-->
Σύμφωνα με ανακοίνωση – καταγγελία του Πανελλήνιου Συλλόγου Εργαζομένων στο ΕΛΚΕΘΕ, ο κίνδυνος αυτή τη φορά προέρχεται από τα έργα (βυθοκόρηση) για κατασκευή της νέας προβλήτας κρουαζιεροπλοίων από την COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, έργο το οποίο ξεκίνησε εν μέσω καραντίνας και διεκόπη με προσωρινή διαταγή του ΣτΕ.
Οι εργαζόμενοι του ΕΛΚΕΘΕ καταγγέλλουν ότι ρυπασμένα ιζήματα με βαρέα μέταλλα και άλλα τοξικά υλικά απομακρύνονται από την ευρύτερη περιοχή του λιμανιού του Πειραιά και απορρίπτονται ανοιχτά στο Σαρωνικό. «Τέτοιου είδους εργασίες ενδέχεται να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας υποθαλάσσιας τοξικής χωματερής χιλιάδων κυβικών μέτρων με καταστροφικές συνέπειες κυρίως για το βένθος αλλά και για το σύνολο των ενδιαιτημάτων και οικοσυστημάτων της περιοχής», καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι του ΕΛΚΕΘΕ.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
-->
«Σε παγκόσμιο επίπεδο η προστασία του περιβάλλοντος και των οικοσυστημάτων αναδεικνύεται πλέον σε κυρίαρχο ζήτημα ζωτικής σημασίας για τις ανθρώπινες κοινωνίες και το μέλλον του πλανήτη. Δυστυχώς στην Ελλάδα η οπισθοδρόμηση ως προς αυτό το ζήτημα είναι συνεχής γεγονός που αποτυπώνεται με τον πιο τραγικό τρόπο μέσα στα τελευταία νομοθετήματα που στο όνομα της «ανάπτυξης» δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να διευρύνουν την υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος. Ήδη μέσα από τη διευκόλυνση αδειοδοτήσεων μεγάλων επενδυτικών έργων, η προστασία των οικοσυστημάτων αίρεται, οι ήδη υποβαθμισμένες περιοχές Natura2000 βάλλονται ανεπανόρθωτα, ενώ μεγάλες ορεινές, παράκτιες, αλλά και θαλάσσιες περιοχές παραχωρούνται στις ορέξεις των επενδυτών. Παράλληλα αγνοείται παραδειγματικά κάθε αντίδραση τοπικών κοινωνιών, περιβαλλοντικών κινημάτων, επιστημονικών φορέων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το περιβαλλοντικό έγκλημα που συντελείται για ακόμη μια φορά στον Σαρωνικό. Στις αρχές Μαρτίου, και εν μέσω έκτακτων μέτρων λόγω της πανδημίας Covid-19, ξεκίνησαν υπό εξαιρετικά θολές και αδιαφανείς διαδικασίες οι βυθοκορήσεις ρυπασμένου ιζήματος, βαρέων μετάλλων και άλλων τοξικών υλικών από το λιμάνι του Πειραιά και η απόρριψη αυτών ανοιχτά του Σαρωνικού, με στόχο την κατασκευή νότιου λιμενοβραχίονα για την υποδοχή μεγάλων κρουαζιερόπλοιων (το εγκεκριμένο προ διετίας, Master Plan του Οργανισμού Λιμένα Πειραιώς, μπήκε σε εφαρμογή). Διεκδικώντας για άλλη μια φορά την παγκόσμια πρωτοτυπία, το Υπουργείο Περιβάλλοντος έδωσε το πράσινο φως για την εκπόνηση εργασιών που θα ταίριαζαν σε σενάριο ταινιών δυστοπικής πραγματικότητας, καθώς τέτοιου είδους εργασίες ενδέχεται να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας υποθαλάσσιας τοξικής χωματερής χιλιάδων κυβικών μέτρων με καταστροφικές συνέπειες κυρίως για το βένθος αλλά και για το σύνολο των ενδιαιτημάτων και οικοσυστημάτων της περιοχής.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα εξακολουθεί ακόμα να υπάρχει έλλειψη σαφούς πλαισίου κανόνων σε ότι αφορά τις απορρίψεις βυθοκορημάτων στη θάλασσα, όπως για παράδειγμα εθνικών επιπέδων αναφοράς/παρέμβασης για τις συγκεντρώσεις χημικών ρυπαντών. Λόγω της παραπάνω έλλειψης, οι επιστήμονες στην Ελλάδα θα μπορούσαν να λαμβάνουν υπ’ όψη τις μεθοδολογίες και τις κατευθυντήριες γραμμές του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, που είναι σε σύμπνοια με διεθνείς συμβάσεις προστασίας από τη θαλάσσια ρύπανση (Πρωτόκολλο του Λονδίνου-1972, Διεθνής Σύμβαση της Βαρκελώνης -1976 κ.ά.), καθώς και τα ανάλογα επίπεδα χημικών ρυπαντών που ισχύουν στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη μέλη των Συμβάσεων.
Παρόλα αυτά, στην σχετική απάντηση του ΕΛΚΕΘΕ προς το Συνήγορο του Πολίτη αναφέρεται ότι οι μεθοδολογίες που εφαρμόστηκαν στην πρόσφατη ειδική μελέτη που εκπονήθηκε από τo Εργαστήριο Ανόργανης και Αναλυτικής Χημείας στη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ (Δεκέμβριος 2017) είναι αναντίστοιχες με τη διεθνή βιβλιογραφία και τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές. Συγκεκριμένα, ενώ η μεθοδολογία της μελέτης έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις απόθεσης σε χερσαίο χώρο, διαπιστώνεται εν τέλει ότι τα βυθοκορήματα είναι κατάλληλα για θαλάσσια απόρριψη. Επιπλέον, η συγκεκριμένη μελέτη δε λαμβάνει υπ’ όψη την απόκλιση που παρουσιάζουν οι συγκεντρώσεις των ανόργανων και οργανικών ρύπων των βυθοκορημάτων από τις τιμές του αδειοδοτημένου θαλάσσιου χώρου υποδοχής και συμπεραίνει ότι η απόρριψη «δεν θα προκαλέσει μεταβολή της υπάρχουσας βενθικής πανίδας στον ευρύτερο χώρο αποδοχής». Ας σημειωθεί εδώ ότι ειδικές μελέτες που εκπονήθηκαν από το ΕΛΚΕΘΕ το χρονικό διάστημα 2012-2014 και αφορούσαν την κατασκευή κρηπιδότοιχου για εξυπηρέτηση κρουαζιερόπλοιων στην περιοχή Αγίου Νικολάου του Κεντρικού Λιμένα Πειραιά, έδειξαν ότι τα βυθοκορήματα περιείχαν απαγορευτικά υψηλές συγκεντρώσεις οργανικών και ανόργανων ρύπων και για αυτό το λόγο κρίθηκαν ακατάλληλα για θαλάσσια διάθεση. Χωρίς την κατάλληλη μελέτη και μεθοδολογία απόρριψης τέτοιου είδους πρακτικές μπορούν να προκαλέσουν εκτεταμένες και επιβλαβής επιπτώσεις στο ευρύτερο οικοσύστημα, όπως μείωση βενθικών πληθυσμών και βιοποικιλότητας, αλλοίωση του ενδιαιτήματος, ακόμη και έκθεση θαλάσσιων ασπόνδυλων και ψαριών σε επαναιώρηση τοξικών ρυπαντών.
Μια κατάλληλη ειδική μελέτη θα πρέπει να περιλαμβάνει ειδικό σχεδιασμό λαμβάνοντας υπόψη πληθώρα κριτηρίων. Δυστυχώς όμως για τις συγκεκριμένες εργασίες δε ζητήθηκε κάτι αντίστοιχο, ούτε στοιχειωδώς γνωμοδότηση από το ΕΛΚΕΘΕ, τον επίσημο δηλαδή κρατικό επιστημονικό φορέα επιφορτισμένο με τη μελέτη και προστασία των θαλασσών και της παράκτιας ζώνης. Ακόμα και εκ των υστέρων, όταν ζητήθηκε η γνώμη του ΕΛΚΕΘΕ, οι εργασίες βυθοκόρησης και απόρριψης συνεχίστηκαν επιφέροντας τεράστιο πλήγμα στο θαλάσσιο περιβάλλον που αντιμετωπίζεται κυνικά ως πόρος προς αλόγιστη και χωρίς όρους εκμετάλλευση.
Οι εργαζόμενοι, επιστήμονες του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών ενώνουμε την φωνή μας με τους φορείς, δήμους, κοινότητες, κινήματα, συλλογικότητες, που αγωνίζονται ενάντια στο περιβαλλοντικό έγκλημα που συντελείται στην περιοχή του Σαρωνικού.
Απαιτούμε
Οριστική ακύρωση των βυθοκορήσεων από το λιμάνι του Πειραιά
Άμεση εκπόνηση μετρήσεων για την εκτίμηση της καταστροφής
Λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας λόγω των μέχρι τώρα επιπτώσεων
Άμεση μελέτη για την εκπόνηση εργασιών αποκατάστασης της καταστροφής»