Πέθανε στα 84 χρόνια της η σπουδαία ηθοποιός, που ταυτίστηκε όσο κανένας άλλος με το κινηματογραφικό του σύμπαν. Πρωταγω-νίστρια στον «Θίασο», μια αριστερή Ηλέκτρα σε εποχές Εμφυλίου, αλλά και στους «Κυνηγούς» και τον «Μεγαλέξανδρο», έκανε στη συνέχεια μεγάλη και πλούσια πορεία σε οθόνη και σανίδι.
Και μόνο το όνομά της, Εύα Κοταμανίδου, είναι η πιο αποστομωτική απάντηση σε όσους επέμεναν, και ίσως ακόμα επιμένουν, ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δεν είχε ανάγκη ή δεν πίστευε στις μεγάλες ερμηνείες, γιατί ο δικός του απόλυτος κινηματογραφικός κόσμος ήταν πάνω από όλα. Η Ελληνίδα ηθοποιός, νέα τότε και άγνωστη, παιδί του Θεάτρου Τέχνης, πολύ πριν από σταρ σαν τον Αντονούτι, τον Μαστρογιάνι, τον Καϊτέλ (ιδίως, τον Καϊτέλ), την Μορό, τη Μόργκενστερν, τον Νταφόε και τον Γκαντς, έδωσε στο σινεμά του Τεό την πνοή, το συναίσθημα και το ανθρώπινο μέγεθος που κάθε ταινία χρειάζεται.
Ηταν αυτή που σημάδεψε ανεξίτηλα την περίοδο που ο σκηνοθέτης κατακτούσε δυναμικά την παγκόσμια αναγνώριση. Εγινε το γυναικείο σύμβολο της τέχνης του. Η φωνή της, το πάθος και η γκάμα της ερμηνείας της, το λυγερό κορμί της κυριάρχησαν στον «Θίασο», αλλά και στους «Κυνηγούς». Κι όταν κάποια στιγμή αποχώρησε από το σύμπαν του, αρκούμενη σε μικρά περάσματα, «σαν να ήμουν το γούρι του», όπως έλεγε, για να συνεχίσει τη μεγάλη καριέρα της στην οθόνη αλλά και στο θέατρο, η Εύα Κοταμανίδου ήταν πάντα «η πρωταγωνίστρια του Αγγελόπουλου». Η αριστερή «Ηλέκτρα» του «Θιάσου», που κοιτάει την κάμερα και αφηγείται πώς έγιναν τα Δεκεμβριανά. Η φιλοβασιλική αριστοκράτισσα, που φτάνει σε αλλεπάλληλους οργασμούς σε μια τολμηρή σκηνή των «Κυνηγών» μόνο και μόνο με το να χορεύει στη φαντασία της ένα βαλς με τον Βασιλιά Γεώργιο.
Μνήμες από τον Αγγελόπουλο και το ελληνικό σινεμά, εικόνες από ιστορικές παραστάσεις, η παρουσία της στα δημόσια πράγματα (στρατευμένη στην Ανανεωτική Αριστερά, βγήκε βουλευτής με τον Συνασπισμό το 1989 και ξανακατέβηκε το 2012 με τη Δημοκρατική Αριστερά), η ευγένεια και το ήθος της κατέκλυσαν τους πάντες την Πέμπτη, όταν ανακοινώθηκε ο θάνατός της σε ηλικία 84 χρόνων. Την αποχαιρέτησαν με σεβασμό η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, η τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ Σία Αναγνωστοπούλου και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Γεννημένη στη Νέα Φιλαδέλφεια των προσφύγων, η Εύα Κοταμανίδου ανακάλυψε από παιδί το μεράκι της για την υποκριτική και μαγεύτηκε από το σινεμά. Αρχισε όμως να σπουδάζει Γαλλική Φιλολογία και να δουλεύει στον ΟΤΕ πριν πάρει την τολμηρή απόφαση να δώσει εξετάσεις στη δραματική σχολή του Κουν, να μπει, να τελειώσει με υποτροφία και να γίνει δεκτή στον θίασό του.
Κι ενώ ανοιγόταν μπροστά της ένας λαμπρός θεατρικός δρόμος, πρώτα Θέατρο Τέχνης, στη συνέχεια με Συνοδινού, Μυράτ και άλλους, βρέθηκε ξαφνικά να κερδίζει έναν βασικό ρόλο στον «Θίασο» του Αγγελόπουλου. Αυτή είχε δει τις ταινίες του και τον θαύμαζε («Αναπαράσταση», «Μέρες του ’36»). Για εκείνον ήταν παντελώς άγνωστη. Ενώθηκαν, όμως, σε μια μεγάλη κινηματογραφική περιπέτεια, στα πιο δύσκολα χρόνια της χούντας, που κατέληξε στον θρίαμβο του «Θιάσου» στις Κάνες (1975) με την Ελλάδα ελεύθερη πια, αλλά και σε έναν εξίσου μεγάλο έρωτα.
Είχε πολλές φορές διηγηθεί τις ανθρώπινες πτυχές της εποποιίας του «Θιάσου», τότε που ο Τεό έπαιζε κρυφτούλι με τη λογοκρισία της χούντας και κράταγε μυστικό το σενάριο ακόμα και από τους ηθοποιούς του. Πώς ξεκίνησαν τα γυρίσματα και ελάχιστα πράγματα ήξεραν για τους ρόλους τους.
Πώς τους μάζεψε ένα βράδυ σε ξενοδοχείο των Ιωαννίνων και τους είπε την ιστορία της ταινίας σαν παραμύθι -ένα μπουλούκι ηθοποιών μέσα στην Ιστορία και στον Εμφύλιο, αλλά και στους απόηχους της ελληνικής τραγωδίας, τους Ατρείδες και το αίμα που έχυσαν. Πώς τους έκανε με μεγάλη χαρά και περηφάνια συνενόχους του σ’ αυτήν την κατά βάση πολιτική πράξη, ένα είδος ποιητικής αντίστασης στην καταπίεση.
Ο «Θίασος» της χάρισε και το πρώτο της βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (ακολούθησαν άλλα δύο, με άλλους σκηνοθέτες, τον Χριστοφή και τον Βιβάνκος). Ο κύκλος, όμως, με τον Αγγελόπουλο έκλεισε στον «Μεγαλέξανδρο», όπου έπαιζε την κόρη του. Μετά το 1980, ήρθαν η «Ρόζα» του Χριστοφή, η «Καγκελόπορτα» του Δ. Μακρή, το «Ευτυχισμένο πρόσωπο της Λεωνόρας» του Μαυροειδή, η «Δονούσα» της Αντωνίου, η «Ζωή Χαρισάμενη» του Βιβάνκος. Και παράλληλα μια πλούσια θεατρική ζωή με πολλούς σημαντικούς σταθμούς.
Το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με τον Μίνω Βολανάκη του, τον Γιάννη Τσαρούχη και τις ανατρεπτικές «Τρωάδες» του το 1977 (αυτή, που μάλλον συντηρητικές απόψεις είχε για τις νεωτερικές παραστάσεις αρχαίου δράματος), τον Δημήτρη Μαυρίκιο και τους Πιραντέλο του, τον Αντώνη Αντύπα στο Απλό του θέατρο.
Και, μαζί, αρκετά ΔΗΠΕΘΕ και πολλή τηλεόραση, καλά σίριαλ, όπως το «Λεηλασία μιας ζωής» με παρτενέρ τον Τσακίρογλου, αλλά και «Θέατρο της Δευτέρας». Και, να μην το ξεχνάμε, αυτήν διάλεξε ο Ζυλ Ντασσέν, με τη σύμφωνη γνώμη του Νίκου Κούρκουλου, για να αντικαταστήσει τη Μελίνα Μερκούρη στην περίφημη παράσταση της «Οπερας της Πεντάρας» (1975-76), όταν οι πολιτικές της υποχρεώσεις την ανάγκασαν να εγκαταλείψει την Τζένη των Πειρατών.
Βένα Γεωργακοπούλου - efsyn.gr