει αυτούς που θα ήθελαν να σώσουν ένα σκαρί. Πολλοί θα ήθελαν να έχουν ένα τέτοιο πλεούμενο, ακόμα και αν η συντήρησή του κοστίζει παραπάνω από ένα πλαστικό. Όλη η Ελλάδα είναι ένα νησί».
διαβάστε περισσότερα εδώ
Ρεπορτάζ: ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Φωτογραφίες: ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ & ENRI CANAJ - Καθημερινή