Την άνοιξη του 1821 ο τουρκοκρατούμενος Πειραιάς ήταν ένας σχεδόν έρημος τόπος. Υπήρχαν μόνο το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, μερικά σκόρπια σπιτάκια και το παράπηγμα του Οθωμανού Τελώνη με τον πύργο του. Πέρα από αυτά υπήρχαν τα απομεινάρια από τα τείχη του Θεμιστοκλή και του Κόνωνα.
Στις 26 Απριλίου 1821 οι Έλληνες
Επαναστάτες της Αττικής υπό την ηγεσία του Μελέτη Βασιλείου από τη
Χασιά, εξορμώντας από το Μενίδι, απελευθέρωσαν την Αθήνα και πολιόρκησαν
τους Τούρκους, που κλειστήκανε στην Ακρόπολη.
-->
Την άλλη μέρα, μπήκε στο λιμάνι του
Πειραιά το πρώτο πλοίο με ελληνική σημαία. Ήταν ένα υδραίικο πλοίο με 11
κανόνια και καπετάνιο το Γιώργη Νέγκα, που ήρθε να ενισχύσει τους
επαναστάτες της Αττικής, σταλμένο από τη διοίκηση της Ύδρας που την
ασκούσε τότε ο λαϊκός αγωνιστής Αντώνης Οικονόμου.
Στο μεταξύ, εκτός από τις Σπέτσες την
Ύδρα και τον Πόρο, είχαν επαναστατήσει και τα κοντινότερα στον Πειραιά
νησιά Σαλαμίνα, Αίγινα και Τζια. Όλα αυτά τα νησιά μείνανε ελεύθερα
μέχρι το τέλος της Επανάστασης και στάθηκαν πολύτιμο έρεισμα για την
ηπειρωτική Αττική σε ολόκληρη τη διάρκεια του Αγώνα.
O Πειραιάς πέρασμα για τον εφοδιασμό των επαναστατών
Αφού
η Επανάσταση απλώθηκε, ο Πειραιάς πήρε αρκετή ζωή, καθώς έγινε πέρασμα
για τον εφοδιασμό των επαναστατών στην ξεσηκωμένη Αττική.
Όμως, τον Ιούλιο του 1821, κατέβηκε ο
Ομέρ Βρυώνης για την Αθήνα. Οι κάτοικοι της ακολουθώντας την ίδια
τακτική με τους προγόνους τους, στους Μηδικούς πόλεμους, καταφύγανε στα
«ξύλινα τείχη» και τράβηξαν για τα νησιά και κυρίως για την κοντινή
Σαλαμίνα, απ’ όπου επιχειρούσαν ξαφνικές παρενοχλητικές καταδρομές,
κατά των Οθωμανών.
Ο Βρυώνης ναύλωσε τότε δύο ολλανδικά
πλοία που βρισκόντουσαν στο λιμάνι του Πειραιά, επιβίβασε στρατό και
ετοιμάστηκε για απόβαση στην αντικρινή Σαλαμίνα. Καθώς όμως ετοιμαζόταν
να αποπλεύσει, μπήκε αποφασιστικά στην έξοδο του λιμανιού το υδραίικο
πλοίο του Λάζαρου Βόγλη «ΜΕΝΤΟΡΑΣ» με καπετάνιο τον Κώστα Μεθενίτη και
ματαίωσε τα σχέδια του πασά. Έτσι ο Βρυώνης έμεινε στην Αττική και
επιχείρησε μια τελευταία προσπάθεια ενάντια στην Σαλαμίνα, αλλά τον
αποκρούσανε οι Κουλουριώτες με αρχηγό το Γιώργο Γκλύστη στη στενή
παραθαλάσσια διάβαση του Κερατόπυργου, εκεί που είναι σήμερα το Νέο
Ικόνιο.
Οι Τούρκοι αντέξανε πολιορκημένοι επτά μήνες
Τελικά ο Βρυώνης εγκατέλειψε την Αττική
τον Οκτώβρη του 1821, μη αντέχοντας τον αδιάκοπο κλεφτοπόλεμο που του
κάνανε οι επαναστάτες. Σε ένα, μάλιστα επεισόδιο κινδύνεψε να σκοτωθεί
απ’ τον τολμηρό Αθηναίο Δήμο Ρούμπεση, που χτυπήθηκε την τελευταία
στιγμή από τους υπασπιστές του πασά.
Όταν έφυγε ο Βρυώνης και ανάσανε λίγο ο τόπος, οι Έλληνες ξαναπήραν την Αθήνα και πολιόρκησαν τους Τούρκους στην Ακρόπολη.
Οι Τούρκοι αντέξανε πολιορκημένοι επτά
μήνες, μέχρι που παραδόθηκαν στις 10 Ιουνίου 1822. Από τους 2.500 που
ήταν στην αρχή, είχανε μείνει μόνο 1.160, που οι πιο πολλοί δε θέλησαν
να κάνουν χρήση του άρθρου 5 της συνθήκης παράδοσης και να φύγουν για
τις τουρκοκρατούμενες περιοχές αλλά μείνανε στην Αθήνα.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασε η είδηση ότι
κατεβαίνει για την επαναστατημένη Ελλάδα ο Δράμαλης. Στην Αθήνα
ξεσπάσανε ταραχές και πολλοί Τούρκοι πέσανε θύματα του ξεσηκωμένου
όχλου. Όσοι γλίτωσαν, με τη φροντίδα και την προστασία του Αυστριακού
πρόξενου, κατέβηκαν στον Πειραιά και έφυγαν για τη Σμύρνη.
Καθώς ο Δράμαλης κατέβαινε απειλητικός
οι Αθηναίοι φύγανε ξανά και σκόρπισαν στα βουνά και στα νησιά. Μόνο πάνω
στην Ακρόπολη έμεινε μια φρουρά από 500 άνδρες. Ο Δράμαλης όμως δεν
ήρθε προς την Αθήνα, αλλά τράβηξε βιαστικός για το Μοριά όπου βρήκε το
χαμό του στα Δερβενάκια.
Ένα μήνα περίπου μετά την καταστροφή του
Δράμαλη, στις 22 Αυγούστου 1822, ήρθε στην Αθήνα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Συγκάλεσε συνέλευση αντιπροσώπων της Στερεάς Ελλάδας, όπου του δόθηκε
το αξίωμα του Αρχιστράτηγου, εγκατέστησε Φρούραρχο στην Αθήνα το φίλο
του Γιάννη Γκούρα και έφυγε για την Παρνασσίδα για να σταματήσει τον
Κιοσσέ Μεχμέτ που ερχόταν προς τα κάτω. Ως νέος πολυμήχανος Οδυσσέας, ο
Ανδρούτσος, πότε με τα όπλα, πότε με απειλές και απατηλές ενέργειες,
κατάφερε να κρατήσει για καιρό τους Τούρκους μακριά από την Ανατολική
Στερεά Ελλάδα. Κατά τις χρονιές 1823 και 1824 το μοναδικό πρόβλημα της
Αττικής ήταν οι επιδρομές του Ομέρ Μπέη της Εύβοιας. Σε αυτό το διάστημα
ο Πειραιάς κρατούσε συνεχώς το ρόλο του πρόχειρου κέντρου εφοδιασμού
των επαναστατών που γινόταν με υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία.
Μόλις μπήκε το 1825, φτάσανε στον
Πειραιά πολλοί εξαθλιωμένοι πρόσφυγες από τα Ψαρά, που γύριζαν εδώ κι
εκεί μετά την καταστροφή της ηρωικής πατρίδας τους τον Ιούνιο του 1824.
Με άδεια της Κυβέρνησης εγκατασταθήκανε
προσωρινά σε «εθνική γη» στον Πειραιά και σε μοναστηριακές εκτάσεις του
Αγίου Σπυρίδωνα.
H πρώτη απόφαση της δημιουργίας του νεωτέρου Πειραιά
Την
ίδια χρονιά, εν μέσω της Επανάστασης, ελήφθη η πρώτη απόφαση της
δημιουργίας του νεωτέρου Πειραιά με την μόνιμη εγκατάσταση εκεί των
Ψαριανών. Οι νησιώτες είχαν αξιώσει να ανεγερθεί το τότε σωζόμενο σε
αρκετά σημεία βόρειο τμήμα του Πειραϊκού περιβόλου.
Προς τούτο το Μινιστέριον (Υπουργείον)
των Εσωτερικών έστειλε εις τον Πειραιά Επιτροπήν Ψαριανών και τον
Κωνσταντίνο Δεληγιάννη, να ερευνήσουν το θέμα. Σε αναφορά του γράφει,
ότι «εδιασχοίνισε το παλαιόν θεμέλιον του Πειραιώς εις το οποίον μέλλει
να γίνη το τείχος κατά ζήτησιν των Ψαριανών» από της Λιμνοθαλάσσης, που
έφθανε περίπου ως τον σημερινό Ηλεκτρικό Σταθμό, μέχρι του Μικρολίμανου
και βρήκε ότι ήταν βήματα 2.560.
Έγραψε επίσης στην αναφορά του ότι η έκταση που επρόκειτο να οικοδομηθεί η πόλη στο λιμάνι, ήταν 47 στρέμματα.
Όμως η εγκατάστασή των Ψαριανών στον
Πειραιά προκάλεσε την αντίδραση των Αθηναίων, που υπέβαλαν υπομνήματα
διαμαρτυρίας στην Κυβέρνηση, ενώ στείλανε αντιπροσωπεία υπό τον Ηγούμενο
του Αγίου Σπυρίδωνα Συμεών Μαρμαροτούρη και τον πρόκριτο κυρ-Αγγελάκη
Καγγελέρη για να υποστηρίξουν και προφορικά τις απόψεις τους.
Τελικά οι Ψαριανοί φύγανε και εγκατασταθήκανε στην περιοχή της αρχαίας Ερέτριας, στην Εύβοια, που λέγεται από τότε και Νέα Ψαρά.
πηγή:https://kanaliena.gr/o-peiraias-stin-epanastasi-toy-1821-ta-prota-chronia/
πηγή:https://kanaliena.gr/o-peiraias-stin-epanastasi-toy-1821-ta-prota-chronia/