Ο Ανδρέας Μήτσου είναι ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες της εποχής μας.

Ο συγγραφέας Αντρέας Μήτσου πολυβραβευμένος αλλά πάντα ζεστός και σεμνός που άφησε το στίγμα του σε μια γενιά που είχε την τύχη να τον γνωρίσει σαν "δάσκαλο" στο σύντομο πέρασμα του από το νησί μας μιλάει στο literature.gr για το νέο του βιβλίο.

Ο Ανδρέας Μήτσου είναι ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες της εποχής μας. Μια ιδιαίτερη περίπτωση πεζογράφου που σκιαγραφεί τη διαύγεια της σκιάς μέσα στο φως της

-->
ελληνικής λογοτεχνίας, καταφέρνοντας να αποδείξει την ανατρεπτική δύναμη της τέχνης στην εμβρίθεια του λόγου του. Πολυβραβευμένος, πάντα ανθρώπινος, σεμνός και ζεστός, τολμηρός στις ιδέες του ωστόσο, ένας ευγενής των γραμμάτων με λόγο ταυτόχρονα δορύαιχμο και αληθινό, δέχτηκε να συνομιλήσουμε ξανά, με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου με τίτλο”Γκαλίνα” που κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη.  Τέσυ Μπάιλα,  20 Ιανουαρίου 2018         Έχετε πει ότι συνολικά στο έργο σας διαχειρίζεστε τη δειλία ενός άντρα να μπει στη ζωή, σε έναν έρωτα από όπου θα βγει νικητής. Είναι η γραφή ένας τέτοιος ολοκληρωτικός έρωτας και πώς μπορεί κανείς να βγει νικητής απ’ αυτόν; 

Ο καλλιτέχνης, ό,τι πασχίζει, είναι να αντιμετωπίσει την αφόρητη πραγματικότητα, να την μεταλλάξει, να την καθυποτάξει, εντέλει, ούτως ώστε να δυνηθεί να ενταχθεί σ’ αυτήν και ο ίδιος. Καταλήγει, ωστόσο, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, και χωρίς συνήθως να το αντιληφθεί, ένας παρατηρητής της ζωής. Στέκεται περιδεής και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα, ευρισκόμενος εκτός παιχνιδιού. Ο απλός άνθρωπος, εν αντιθέσει, μετέχει αυθόρμητα στην περιπέτεια της καθημερινότητας, ζει, βιώνει τα πράγματα στην αυτονόητη λειτουργία τους. Ο ποιητής, ανικανοποίητος, δεν αρκείται στην πρώτη θέαση –υβριστής, σε κάθε περίπτωση– στοχάζεται, σκέπτεται διαρκώς, προσπαθεί επίμονα να ανακαλύψει το κεκρυμμένο και αθέατο, θέλει να καταλάβει. Λιγότερο ίσως από οίηση, πιο πολύ μάλλον από μια σύμφυτη δειλία που τον κατατρύχει. ” Γιατί αν η Τέχνη δεν αναιρεί, δεν περιφρονεί το «λογικό» και «πραγματικό», δεν ακυρώνει το χρόνο, τότε δεν υπάρχει παρηγορία και η ζωή δεν θα είχε νόημα.” Με τη γραφή του μόνο, ελπίζει να τρυπώσει κι αυτός από μια κερκόπορτα στην πραγματική ζωή, στη ζωή των πολλών. Αφού έχει απωλέσει την αθωότητά του και στερείται της αφέλειας, «της μεγαλυτέρας των δυνάμεων», κατά τον Γκαστόν Μπασλάρ. Αθωότητα, από την οποία θα έπρεπε να εμφορείται για να ζήσει ανέμελα. Με το έργο του, θα βγει νικητής και θα αυτοαθωωθεί και θα επιτύχει να συγκροτήσει εκείνην, την συμβατή προς τη φύση του και την αισθητική του, πραγματικότητα, ώστε, από αμήχανος παρατηρητής κι απόβλητος, να «συναντηθεί» με τους άλλους. Η γραφή του –μόνο τότε– θα έχει επιτελέσει το σκοπό της και αυτός θα έχει αξιωθεί την φιλεύσπλαχνη σκέπη του απλού, του ταπεινού και προφανούς.   

Οι ήρωές σας μοιάζουν να είναι ήρωες αρχαίας τραγωδίας. Δοκιμάζονται από τα πάθη τους, διαπράττουν σφάλματα, βιώνουν απώλειες και περνούν από την ύβρη στην πτώση ή στην οδύνη μιας καταστροφικής δικαίωσης σε μια πορεία προς την αυτογνωσία. Βρίσκουν έναν τρόπο να «σηκώσουν τη λύπη από την καρδιά τους», όπως λέει ο Σεφέρης ή παραμένουν δειλοί θεατές του χρόνου που φεύγει; 

Το χρόνο προσπαθεί να μορφοποιήσει ο καλλιτέχνης. Να τον καταργήσει και να τον ανασυστήσει. Ετούτη η απόπειρα ενέχει πιθανώς το υπερφίαλο, το γελοίο, αλλά και το γοητευτικό ταυτόχρονα. Η προσπάθειά του συγκινητική, κι εγώ πιστεύω, καθόλου μάταιη. Γιατί αν η Τέχνη δεν αναιρεί, δεν περιφρονεί το «λογικό» και «πραγματικό», δεν ακυρώνει το χρόνο, τότε δεν υπάρχει παρηγορία και η ζωή δεν θα είχε νόημα.  


Στο τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο: «Γκαλίνα, η σκοτεινή οικιακή βοηθός» που κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη, η χρήση της αστυνομικής πλοκής δίνει ένα ενδιαφέρον στοιχείο στη νουβέλα, καθώς ο αναγνώστης εμπλέκεται σε ένα παιχνίδι απόκρυψης στοιχείων. Η αστυνομική φόρμα είναι ένα τέχνασμα συγγραφικό για να ενταθεί η αναγνωστική προσοχή ή μια φόρμα-κλειδί για να ξεκλειδώσει ο αναγνώστης τον ορθολογικό παραλογισμό των γεγονότων

Ό,τι συντελείται γύρω μας, διέπεται από μυστήριο. Μόλις βρούμε το μίττο της Αριάδνης, θα μπορέσουμε να βγούμε από τα σκότη. Εάν καταγραφεί πειστικά και φωτιστεί αυτή, η διαδικασία ανίχνευσης και πορείας, τότε μόνο, μαζί με τον αναγνώστη, θα φτάσουμε στην έξοδο. Μέχρι να αντιληφθούμε, πιθανώς, ότι βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στην πύλη του ίδιου λαβύρινθου.

   «Έρωτας είναι ό,τι αγαπάμε δίχως βάσιμο λόγο», θα πει η ηρωίδα του τελευταίου σας βιβλίου. Το μίσος τι ρόλο παίζει στον έρωτα όμως; Και πόσο βασανίζει τους ήρωες της Γκαλίνας; ” 

Ο κάθε αναγνώστης κι ένας κόσμος. Ανάλογα με το βάθος του κάθε αναγνώστη, την αναγνωστική εμπειρία του, την ουσιαστική βίωση των πραγμάτων εκ μέρους του, και την αυθεντικότητά του, την παιδεία του, αναδύεται αυτή η ταυτότητα. ” Ανάλογα με την αγάπη, αναπτύσσεται ακριβώς ισόποσο μίσος. Έτσι συγκροτείται η έννοια του έρωτα. Κάθε φορά επικρατεί, εναλλάξ, το ένα ή το άλλο στοιχείο. Η στατική θεώρηση του έρωτα, ως μια κατάσταση μόνιμη, χωρίς τρικυμίες και αναταράξεις, αποτελεί μικροαστική φαντασίωση. Ο εφησυχασμός πιστοποιεί την απουσία του έρωτα.   

Η κεντρική ηρωίδα βρίσκεται στο μεταίχμιο της απόρριψης και του έρωτα. Σχοινοβατεί ανάμεσα στην αγάπη και στο μίσος. Η ερωτική της σχέση με την οικιακή της βοηθό, την Γκαλίνα, καταλήγει να την οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές, αποδυναμώνοντας ακόμη και το μητρικό της ένστικτο. Μπορεί ο έρωτας να οδηγήσει σε ακρότητες και να καταλύσει κάθε άλλο συναίσθημα; 

Εγώ πιστεύω πως μόνο οι ακρότητες δίνουν υπόσταση σ’ έναν έρωτα. Πώς αλλιώς παίρνει την ονομασία της αυτή η κατάσταση, η οποία σηματοδοτεί αφ’ εαυτής την υπερβολή; Ερωτεύομαι σημαίνει υπεραγαπώ. Πέρα κι έξω από το μέτρο, δηλαδή. Το μόνο φυσικό συναίσθημα στον έρωτα, επομένως, είναι η μαγεία, η τρέλλα, το παράλογο, η κατάλυση –όσο ο έρωτας διαρκεί– της έλλογης οντότητας, η απόσβεση, εν κατακλείδι, του εγώ. Όλα τ’ άλλα, τα «πολιτισμένα», είναι προφάσεις και ψέμματα και υποκρισίες.   

Κάθε ιστορία υπαγορεύει στον συγγραφέα την έκταση και τον ρυθμό της αφήγησής της. Είναι ο ρυθμός της αφήγησης μια αναγκαία συνθήκη για να γίνει ένα κείμενο γοητευτικό ως ανάγνωσμα; 

Ο ρυθμός, είναι το κυρίαρχο τεκμήριο της καλλιτεχνικής υποστασιοποίησης κάθε έργου τέχνης. Η έκταση, επί παραδείγματι, ενός βιβλίου, δεν μετριέται με σελίδες, αλλά με αναπνοές. Κι ο χρόνος πάντα, στην Τέχνη και στη ζωή, είναι ατομική υπόθεση. Είναι μετρήσιμος με όρους μόνον υποκειμενικούς. Υπάρχει ο χρόνος του καθενός ξεχωριστά, αυτός είναι ο αληθινός χρόνος. Ο κοινός χρόνος αποτελεί μια σύμβαση, ένα κοινωνικό κατασκεύασμα.  

 Έχετε πει ότι «η μόνη ηλικία ενός συγγραφέα είναι αυτή η οποία καταδεικνύεται από το δημιούργημά του. Εκεί πείθει για τη νεότητά του, για τη ρώμη του». Είναι τελικά μέλημα του συγγραφέα να δώσει μορφή στον χρόνο; 

Και πώς μπορεί να το καταφέρει αυτό; Ο συγγραφέας καταθέτει, «έναιμα και έγχυμα», όπως θα έλεγε ο Γοργίας, την αλήθεια του. Το τι χρόνο εμπεριέχει αυτό το απόσταγμα, το έργο του, αυτό το αποτιμά ο άλλος, ο αναγνώστης, ανάλογα βέβαια με τις δυνατότητές του. «Είμαστε», ως γνωστόν, «η ερμηνεία μας». Ο αναγνώστης όμως δεν είναι κάποιος μοναδικός τιμητής, στο απυρόβλητο. Ο κάθε αναγνώστης κι ένας κόσμος. Δεν αποτελεί δηλαδή μια κοινή έννοια. Ανάλογα με το βάθος του κάθε αναγνώστη, την αναγνωστική εμπειρία του, την ουσιαστική βίωση των πραγμάτων εκ μέρους του, και την αυθεντικότητά του, την παιδεία του, αναδύεται αυτή η ταυτότητα. Εξάλλου, το κάθε βιβλίο αναδεικνύει τον δικό του αναγνώστη. Δεν κατέχει κανείς αυτήν την ιδιότητα από χάρισμα, από προνόμιο, εκ των προτέρων. Αξιώνεσαι, να γίνεις ο αναγνώστης ενός βιβλίου.   

Το συγγραφικό σας έργο έχει αναγνωριστεί τόσο από τους αναγνώστες όσο και από την επίσημη βιβλιοκριτική και παράλληλα έχει μεταφραστεί στο εξωτερικό και έχει βραβευτεί με σημαντικά βραβεία. Τι σημαίνει μια βράβευση για εσάς;


 Είμαι φανατικός οπαδός των παραστάσεων, των τελετουργιών. Στο άσκοπο και το ανωφελές που εμπεριέχουν πιθανώς, αυτές οι βραβεύσεις, εκεί εγώ βρίσκω το νόημα. Και χαμογελώ ευχαριστημένος σαν παιδί. Πώς αλλιώς θα αναγελάσουμε το μάταιο και το αναπότρεπτο, παρά με τελετουργίες, μάγια, ξόρκια και παραστάσεις; Και η ίδια η ανάγνωση ενός βιβλίου, δεν συνιστά μια διαδικασία επιβράβευσης ή απόρριψης; Επιβραβεύουμε ό,τι μας εκφράζει. Ο χρόνος της ανάγνωσης αποτελεί τελετουργικό χρόνο.   

Στις μέρες μας υπάρχει ένα έντονο ενδιαφέρον για τη δημιουργική γραφή. Το ερώτημα είναι όμως αν τελικά διδάσκεται αυτή η εσώτερη συνάντηση ενός συγγραφέα με τον ίδιο του τον εαυτό, ώστε να αναδυθεί από μέσα του ό,τι πιο μύχιο υπάρχει και να τον οδηγήσει στη λύτρωση της γραφής;

 Εάν είναι καλός ο δάσκαλος. Συνηθίζω να επαναλαμβάνω τη δήλωση του Θανάση Βαλτινού, «όλα διδάσκονται, από την τσαγγαρική έως τον έρωτα». Από εκεί και πέρα, όμως, αυτό που λαμβάνει χώρα σήμερα σ’ αυτόν τον τομέα, θα μπορούσε να αποτελέσει πεδίο έρευνας διαφόρων επιστημών (ψυχολογίας, κοινωνιολογίας) ή ακόμα πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης. Είναι τόσο απίστευτο, που καταντά έως και συγκινητικό. Αμέτρητα τα «εργαστήρια δημιουργικής γραφής», αμέτρητοι οι αυτόφωτοι-αυτόκλητοι «δάσκαλοι». Κι οι μαθητές να συνωστίζονται για μια, κάποια ενθάρρυνση, μια «στάλα ευχούλα», κατά πώς θα το’λεγε ο Καραγκιόζης. Κι ωστόσο υπάρχουν τα ελάχιστα εργαστήρια, όπου συντελείται ουσιαστική επικοινωνία.   

Εν τέλει πώς βλέπετε εσείς τη γραφή; «παίγνιον»  ή μια  γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στην επικοινωνία και στη μοναξιά; 

Παίγνιο. Αναγκαίο παίγνιο. Κι όσοι μπαίνουν στο παιχνίδι, είτε ως αναγνώστες, είτε ως συγγραφείς –άλλωστε οι ρόλοι δεν είναι διακριτοί και προκαθορισμένοι, διαρκώς εναλλάσσονται– διαμορφώνουν τους μικρούς τους κόσμους, τη δική τους πραγματικότητα, η οποία είναι και πιο όμορφη και πιο αληθινή.     ***Το τελευταίο βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου κυκολοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη***

Read more at: https://www.literature.gr/