Βασίλης Ραφαηλίδης: Η δυσκολία τού να είσαι Έλληνας

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ Επανάσταση του 1821 ήταν όντως επανάσταση. Αλλά με μια έννοια εντελώς διαφορετική απ’ αυτή που της δίνουν τα σχολικά εγχειρίδια και οι επίσημες Ιστορίες, που φαίνεται πως αγνοούν τη ση­μασία της λέξης. Επανάσταση, λοιπόν, σημαίνει εξέγερ­ση μέρους του λαού μιας συγκεκριμένης εθνότητας εναντίον μέρους του ίδιου λαού της ίδιας εθνότητας.
-->


Η Γαλλική Επανάσταση, για παράδειγμα, ήταν επανά­σταση, γιατί κάποιοι Γάλλοι ξεσηκώθηκαν εναντίον άλ­λων Γάλλων. Το ίδιο και η Οκτωβριανή Επανάσταση.

Ο πόλεμος που τελείται στη διάρκεια μιας επανά­στασης η οποία, σημειωτέον, δεν καταλήγει αναγκα­στικά σε πόλεμο, αφού οι διαφορές μπορούν να διευ­θετηθούν και με διαπραγματεύσεις, είναι αναγκαστικά εμφύλιος (πόλεμος ανάμεσα σε μέλη της ίδιας φυλής). Γιατί, λοιπόν, η Ελληνική Επανάσταση ονομάστηκε· επανάσταση; Αν οι Έλληνες πολεμούσαν τους Τούρκους, θα έπρεπε να έχουμε, απλώς, έναν «απελευθε­ρωτικό πόλεμο», με στόχο την εκδίωξη του κατακτητή από εδάφη που κατοικούνταν από μια συγκεκριμένη εθνότητα, που επιθυμούσε να αυτοδιοικηθεί και να αυτονομηθεί (να θεσπίζει η ίδια τους νόμους).

Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ δεν είναι αίτημα επαναστατικό, αλ­λά εθνικό, που το βάζει μια ετερονομούμενη εθνότητα (που υπακούει στους νόμους που θέσπισε μια άλλη εθνότητα). Σε τελική ανάλυση, το «εθνικό κράτος»δεν είναι τίποτα περισσότερο από το σύνολο των Κανόνων Δικαίου, που συνιστούν την έννοια του Κράτους και που είναι προσαρμοσμένοι στα ήθη και τον πολιτισμό μιας συγκεκριμένης εθνότητας. (Διευκρινίζουμε πως η εθνότητα είναι έννοια πολιτιστική και το κράτος έννοια νομική).

Το γεγονός, λοιπόν, πως η Ελληνική Επανάσταση εξαρχής ονομάστηκε επανάσταση και όχι «απελευθε­ρωτικός πόλεμος», δηλώνει πως αυτοί που εξεγέρθη­καν κατά των Τούρκων, δεν ήταν μόνο τα μέλη μιας συγκεκριμένης εθνότητας, π.χ. οι Έλληνες, αλλά όλες οι εθνότητες που κατοικούσαν στη γεωγραφική περιο­χή της Ελλάδας.

Η Ελλάδα, η οποία ποτέ δεν ήταν ενιαίο κράτος, ού­τε καν στην περίοδο της κλασικής αρχαιότητας που στηριζόταν στο διοικητικό σύστημα της πόλης- κρά­τους, κατοικούνταν από μια πανσπερμία εθνοτήτων, περίπου όμοιας εθνολογικής σύνθεσης μ’ αυτή που εί­χε ολόκληρη η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το γεγονός πως οι κάτοικοι αυτής της περιοχής μιλού­σαν ελληνικά, δε σημαίνει τίποτα από εθνολογική άποψη. Η ελληνική γλώσσα, εξαιτίας ακριβώς της τελειότητάς της, ήταν για αιώνες διεθνής.

Και θα ήταν και σήμερα, αν δεν έχανε για λίγους ψή­φους στο Κογκρέσο των πρώτων Πολιτειών που συναποτέλεσαν τις σημερινές Ηνωμένες Πολιτείες, όταν μπή­κε το πρόβλημα ποια γλώσσα έπρεπε να μιλούν οι κά­τοικοι του υπό σύστασιν νέου πολυεθνικού κράτους. Τελικά, κέρδισε η αγγλική εξαιτίας της κυριαρχίας των αγγλικής καταγωγής αποίκων -κι αυτό ήταν το πιο σοβαρό ατύχημα που συνέβη ποτέ στην ελληνική γλώσσα. Άλλωστε, η ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα και της πολυεθνικής Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των πολυεθνικών κρατών των επιγόνων του και της πολυεθνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, κάποτε η ελληνική γλώσσα και το ελληνικό έθνος, που δε μιλούσε ολόκληρο και κατ’ ανάγκη την ελληνική γλώσσα, κατάντησαν να γίνουν δολίως συνώ­νυμα. Αργότερα, στο διεθνιστικό πολιτιστικό χαρακτη­ριστικό της ελληνικής γλώσσας προστέθηκε και το διε­θνιστικό χαρακτηριστικό της ορθοδοξίας. Και, ω του θαύματος, από δύο διεθνιστικά χαρακτηριστικά γεννή­θηκε ένα εθνικό: Ο «ελληνοχριστιανισμός». Πρόκειται σαφέστατα περί λαθροχειρίας.

Οι λαοί, λοιπόν, που ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρ­κων, είχαν συνείδηση πως δεν ανήκαν στην ίδια εθνό­τητα και πως, αντίθετα, ανήκαν στο ίδιο καταπιεστικό Κράτος, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν μπορού­σαν, συνεπώς, να ονομάσουν την εξέγερσή τους «απε­λευθερωτικό πόλεμο», γιατί δεν ήταν μία και μόνο η εθνότητα που ζητούσε τη δημιουργία αυτόνομου κρά­τους, που κατ’ ανάγκη δε θα μπορούσε να είναι εθνι­κό. Την ονόμασαν, λοιπόν, εξαρχής επανάσταση (ή «αγώνα για την ελευθερία»), γιατί η εξέγερση κατά της οθωμανικής εξουσίας (προσοχή: όχι μόνο κατά των Τούρκων, που άλλωστε πολέμησαν μαζί με τους Άρα­βες υποτακτικούς τους υπό τον Μοχάμεντ ‘Αλι), ήταν όντως ένας πολυεθνικός εμφύλιος πόλεμος, όπου μια πολυεθνική ενότητα λαών ξεσηκώθηκε ενάντια σε ένα άλλο κομμάτι ταυ ίδιου πολυεθνικού λαού.

Ο χορός των δερβίσηδων στους Αέρηδες, 1821

ΠΡΑΓΜΑ που γίνεται φανερό, μεταξύ άλλων, κι από το γεγονός πως οι ‘Ελληνες Κοτζαμπάσηδες (οι προ­στατευόμενοι των Τούρκων προύχοντες – φεουδάρχες). καθώς και ο ανώτερος ορθόδοξος κλήρος σούρθηκαν στην επανάσταση με το ζόρι, και αφού καιροσκόπησαν για πολύ. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, πως ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, μετά την απελευθέρωση, ζη­τούσε για φέουδό του ολόκληρη την Εύβοια κι ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, που έγινε κατά λάθος εθνικός ήρωας, κρεμάστηκε απ’ τους Τούρκους εντε­λώς τυχαία, προς παραδειγματισμόν και μόνο και χωρίς να έχει φταίξει σε τίποτα, αφού ήταν φίλος εγκάρδιος των Τούρκων. Η πολιτική σκαρώνει συχνά τέτοια αστεία. Και η τούρκικη πολιτική ήταν πάντα αδίστακτη – και πάντα αποτελεσματική.

Το ότι έχασαν, τελικά, τον πόλεμο οι Τούρκοι στη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, δεν οφείλεται μόνο στον αναμφισβήτητο ηρωισμό των λαών που κατοικού­σαν εδώ, αλλά κυρίως στην απόφαση των μεγάλων δυνά­μεων της εποχής να δώσουν οπωσδήποτε μια λύση στο περίφημο «ανατολικό ζήτημα», δηλαδή στο πρόβλημα που δημιούργησε η καταρρέουσα πολυεθνική Οθωμα­νική Αυτοκρατορία. Κάτι έπρεπε να γίνει με τα συν­τρίμμια αυτής της Αυτοκρατορίας. Και η δημιουργία κρατών απ’ τα περιτρίμματα της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας ήταν πράγματι ένα τόσο πολύπλοκο πρό­βλημα, που δε βρήκε ακόμα την οριστική του λύση. Από δω και οι σημερινές διεκδικήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο. Από δω επίσης και η επικράτηση στη γλώσσα του λαού της έκφρασης «ανατολικό ζήτημα» για κάθε μακρόχρονη και άλυτη περιπλοκή. (Λέμε, «μην το κάνεις ανατολικό ζήτημα» ή «ανατολικό ζήτη­μα το έκανες».)

Ζήτημα δημιουργήθηκε όχι μόνο για την περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και για το κέν­τρο της: Πού έπρεπε να περιοριστεί το υπό διαμόρφωσιν νέο τουρκικό κράτος; Στην αρχή, οι μεγάλες δυνά­μεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία και Αυστρο­ουγγαρία) αποφάσισαν να αυτονομήσουν το Κουρδι­στάν και την Αρμενία. ‘Εγινε, μάλιστα, λόγος και για τα παράλια της Μικρός Ασίας. Όμως, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής αποφάνθη­καν πως η πρώην κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μίκραινε πάρα πολύ. Και χάρισαν στο νέο τουρκικό κράτος τις παραπάνω περιοχές. ‘Ετσι, το «ανατολικό ζή­τημα» διαιωνίζεται πάντα και είναι ακόμα ενοχλητικό για όλους τους λαούς της πρώην Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας, μηδέ των Τούρκων εξαιρουμένων. Όλα τα σύνορα των κρατών που προέκυψαν απ’ τη σωριασμέ­νη σε ερείπια Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι λίγο ως πολύ τεχνητά. Όπως ήδη καταλάβαμε τεχνητά είναι και τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας. Ούτως εχόντων των πραγμάτων με το πάντα ακανθώδες «ανατολικό ζή­τημα», καλό θα ήταν τα σύνορα των κρατών που προέ­κυψαν απ’ την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας να μείνουν εκεί που έτυχε να βρίσκονται σή­μερα. Γιατί κανείς δε θα μπορούσε να πει με σιγουριά πού θα έπρεπε να τοποθετηθούν τα σύνορα του κάθε εθνικού ή τεχνητά εθνικού κράτους, ειδικότερα σε τού­τη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου οι λα­οί και οι εθνότητες συμφύρονται από αρχαιοτάτων χρό­νων.

Ο Γεράσιμος Κακλαμάνης, που με το τρομερό βιβλίο του «Επί της δομής του Νεοελληνικού Κράτους» (έκ­δοση του συγγραφέα) μας προμήθευσε τα ερεθίσματα και για το σημερινό έκτο ομοθεματικό κείμενο, λέει πως στην Ελληνική Επανάσταση πήραν μέρος όχι μόνο Αρβανίτες και Βλάχοι (αυτό δεν αμφισβητείται) αλλά και 430.000 περίπου μωαμεθανοί κατά το θρήσκευμα, που άλλοι απ’ αυτούς ήταν Τούρκοι στην καταγωγή, πλήρως εξαθλιωμένοι απ’ την αυταρχικότητα του Οθωμανικού Κράτους και άλλοι Έλληνες που ασπά­στηκαν το μωαμεθανισμό και που δεν ήταν λίγοι.

Βέβαια, η πολιτική ηγεσία της επανάστασης έμεινε στα χέρια των πλούσιων Ελλήνων εμπόρων αστών της διασποράς. Αλλά αυτοί δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε χωρίς τη μάχιμη συμμετοχή όλων των λαών, όλων των εθνοτήτων που κατοικούσαν στη γεωγραφική περιοχή της σημερινής Ελλάδας. Πράγμα που γίνεται φανερό κι από το γεγονός πως πάρα πολλοί απ* τους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης δεν ήταν Έλ­ληνες, από φυλετική άποψη. ‘Ηταν όμως ‘Ελληνες από πολιτιστική άποψη, μιας και είχαν διαμορφώσει ήδη έναν πολιτισμό, που ωστόσο δεν είναι αμιγώς ελληνι­κός, αλλά προϊόν ανάμειξης πολλών και ποικίλων πολι­τιστικών στοιχείων.

ΣΗΜΕΡΑ δεν μπορούμε να μιλούμε σε τούτο τον τό­πο για «φυλετική καθαρότητα». Οι «καθαροί Έλλη­νες» είναι αποκύημα της φαντασίας ακαθάρτων εγκε­φάλων, που συνεχίζουν να μας εξαπατούν με ανύπαρ­κτα και φασίζοντα «αιματολογικά επιχειρήματα». ‘Αλ­λωστε, μόνο ο Χίτλερ τόλμησε να μιλήσει ηλιθίως περί «καθαρότητας του αίματος». Γιατί, λοιπόν, τον μιμούν­ται τόσοι πολλοί σε τούτο τον πολυεθνικό τόπο; Μα, διότι είναι καθησυχαστικό από ψυχολογική άποψη να νιώθει κανείς πως είναι μέλος μιας «μεγάλης οικογένει­ας» που λέγεται έθνος. ‘Ολοι φαίνεται πως έχουν ξεχά­σει τον άψογο ορισμό του Ισοκράτη, σύμφωνα με τον οποίο Έλληνες είναι αυτοί που μετέχουν της Ελληνι­κής Παιδείας.

Απ’ αυτή την άποψη δεν καταλαβαίνω γιατί είναι περισσότερο ‘ Ελληνας ο ελληνικά απαίδευτος δημαγω­γός Χ από τον Βιλαμόβιτς και τον Τζορτζ Τόμψον, για παράδειγμα. Θάψαμε πρόσφατα με τιμές τον Αγγλοεβραίο Κάρολο Κουν, αλλά δεν τολμήσαμε να πούμε πως η αγγλοεβραιοελληνική του καταγωγή (η μάνα του ήταν Ελληνίδα) δεν τον εμπόδισε καθόλου να μετέχει της ελληνικής παιδείας όσο λίγοι «καθαρόαιμοι».

Τηρουμένων των αναλογιών πολιτιστικής προσφοράς και πολιτιστικού μεγέθους, ανάμεσα στον Κουν και τους άλλους «φυλετικά νόθους» αυτού του τόπου, θα ήταν ηλίθιος όποιος αντιμετώπιζε π.χ. τον Τέρενς Κουίκ ως Άγγλο, γιατί Άγγλος είναι ο πατέρας του, και τη Μαρίζα Κωχ ως Γερμανίδα, γιατί Γερμανός είναι ο πατέρας της. Κι αν αυτούς τους επισημαίνει κανείς εύ­κολα απ’ τα ονόματά τους, τους Αρβανίτες, τους Βλά­χους και τους Σλάβους τους επισημαίνει δυσκολότερα, κυρίως γιατί είναι από αιώνες εγκατεστημένοι σε τούτo τον τόπο.

Μόνο ο Χίτλερ τόλμησε να μιλήσει ηλιθίως περί «καθαρότητας του αίματος». Γιατί, λοιπόν, τον μιμούν­ται τόσοι πολλοί σε τούτο τον πολυεθνικό τόπο;

ΩΣΤΟΣΟ, πολλά επίθετα είναι αδιάψευστοι μάρτυ­ρες της φυλετικής προέλευσης τουλάχιστον των μισών Νεοελλήνων. Τα ονόματα Γκίκας, Γκέκας, Τόσκος και Κιοσές είναι τυπικά αρβανίτικα. Αρβανίτικο είναι επί­σης και το κοινότατο όνομα Σιδέρης, που δινόταν ως επαγγελματικός προσδιορισμός στους σιδεράδες Αρβα­νίτες, καθώς και όλα τα ονόματα που έχουν ως πρόθε­μα τη λέξη Αρβανίτης, όπως Αρβανιτάκης, Αρβανιτόπουλος κτλ.

Ομοίως, υπάρχει μια τεράστια σειρά ελληνικών επιθέ­των με πρόθεμα τη λέξη Βλάχος, όπως Βλαχόπουλος, Βλαχάκης, Βλαχογιάννης, Βλαχομήτρος κτλ. Εύκολα ξε­χωρίζουν επίσης ονοματολογικά και οι έχοντες προγό­νους Σλάβους: Στογιάννης, Στάϊκος κτλ. Η γλώσσα ήταν και παραμένει πάντα η πιο έγκυρη πηγή για την επιστήμη της Εθνολογίας. Όλοι ξέρουμε άλλωστε πως οι μισές από τις νεοελληνικές λέξεις είναι αρβανίτικες, τούρκικες, βλάχικες και σλάβικες. Κατά ποια λογική, λοιπόν, μιλούμε για «φυλετική καθαρότητα» σ’ έναν τό­πο που όλοι μας έχουμε στο γενεαλογικό μας δέντρο περισσότερους του ενός «αλλόφυλους» προγόνους; Και τι μπορεί να σημαίνει να είσαι Έλληνας  αν δε μετέ­χεις της ελληνικής παιδείας, κατά τον iσοκράτειο ορισμό;

Στην Ελλάδα, λέει ο Κακλαμάνης, λόγω της πολυε­θνικής της κοινωνικής σύνθεσης δεν υπήρχαν καταστά­σεις κοινές σε μεγάλες μάζες ανθρώπων, διότι η κατά­σταση μιας εθνότητας δεν είναι η κατάσταση της άλλης. Και η κατάσταση που ένωνε τους λαούς που εξεγέρθη­καν κατά των Τούρκων σε τούτο τον τόπο ήταν η υπο­δούλωση ανθρώπων διαφορετικής εθνολογικής προέ­λευσης, μηδέ των φτωχών Τούρκων εξαιρουμένων. στον ίδιο δυνάστη – και πέραν τούτου ουδέν. Ούτε καν η ελληνική παιδεία. Διότι παιδεία δεν είναι τα κολλυβογράμματα του Κρυφού Σχολειού. Ούτε η αποστήθιση παραγράφων από την Αγία Γραφή. Άλλωστε, στο Κρυφό Σχολειό μάθαιναν γράμματα – στα παιδιά – όσα  τους μάθαιναν, τέλος πάντων – όχι, βέβαια, για να διαβάζουν τους κλασικούς στο πρωτότυπο, ή έστω σε με­τάφραση, αλλά για να «κοινωνούν της Αγίας Γραφής» στην έτσι κι αλλιώς ακατανόητη για τους πολλούς μετά­φραση των Εβδομήκοντα στην αλεξανδρινή διάλεκτο.

Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία έκανε καλά τη δουλειά της από εκκλησιαστική άποψη. Και έκανε πολύ καλά που έκανε καλά τη δουλειά της. Αλλά είναι τερατώδες να βαφτίζουμε εθνικό ένα έργο που εί­ναι μόνο θρησκευτικό, βάζοντας έτσι τα «ιστορικά θε­μέλια» για τη φριχτή απάτη που πήρε το ψευδώνυμο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός». Πρέπει να καταλά­βουμε επιτέλους πως «Έλληνες εισί, οι της ελληνικής παιδείας μετέχοντες» – και τίποτα περισσότερο.

πηγή:lifo.gr