Μανόλης Ανδρόνικος: Ιστορία και ποίηση | Ο μαντατοφόρος από τη Σαλαμίνα

Αν γράφοντας τη στιγμή αυτή τη λέξη Αιγαίο μπορούσαμε να φέρουμε στη μνήμη μας το φως των πρώτων στίχων του Ελύτη ή τη λευκή ερημία της Δήλου μαζί με την ομορφιά του γυμνού ανθρώπινου κορμιού που χαίρεται τις αμμουδιές, όπου τελειώνει το κυμάτισμα της θάλασσας αυτής˙ αν μπορούσαμε να 


ξεχάσουμε τις καθημερινές μας έγνοιες και να απλώσουμε το μάτι μας ήσυχο επάνω στα νερά του ή να θυμηθούμε πόσες φορές γέμισαν τα στήθια μας με την καθαρή πνοή του· αν γινόταν να μην αναστατωνόμασταν μονάχα στο άκουσμά του και στην απροσδόκητη σύνδεσή του με τις πιο συγχρονισμένες εκφράσεις για “σεισμογραφικές” έρευνες και για “στρατιές” που σημειολογούνται με το δικό του όνομα· αν τουλάχιστο είχαμε απομείνει στα ειδυλλιακά επεισόδια των “αλιευτικών”, που τα περιπολικά πλοία της γειτονικής χώρας τα οδηγούσαν στα λιμάνια τους για να ταλαιπωρήσουν τους βασανισμένους ψαράδες μας, που άπλωναν τα δίχτυα τους για να γεμίσουν ψάρια που είχαν το ίδιο όνομα στις γλώσσες και των ψαράδων και των ναυτικών που τους έπιαναν – λαβράκια, σαρδέλες, μπαρμπούνια!
Όμως το καλοκαίρι αυτό δεν το δρόσισαν – κι ας φύσαγαν όπως αιώνες τώρα – τα μελτέμια του.
Έτσι το “στίγμα” μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, καθορίζεται από τα επιτελεία και όχι μονάχα τα ναυτικά· λοιπόν “παραμένομεν εις την αυτήν θέσιν αναμένοντες διαταγάς”, όπως έγραφε και ο Σεφέρης αντλώντας τη φράση από τα “ημερολόγια καταστρώματος” και συμπληρώνοντάς την με τον στίχο του Χέλντερλιν: “Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;” Χρειάζονται για να καταγράφουν στα “ημερολόγια καταστρώματος” την ιστορία και τη φρίκη της, να ρωτούν μαζί με τους άλλους πολίτες και να αποκρίνονται για λογαριασμό τους.
Τη γνώμη των δυνατών ποιος θα μπορέσει
να τη γυρίσει;
Ποιος θα μπορέσει ν’ ακουστεί;
Αυτό το ερώτημα, που φαινόταν αναπάντητο πριν από είκοσι χρόνια – για μερικούς μοιάζει το ίδιο αποφασιστικό και σήμερα – ο ποιητής ξέρει πως έχει μια απόκριση απλή:
-Ναι· όμως ο μαντατοφόρος τρέχει
κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει
σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο
το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.
Από τη Σαλαμίνα ώς τα Σούσα ήταν μακρύς ο δρόμος και το μήνυμα αργούσε να φτάσει· όμως από τα αλβανικά βουνά ώς τη Ρώμη τα μηνύματα έφταναν πιο γρήγορα· το ίδιο γρήγορα έφτασαν και από το Στάλιγκραντ στο Βερολίνο κι από τη Σαϊγκόν στην Ουάσιγκτον. Τα μηνύματα φτάνουν· ίσως μονάχα είναι τότε αργά για τον Ξέρξη να καταλάβει το νόημά τους και να μεταμεληθεί για την απερίσκεπτην υπεροψία και ύβρη… Ίσως είναι αργά και για τους άβουλους μισθοφόρους που τον ακολούθησαν και θυσιάζουν τη ζωή τους μέσα στην καταστροφή που προκαλούν.
Αφού ο ποιητής μας έφερε στο νου τη Σαλαμίνα κι αυτή με τη σειρά της άλλα πιο πρόσφατα μηνύματα, καλό είναι να θυμηθούμε πως τα μηνύματα τούτα – και όλα τα παρόμοια – δεν γράφτηκαν μέσα σε μια ώρα ή σε μια μέρα ούτε και φώτισαν τον ουρανό με πυροτεχνήματα. Γι να φτάσουν οι Αθηναίοι στη Σαλαμίνα χρειάστηκε να ξεσηκωθούν ολόκληρος λαός, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να παρατήσουν τα σπίτια τους και τα χωράφια τους και να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς οι απόλεμοι, κι οι άντρες να μπούνε στα καράβια του πολέμου. Η Αισχύλεια ρήση “νυν υπέρ πάντων ο αγών” δεν αποτελεί ποιητική μεγαληγορία, αλλά επιγραμματική ερμηνεία της ιστορικής πραγματικότητας. Και η επιγραμματική σύνοψη του ποιητή ισχύει και για τα άλλα μηνύματα που θυμηθήκαμε και για όλα τα ομόλογα που έστειλαν οι λαοί μέσα στην ιστορική διαδρομή τους επάνω στη γη.
Αν η ιστορία και η τέχνη μπορούν να διδάξουν ακόμη κάτι στον άνθρωπο της καταναλωτικής κοινωνίας είναι, ίσως, πως για να φτάσει κανείς στην Ιθάκη πρέπει να κλείσει τ’ αφτιά του στις Σειρήνες, ν’ αντισταθεί στη μαγεία της Κίρκης και να αρνηθεί τη γλυκιά γεύση των λωτών. Και για να μη μιλούμε μονάχα με παραμύθια και παραβολές, καιρός είναι να πούμε πως όταν βρισκόμαστε εκεί που βρισκόμαστε εδώ και χρόνια οφείλουμε να το αποφασίσουμε  αν είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε ελεύθεροι ή δούλοι. Καίριο είναι να γνωρίσουμε με κάθε τρόπο πως οι δυο αυτές έννοιες σημαίνουν δυο τρόπους ζωής αντιφατικά διαστελλόμενους. Το διαζευκτικό αυτό “Ή” δεν είναι βολετό να αντικατασταθεί από κανένα άλλο σύμβολο γραμματικό, μαθηματικό ή αλχημικό. Φοβούμαι πως είναι ανάγκη να υπερασπιστώ τη μνήμη του Λαπαλίς λέγοντας πως ο άνθρωπος είναι ελεύθερος ώς την ώρα που γίνεται δούλος ή αλλιώς πως δεν μπορείς να είσαι και ελεύθερος και δούλος ή “εν μέρει” ελεύθερος και “ν μέρει” δούλος. Πιο καταγέλαστο και από την αλήθεια του Λαπαλίς είναι το ψέμα που με περισσότερη φιλοσοφική ή πολιτική ή φιλοσοφικοπολιτική “διαλεκτική” προσπαθούν να θεμελιώσουν μερικοί, πως δηλαδή ο δούλος του ελεύθερου μοιράζεται με τον κύριό του και την ελευθερία του, ώστε μέγιστο συμφέρον του είναι ν’ αγωνιστεί για την κοινή αυτή ελευθερία πολεμώντας τους εχθρούς της ελευθερίας που θέλουν να υποδουλώσουν τον κύριό του με αποτέλεσμα να χαθεί η ανθρώπινη ελευθερία και από τους ελεύθερους και από τους δούλους των ελεύθερων. Ίσως να υπάρχει ένα μακρινό ιστορικό τεκμήριο στη σκέψη τους, λιγάκι διαφορετικό και συνάμα διδακτικό. Οι Ρωμαίοι της αρχαιότητας αγαπούσαν τις μονομαχίες· οι δούλοι μονομάχοι αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλον ώς το θάνατο· ο θάνατος το ενός ήταν η ζωή του άλλου, που συνέχιζε, ωστόσο, να παραμένει δούλος, έχοντας έτσι την ευκαιρία να μονομαχήσει και κάποια άλλη φορά με κάποιον άλλο δούλο. Οι διασκεδάσεις αυτές των αρχαίων Ρωμαίων δεν ωφέλησαν βέβαια σε τίποτα το Imperium Romanum που έσβησε με ιστορική αναγκαιότητα, όχι βέβαια από τους ολιγάριθμους βαρβάρους που κατέβηκαν για να πελεκήσουν τον κούφιο πια κορμό του.
Οι συνειρμοί μας οδήγησαν μακριά, όπως οδήγησαν και το Σεφέρη από τη “Σαλαμίνα της Κύπρος” στο μαντατοφόρο της άλλης Σαλαμίνας, όπου βούλιαξαν τα ασιατικά καράβια από τα έμβολα των μικρών ελληνικών τριήρεων που έδιναν τον θανάσιμο αγώνα για Λευτεριά ή Θάνατο. Τότε είχαν “μηδίσει” κάποιοι Έλληνες, άλλοι από ανάγκη και άλλοι από φρόνηση που τους έλεγε πως είναι μάταιος ο αγώνας με τον Μεγάλο Βασιλέα. Σήμερα δεν υπάρχουν δηλωμένοι “μηδίζοντες”· υπάρχουν όμως, φοβούμαι, πολλοί φρόνιμοι και “ρεαλιστές” που έχουν αποφασίσει πως η ιστορία γράφεται από τους δυνατούς· το ερώτημα που μένει να αποκριθούν είναι: ποιους θεωρούν δυνατούς και τι σημαίνει δύναμη; Ίσως την απόκριση θα μπορούσε να τη δώσει ένας Έλληνας που λεγόταν Μακρυγιάννης· όμως ο Μακρυγιάννης είχε αλλιώς αποφασίσει για τη ζωή και για το θάνατο, για την ελευθερία και για τη σκλαβιά, για τον πατριωτισμό και την ευημερία. Γι’ αυτό είπε τα μυθικά εκείνα λόγια στο De Rigny (Ντερνύ, όπως τον μεταγλωττίζει ο ίδιος): “… η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος παλαιόθεν και ώς τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούν. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Και όταν κάνουν αυτείνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς”.
“Αυτή είναι η πίστη και η ασφάλεια που μας δίνει ο Μακρυγιάννης” θα σχολιάσει ο Σεφέρης το 1943, μέσα στις πιο κρίσιμες ώρες του πολέμου.
  • Πρώτη δημοσίευση: Το Βήμα, 26 Αυγούστου 1976
_____________________________________
Ο Mανόλης Aνδρόνικος, Αρχαιολόγος, γεννήθηκε στην Προύσα τον Οκτώβριο του 1919. Αργότερα με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών. Αργότερα έγινε καθηγητής Kλασικής Aρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1952. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη με τον Sir John D. Beazley (1954-1955). Υπηρέτησε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), το 1961 έκτακτος καθηγητής της Β’ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα. Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του σύλλογου «Η τέχνη». Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στην Βέροια, την Νάουσα, το Κιλκίς, την Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στην Βεργίνα, όπου ανέσκαψε το σημαντικότατο νεκροταφείο τύμβων των γεωμετρικών χρόνων και συνέχισε σε συνεργασία με τον Γ. Μπακαλάκη την ανασκαφή του ελληνιστικού ανακτόρου που είχε αρχίσει το 1937 ο Κ. Α. Ρωμαίος. Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρείται η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στην Βεργίνα έφερε στο φως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον βασιλικό τάφο του Φιλίππου του Β’ βασιλιά της Μακεδονίας. Ο τάφος ήταν ασύλλητος με ανεκτίμητα ευρήματα. Αυτή ήταν και μία από τις μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Μανόλης Ανδρόνικος πέθανε στις 30 Μαρτίου 1992
Πηγή: Times News