Από τη Σαλαμίνα στις Πλαταιές: Δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στον ηρωισμό και την προδοσία . -Β. Ραφαηλίδης
Στη Σαλαμίνα πολέμησαν, βέβαια, και
οι Σπαρτιάτες. Αλλά, λίγο με το ζόρι. Ο Σπαρτιάτης αρχηγός του ελληνικού
στόλου Ευρυβιάδης επιχειρεί να την κοπανήσει καναδυό φορές, όμως ο
Θεμιστοκλής βρίσκει τρόπο να τον επαναφέρει και στην τάξη και στη μάχη.
Γνωρίζοντας, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής την πλήρη ανεπάρκεια της «ελληνικής εθνικής συνειδήσεως» από μέρους των Σπαρτιατών, όπως θα λέγαμε σήμερα που οι Σπαρτιάτες θέλουν να εμφανίζονται κι αυτοί σαν ακραιφνείς Έλληνες όπως όλοι οι άλλοι Έλληνες, αμέσως μετά την τρομερή ναυμαχία της Σαλαμίνας το χειμώνα του 480 π.Χ. πηγαίνει στη Σπάρτη όπου, ναι μεν γίνεται δεκτός με τιμές ήρωα, όμως αποτυγχάνει να πείσει τους περιστασιακούς των Αθηναίων συμμάχους, που ενεργοποιούνται μόνο όταν νιώσουν πως απειλούνται κι οι ίδιοι, πως είναι ανάγκη να συνεχιστεί η συμμαχία. Διότι ο κατά ξηράν αρχηγός του περσικού στρατού, ο Μαρδόνιος, έχει στρατοπεδεύσει στη Θεσσαλία.
Καρδαμωμένοι λοιπόν οι Πέρσες απ’ τα
πλούσια ελέη της θεσσαλικής γης, που οι άρχοντες του τόπου τα έθεσαν
γενναιόδωρα στη διάθεσή τους, ετοιμάζονται για μια τελευταία προσπάθεια
υποταγής και των περιοχών εκείνων της Ελλάδας που δεν είχαν προς το
παρόν υποταγεί ή που δεν είχαν μηδίσει, πράγμα που από πραχτική άποψη
είναι το ίδιο. Μ’ αυτή την κίνηση που ετοιμάζει ο Μαρδόνιος στην κατά τα
άλλα ελληνικότατη Θεσσαλία, θα δινόταν ο χρόνος στο ρημαγμένο απ’ τη
Σαλαμίνα περσικό στόλο να ανασυνταχτεί και να ξαναεπιτεθεί.
Ο Θεμιστοκλής δεν κατάφερε να πείσει
τους Σπαρτιάτες για τον επικρεμάμενο και επί της δικής τους κεφαλής
κίνδυνο, προφανώς γιατί δεν πίστευαν οι δύσπιστοι Λακεδαιμόνιοι πως ο
Μαρδόνιος με τους 50.000 περίπου στρατιώτες, που είχαν αποσπαστεί απ’ το
κυρίως εκστρατευτικό σώμα, θα τολμούσε να περάσει τον Ισθμό της
Κορίνθου, που για τους Σπαρτιάτες ήταν το προς Βορράν όριο ασφαλείας,
αλλά και το σύνορο ανάμεσα στη σπαρτιατική και την αθηναϊκή ζώνη
επιρροής, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Όταν ο Θεμιστοκλής επέστρεψε
άπρακτος στην Αθήνα, οι συμπατριώτες του θύμωσαν τόσο για τούτη τη
διαπραγματευτική του αποτυχία (τους είχε συνηθίσει, βλέπεις, σε
επιτυχίες), που του αφαίρεσαν αμέσως τον τίτλο του στρατηγού, λίγους
μόλις μήνες μετά το θρίαμβό του στη Σαλαμίνα. Ίσως να ήταν βέβαιοι οι
Αθηναίοι πως αυτή τη φορά, δεν τους σώζει τίποτα, ούτε καν η μεγαλοφυία
του Θεμιστοκλή, που έμοιαζε να έχει εξαντλήσει τις ικανότητές του σε
κείνη την τιτάνεια προσπάθεια στη Σαλαμίνα, που από πολιτικής απόψεως
ήταν ακόμα πιο δύσκολη.
Την τραγική μοίρα του Θεμιστοκλή θα
τη δούμε στο επόμενο κείμενο που θα του είναι αφιερωμένο ολόκληρο, έτσι,
τιμής ένεκεν που λεν και οι λόγιοι. Σήμερα θα παραμείνουμε στην χωρίς
τον Θεμιστοκλή μάχη των ΓΙλαταιών, όπου ο επικεφαλής των Αθηναίων
στρατιωτών Αριστείδης, ο επιλεγόμενος Δίκαιος, τον οποίο ο Θεμιστοκλής
στην αρχή της πολιτικής του καριέρας είχε εξορίσει, αλλά που τον είχε
χρησιμοποιήσει ωστόσο με επιτυχία στη Σαλαμίνα, τα ’κάνε ρόιδο, κατά το
δη λεγόμενον.
Πρέπει να πούμε, πάντως, πριν μπούμε
στον αγώνα, πως τούτη η περίεργη μάχη, που ακόμα προβληματίζει τους
ιστορικούς της στρατιωτικής τέχνης (η οποία, ως γνωστόν, δεν ανήκει
στις... καλές τέχνες), δεν θα γινόταν αν δεν αποτύγχαναν ως διπλωμάτες
και οι Πέρσες. Που πιθανώς θα κάθονταν για λίγο ακόμα ήσυχα στο όμορφο
περιβάλλον της ελληνικής Θεσσαλίας κι ύστερα θα έφευγαν για την πατρίδα
τους να δουν επιτέλους τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
Που λέτε, την άνοιξη του 479 π.Χ.
καταφτάνει στην Αθήνα με την ιδιότητα του μεσολαβητή και του
ειρηνοποιού, ποιος νομίζετε! Ο βασιλεύς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Α'
αυτοπροσώπως!!! (Προσοχή, μη γίνει καμιά τραγική σύγχυση με τον
Μεγαλέξαντρο, του οποίου ο πατέρας χρειάζεται ακόμα ενενήντα τρία
συναπτά έτη για να δει το φως της μέρας και της Ιστορίας).
Όταν ήρθε στην Αθήνα ο στενός φίλος
των Περσών, ο Μακεδών βασιλεύς, ο Θεμιστοκλής δεν ήταν πλέον στα
πράγματα και οι αριστοκράτες διάδοχοί του, ο Αριστείδης, και ο
Ξάνθιππος, δεν θεώρησαν επαρκείς τις ευνοϊκότατες προσφορές των Περσών,
που έκαναν μια ύστατη προσπάθεια να τα βολέψουν όπως όπως διά της
διπλωματίας, όπως και παλιότερα. Ξαπόστειλαν λοιπόν το Μακεδόνα βασιλιά
στην αριστοκρατούμενη και μονίμως μηδίζουσα Θεσσαλία και περίμεναν ή το
μοιραίο ή τους Σπαρτιάτες.
Μ’ αυτά και μ’ άλλα οι Πέρσες
θυμώνουν πολύ, τελικά. Και ξανακατηφορίζουν απ’ τα γνωστά μονοπάτια. Τις
Θερμοπύλες τις φυλάν πλέον ανεπαρκώς μόνο οι τάφοι των ηρώων. Και τούτο
διότι οι Σπαρτιάτες που θα πολεμήσουν στις Πλαταιές υπό τον Παυσανία
βρίσκονται προς το παρόν στη Σπάρτη, θα ξεκινήσουν από κει εσπευσμένα,
μόνο όταν διαπιστώσουν πως οι Πέρσες δεν αστειεύονται, τουλάχιστον στον
κατά ξηρά πόλεμο. Και θα το διαπιστώσουν μόνο όταν οι Πέρσες έχουν ήδη
μπει στην Αθήνα και έχουν ήδη ρημάξει ό,τι δεν πρόλαβαν να ρημάξουν την
πρώτη φορά που την κατέλαβαν, λίγο πριν απ’ τη Σαλαμίνα.
Η Αθήνα, η ταλαίπωρη Αθήνα, αυτή τη
φορά θα σωθεί στ’ αλήθεια χάρις στον προαιώνιο εχθρό της, τη Σπάρτη. Η
οποία ωστόσο, τη σώζει όχι από αλτρουισμό, αλλά για να σωθεί η ίδια.
Βέβαια, η Σπάρτη δεν θα σώσει την
Αθήνα, ως πόλη, γιατί, όπως ήδη είπαμε, την πόλη θα την ισοπεδώσουν οι
Πέρσες. Σώζει όμως εκείνους που βασανίστηκαν περισσότερο απ’ όλους στους
Μηδικούς Πολέμους, τους δύστυχους Αθηναίους που άλλη μια φορά βρήκαν
καταφύγιο στην Αίγινα, την Τροιζήνα και την Κόρινθο. Αυτή η προσφυγιά
έπρεπε να τελειώνει επιτέλους, προκειμένου η Αθήνα να αρχίσει να
ετοιμάζει ολομόναχη σχεδόν αλλά με γερές ρίζες σ’ ολόκληρο το μεσογειακό
πολιτισμό, το θαύμα του «Χρυσού Αιώνα».
Ο Παυσανίας που οδηγεί τους
Σπαρτιάτες προς Βορράν δεν έχει κανένα αξίωμα, πλην του κηδεμόνα του
νεαρού βασιλιά Πλειστάρχου, γιου του Λεωνίδα, που ξαπόμεινε ο δύστυχος
στις Θερμοπύλες «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος» κι όχι γιατί είχε καμιά
διάθεση ν’ αυτοκτονήσει στα σίγουρα. (Η πειθαρχία δημιουργεί όντως ήρωες
κι αυτό το ξέρουν όλοι οι στρατοί, που δεν εμπιστεύονται τον ηρωισμό
στην... ιδιωτική πρωτοβουλία).
Δεν ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες για
τη μάχη των Πλαταιών, μια πόλη που βρισκόταν στα δυτικά του δρόμου
Αθηνών-Θηβών. Ξέρουμε πάντως πως ο Μαρδόνιος, που εκτός από σπουδαίος
διπλωμάτης ήταν και καλός στρατηγός, όταν είδε να πλησιάζουν στην Αθήνα
οι Σπαρτιάτες, την εγκατέλειψε στη δυστυχία της και στήθηκε στις
Πλαταιές να περιμένει τον εχθρό.
Αυτή τη φορά, ήθελε να διαλέξει
εκείνος το πεδίο της μάχης, διότι η υπεροπλία του δεν ήταν ιδιαίτερα
σημαντική. Είχε 50.000 και οι 'Ελληνες 30.000 μάχιμους. Κι όταν λέμε
Έλληνες, στη συγκεκριμένη περίπτωση εννούμε Σπαρτιάτες (κυρίως),
Αθηναίους, Πλαταιείς, Μεγαρείς, Αιγινήτες και Κορίνθιους. Αλλά, αν ο
Παυσανίας ήταν μόνος με τα παληκάρια του, θα έκανε καλύτερα τη δουλειά
του.
Αμαθοι οι υπόλοιποι στην τακτική του
σπαρτιατικού στρατού, σε μάχη επιθετική και όχι αμυντική, όπως στις
Θερμοπύλες, τα έκαναν μούσκεμα. Μάλιστα οι Αθηναίοι, υπό τον πολύ
Αριστείδη, που έπαιξε βέβαια το ρόλο του στον καταποντισμό
του Θεμιστοκλή, αντί να κινηθούν προς Νότον, όπως τους διέταξε ο
Παυσανίας κινήθηκαν προς Βορράν.
Έκτοτε, αγνοείται η τύχη του
αθηναϊκού στρατιωτικού αγήματος. Όχι, όμως, και του Αριστείδη. Αυτός,
που σημειωτέον είχε πολεμήσει και στο Μαραθώνα, θα επανεμφανιστεί στην
Αθήνα το 478 π.Χ., ένα χρόνο μετά τη μάχη των Πλαταιών, ως επώνυμος
άρχων. Τώρα που εξαφάνισε τον Θεμιστοκλή τούτος ο αδιόρθωτος
αριστοκράτης, μπορούσε ν’ αλωνίζει ελεύθερα.
Θέλουμε να πούμε, δηλαδή, ότι δεν
είναι και τόσο σίγουρο πως το παρωνύμιον «Δίκαιος» του το έδωσε η
Ιστορία και όχι οι πολιτικοί του φίλοι. Τρέχα γύρευε! Πού να ψάχνεις
τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια!!!
Μετά το αίσιο πέρας της μάχης των
Πλαταιών χάρη στην έξοχη στρατιωτική ταχτική των Σπαρτιατών, οι εξ
Ελλήνων σύμμαχοι αποφασίζουν να κυνηγήσουν τους Πέρσες μέχρι τη φωλιά
τους. Κι έτσι, ένα χρόνο μετά τις Πλαταιές, ο ελληνικός στόλος, με
επικεφαλής το Σπαρτιάτη βασιλιά Λεωτυχίδα, αποπλέει για τον Ελλήσποντο
και στην Μυκάλη συντρίβει τα εναπομείναντα από τη Σαλαμίνα πλοία των
Περσών.
Ύστερα απ’ αυτή την επιτυχία, οι
Ίωνες ξεθαρρεύουν και εξεγείρονται και πάλι κατά των Περσών. Επειδή,
όμως, ήξεραν τι τους περίμενε όταν θα ’φευγαν οι σύμμαχοι, ζήτησαν απ’
τους Σπαρτιάτες να τους ανακηρύξουν και επισήμως συμμάχους... όλων των
συμμάχων που κυνηγούσαν τους Πέρσες. Αλλά οι Σπαρτιάτες δεν θέλησαν να
αναλάβουν τόσο δύσκολες και επικίνδυνες υποχρεώσεις και αντιπρότειναν,
όλοι οι Ίωνες να πάρουν τα μπαγκάζια τους και να ’ρθουν να εγκατασταθούν
στις ελληνικές πόλεις που εμήδισαν, όπως π.Χ. η Θήβα.
Φυσικά, το ολοφάνερα βλακώδες σχέδιο
δεν πραγματοποιήθηκε και η μεταφορά των πληθυσμών θα γίνει τελικά με
καθυστέρηση, ακριβώς 2.400 ετών, το 1922. (Όποια βλακεία δεν πρόλαβαν να
την κάνουν οι αρχαίοι 'Ελληνες, την έκαναν οι νέοι. Και κουβάλησαν τους
προγόνους μου σε τούτο εδώ τον κακορίζικο τόπο, όπου ακόμα δεν πιάσαμε
ρίζες ούτε εμείς οι της δεύτερης γενιάς πρόσφυγες, που κάποιοι ανίατα
κρετίνοι συνεχίζουν να μας θεωρούν «τουρκόσποροι, και παρείσακτους.
Λοιπόν, ας ερχόμασταν τότε που έλεγαν οι Σπαρτιάτες και θα ’βλεπες τι
χαμπάρια, μάστορα δημαγωγέ, που μηδίζεις ανά τους αιώνες με την πρώτη
ευκαιρία).
Το 477 π.Χ., δύο χρόνια μετά την
μάχη των Πλαταιών και τη σχεδόν συνεχόμενη εκστρατεία στη Μυκάλη της
Μικράς Ασίας, πάλι ο Λεωτυχίδας εκστρατεύει, αυτή τη φορά εναντίον των
Θεσσαλών, προκειμένου να τους τιμωρήσει παραδειγματικά για την όντως
αισχρή συμπεριφορά τους κατά τους Μηδικούς Πολέμους. Όμως φτάνοντας
εκεί, αντί έστω να τους τραβήξει τ’ αυτί, «τ’ αρπάζει» που λέμε σήμερα,
κοτζάμ βασιλιάς αυτός. Και γυρίζει άπραγος. Είδες οι Θεσσαλοί; Ατσίδες!
Ήταν πολύ πλούσιοι, βλέπεις! Μπορούσαν ν’ αγοράσουν μέχρι και
βασιλιάδες!
Το 476 π.Χ., ένα χρόνο μετά την
εκστρατεία του τυχερού Λεωτυχίδα στην εκ φύσεως τυχερή, λόγω γονίμου
εδάφους, Θεσσαλία, ο γνωστός μας Παυσανίας (που δεν πρέπει να συγχέεται
με τον περιηγητή και γεωγράφο του 2ου μ.Χ. αιώνα) πηδάει στα πλοία και
παίρνει δρόμο για την Κύπρο, την οποία και ελευθερώνει απ’ τους Πέρσες.
(Εδώ, έχουμε μια πρόωρη, από ιστορικής απόψεως, ενέργεια. Ο Παυσανίας
έπρεπε να αποπλεύσει για την Κύπρο το 1974, για να βοηθήσει το Μακάριο
και να προλάβει το... κακό. Αλλά και το Νταβός, ως προς το κυπριακό του
σκέλος).
Απ’ την Κύπρο τον τρομερό Παυσανία
τον βρίσκουμε ξαφνικά στο Βυζάντιο, που πάρα πάρα πολύ αργότερα θα δώσει
το όνομα του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ίσα ίσα για να μας καρφωθεί η
παρανοϊκή ιδέα της «Μεγάλης Ιδέας» που γέννησε την ιδέα της «μεγάλης
Ελλάδας», που όσο περισσότερο μικραίνει, τόσο μεγαλύτερο φαντάζεται τον
εαυτό της.
(Ω κρετίνοι, τώρα που μας
κουβαλήσατε εδώ θέλετε να μας ξαναπάτε εκεί; Και γιατί δεν μας αφήνατε
στον τόπο μας; Σε δουλειά να βρίσκεστε και «δουλειές» να κάνετε; Και
ποιος σας είπε ότι μας αρέσει να είμαστε το μπαλάκι στο παιχνίδι σας;)
Αλλά κοιτάξτε να δείτε την πλάκα που
έπαθε τούτος ο σπουδαίος Έλληνας όταν έφτασε στο Βυζάντιο, που τότε
ήταν το ορμητήριο του περσικού στόλου: Ήταν τέτοιος ο πλούτος και η
χλιδή που αντίκρισαν εκεί τα μάτια του, που ζαλίστηκε εντελώς ο
καημένος!
Πέταξε, λοιπόν, την ελληνική χλαμύδα, φόρεσε τη φρεσκοραμμένη περσική στρατιωτική στολή και έγινε Πέρσης με τα όλα του!!!
Ραχάτ-λουκούμ δεν υπήρχε, βέβαια,
εκεί εκείνη την εποχή, για τον απλό λόγο πως δεν υπήρχαν Τούρκοι. Όμως
τα χανουμάκια δεν είναι τούρκικη εφεύρεση. Μ’ αυτά και μ’ άλλα λοιπόν ο
Παυσανίας εξόκειλε πλήρως. Τον καταλαβαίνω τον άνθρωπο! Ανατολίτης είμαι
κι εγώ κατά το ήμισυ. (Και «βάρβαρος» Μακεδόνας κατά το άλλο ήμισυ, το
μητρικό).
Όμως, ο Παυσανίας κάποτε βαρέθηκε και
είπε να γυρίσει στη μητέρα πατρίδα, όπως και οι κουρασμένοι απ’ τη
λάντζα Ελληνοαμερικανοί που έρχονται εδώ ίσα ίσα για να' πεθάνουν.
Βέβαια, ο στρατηγός πλέον Παυσανίας, όπως όλοι οι στρατηγοί, δεν έκανε
ποτέ λάντζα στο Βυζάντιο. Καιρός, λοιπόν, ήταν να ζοριστεί λιγάκι στην
Σπάρτη. Για ένα διάστημα πάντως τη βόλεψε καλά κοροϊδεύοντας τον έναν
και τον άλλο, ως γνήσιος Έλλην. Αλλά στο τέλος και καθώς κατέφταναν τα
τεκμήρια της προδοσίας, οι συμπατριώτες του τον έκλεισαν σ’ ένα ναό και
τον άφησαν εκεί να πεθάνει απ’ την πείνα. Και όταν ακριβώς ήταν να
ξεψυχήσει, του άνοιξαν την πόρτα και πέθανε στο κατώφλι του ναού. Έτσι,
και η θανατική ποινή εξετελέσθη και ο ναός δεν βεβηλώθηκε μ’ ένα θάνατο
εντός αυτού.
Εκπληχτικοί αυτοί οι Σπαρτιάτες! Που
μπορεί να μην είχαν και τόσο αναπτυγμένο το «εθνικό φρόνημα», είχαν
όμως πολύ αναπτυγμένο το αίσθημα της αξιοπρέπειας κι αυτό νομίζω πως
είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό, παρότι πολλοί Νεοέλληνες θα διαφωνήσουν επ’
αυτού.
Ας αποχαιρετήσουμε λοιπόν για πάντα το
μεγάλο ήρωα των Πλαταιών, που καθώς είχαμε εμείς την ατυχία να μη
σκοτωθεί στη μάχη, δημιούργησε μύρια όσα προβλήματα στους Έλληνες
ιστορικούς, που δεν αποφάσισαν ακόμα αν πρέπει να τον κατατάξουν στους
«σωτήρες του έθνους» ή στους «προδότες του έθνους». (Τι δουλειά κι αυτή
του ιστορικού, που πασχίζει να μη χάσει την πανεπιστημιακή του έδρα! Ενώ
εγώ, που δεν έχω να χάσω παρά μόνο το μισθό σε περίπτωση... απολύσεώς
μου για όσα «αντεθνικά» κατά τους παυσανιοκέφαλους λέω σ’ αυτή τη
σελίδα, κινούμαι πολύ πιο άνετα, δεδομένου μάλιστα πως γράφω αυτά που
γράφω με τις πιτζάμες μου. Ως γνωστόν, όταν γράφεις φορώντας φράκο, αυτό
σου βγαίνει και στο χαρτί. Το οποίον, ούτω πως, αποχτά την επισημότητα
που στερείται καθαυτό.)
Λοιπόν, οι Έλληνες τελικά νίκησαν
κατά κράτος τους κραταιούς Πέρσες χάρη στην εκπληχτική έννοια της
«προσωπικότητας», που αναφύεται για πρώτη φορά στην Ιστορία αυτή την
περίοδο. Προσοχή, όμως: Όταν λέμε «προσωπικότητα» δεν εννοούμε
«ατομικότητα», που είναι έννοια νομική και που σήμερα χρησιμοποιείται
δολίως αντί της «προσωπικότητας».
***
Βασίλης Ραφαηλίδης - Νεοελληνική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Από την ελληνική αρχή στην αρχή της ελληνικής παρακμής · Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου,