Οι τρεις μάγισσες

Ένα νέο διήγημα της Κατερίνας Π. Κοφινά από  ιστορίες της Σαλαμίνας που της είχε αφηγηθεί ο παππούς της Γεώργιος Κοφινάς. Το διήγημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.

Ήταν μια κρύα μέρα του Φλεβάρη. Έξω από το σπίτι το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Στο νησί δύσκολα χιόνιζε. Μπορεί να περνούσαν δέκα και δεκαπέντε χρόνια , για να δουν οι κάτοικοι λευκό τοπίο.  Όμως εκείνη την μέρα όσοι ξύπνησαν , αντίκρισαν μια πανέμορφη θέα. Κάτω στη μεγάλη σκάλα τα ψαροκάικα και οι βαρκούλες , ήταν ντυμένα στα λευκά. Οι γλάροι κουρνιασμένοι καθόντουσαν στα ξάρτια των πιο μεγάλων καϊκιών. Απέναντι η κορυφή στο Μαυροβούνι ήταν κάτασπρη. Από το λιμάνι ως πέρα η θάλασσα είχε καλυφθεί από μια λεπτή κρύα πάχνη, που καθόταν επάνω στα ήρεμα σαν από λάδι νερά. Τα χαμηλά σπιτάκια κάτω από το γρανιτένιο όγκο του λόφου , που στη κορυφή του δέσποζε το μικρό εκκλησάκι του προφήτη Ηλία έβγαζαν καπνό από τις καμινάδες τους.

Ο μπάρμπα Γιώργης ρουφούσε τον καφέ του, δίπλα στο τζάκι. Ήταν μεγάλος σε ηλικία , μα δε το έβαζε κάτω. Κάθε μέρα κατέβαινε στο μόλο και ξεμάκραινε με τη βαρκούλα του, λίγο έξω από το λιμάνι ,για να ψαρέψει. Μα σήμερα δε γινόταν να βγει. Τα μικρά σοκάκια και όλοι οι δρόμοι είχαν παγώσει. Αν έπεφτε δε θα σηκωνόταν. Και έτσι κοίταξε τα δυο του εγγόνια , που έπαιζαν επάνω στο χαλί του καθιστικού. Η γυναίκα του η κυρά Κατερίνα στα εβδομήντα της έπλενε τα πιάτα στη κουζίνα. Πότε είχαν περάσει τα χρόνια. Για λίγο το μυαλό του ταξίδεψε πίσω στο χρόνο. Τα φρύδια του έσμιξαν, καθώς συνοφρυώθηκε το πρόσωπο του. 

-Γιώργο , Κατερίνα , ελάτε θα σας πω μια ιστορία. Κλείστε την πόρτα της κουζίνας να αφήσουμε τη γιαγιά να κάνει τη δουλειά της. Τα δυο παιδιά έκαναν ότι τους είπε και κάθισαν στα δυο σκαμπό που υπήρχαν , δεξιά και αριστερά, της πολυθρόνας που καθόταν ο παππούς. 

-Πες μας παππού. Του είπαν με μια φωνή.  

-Κάποτε πολλά- πολλά χρόνια πριν, τότε που ήμουν νέος δούλευα στα ψαροκάικα. Τότε ψαράδες και κτηνοτρόφοι υπήρχαν εδώ. Ήμουν φτωχό παιδί και δούλευα από τα δέκα μου χρόνια. Στο νησί δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Με τα κεριά και τις λάμπες βλέπαμε το βράδυ.  

Τα δυο εγγόνια τον κοιτούσαν , και δε χόρταιναν τα λόγια του. Τα κοίταξε με αγάπη και συνέχισε. 

-Η νύχτα είναι επικίνδυνη. Κρύβει δαίμονες που τη μέρα φοβούνται να εμφανιστούν.

-Γιατί παππού. Τον ρώτησε  η Κατερίνα. 

-Γιατί το φως διαλύει το σκοτάδι παιδιά μου. Ένα βράδυ μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά κοιμήθηκα σε μια από τις κουκέτες του ψαροκάικου, που δούλευα. Ήταν βράδυ, όταν ξύπνησα γιατί στον ύπνο μου άκουσα ομιλίες. Μου φάνηκε παράξενο μέσα στα μαύρα σκοτάδια να ακούω γυναικείες ομιλίες. Το νησί κοιμόταν. Όλοι ήταν στα σπίτια τους μιας και ήταν χειμώνας σα και τώρα. Και άλλωστε τότες τι νομίζεται; Είχαμε πολύ λίγους κατοίκους εδώ. Δεν είναι σα τα τώρα. Έβγαλα το κεφάλι μου προσεχτικά καθώς ανέβηκα προς την κουβέρτα του καϊκιού. Είδα τρεις γυναίκες. Όχι πολύ καθαρά. Δε μπορούσα να διακρίνω μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Με μιάς  το καΐκι άρχισε να τρέμει. Οι γυναίκες σα κάτι να έψελναν. Δε καταλάβαινα τι έλεγαν. Ήταν μια άγνωστη για μένα διάλεκτος. Το ψαροκάικο σηκώθηκε στον αέρα, καθώς εκείνες συνέχιζαν να ψέλνουν , μάλλον στο διάβολο. Σύρθηκα τρέμοντας μέσα στη κουκέτα μου. Το καΐκι πετούσε αθόρυβα σα να ήταν αεροπλάνο. 

-Στον αέρα παππού;  Ρώτησε ο μικρός Γιώργος. 

-Ναι παιδί μου. Γιατί αυτές οι τρεις γυναίκες ήταν μάγισσες. Λίγη ώρα μετά το καΐκι κάπου στάθηκε. Άκουσα τις γυναίκες να βγαίνουν από αυτό. Όταν πια δεν άκουγα τις ομιλίες τους ανέβηκα στη κουβέρτα. Και τότε είδα πως ένας μεγάλος ποταμός απλωνόταν εμπρός μου. Κατέβηκα κάτω. Υπήρχε πέρα ως πέρα άμμος. Και απέναντι μου φαινόταν καθαρά , μια πυραμίδα. Ήμουν στην Αίγυπτο. Και δε μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Τσίμπησα το πρόσωπο μου μήπως έβλεπα όνειρο. Όχι βρισκόμουν εκεί και αυτός ήταν ο Νείλος. Ανέβηκα στο καΐκι. Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Τι ήθελαν αυτές εκεί; Δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω την σκέψη μου όταν άκουσα μια από αυτές να λέει. 

-Μια χαρά είναι όσα ζαχαροκάλαμα μαζέψαμε. Θα περάσουμε καιρό. Τώρα γρήγορα να φεύγουμε.

Άκουσα την ψαλμωδία και ήξερα πως πετούσαμε πάλι. Σε λίγη ώρα κατάλαβα πως φτάσαμε στο νησί. Το ψαροκάικο λικνίστηκε στα νερά.

-Τρεχάτε σε δυο ώρες θα ξημερώσει. Άκουσα να λέει η μια στις άλλες. 

-Ωχ κάπου πιάστηκε το μισοφόρι μου. Απάντησε μια άλλη.  

Και μετά σιωπή.  Άφησα να περάσουν λίγα λεπτά και ανέβηκα στην κουβέρτα. Το νησί μας κοιμόταν μέσα στο παγωμένο βοριά που είχε σηκωθεί ξαφνικά. Άναψα τη λάμπα και κοίταξα να δω που μπορεί να σκίστηκε το μισοφόρι μιας από τις μάγισσες, και το βρήκα. Ήταν ένα μικρό κομμάτι από δαντέλα περίτεχνα καμωμένη. Φαινόταν ακριβή. Αυτή που την είχε σίγουρα είχε και τον τρόπο της. Τον οικονομικό. Έσβησα τη λάμπα και πήρα γοργά το δρόμο για το σπίτι μου.  Τις γυναίκες δεν τις είχα δει. Αλλά ήξερα πως θα μπορούσα να τις δω. 

-Με ποιο τρόπο παππού; Του είπαν τα εγγόνια του.

-Την άλλη μέρα ξημέρωνε Κυριακή. Και τις Κυριακές όλοι μας πηγαίναμε στις εκκλησιές. Εμείς οι ψαράδες πηγαίναμε στο Άγιο Αντρέα. Είχα ένα σχέδιο στο μυαλό μου. Δεν είχαν διαλέξει τυχαία το δικό μας ψαροκάικο. Θα είχαν κάποια σχέση με αυτό. Η γιαγιά μου η συχωρεμένη μου είχε πει πως οι μάγισσες πάνε στην εκκλησία. Αλλά φεύγουν λίγο πριν ο παπάς ψάλει  ΤΑ ΣΑ ΕΚ ΤΩΝ ΣΩ. Και έτσι την επόμενη μέρα πήγα στην εκκλησία και κάθισα στην εξώπορτα. Ένα λεπτό πριν ο παππάς ψάλει την επίμαχη λέξη τρεις γυναίκες νέες βγήκαν έξω. Τις ήξερα γιατί το νησί μας είχε λίγους κατοίκους. Και η μία από αυτές δεν είχε προλάβει να αλλάξει το μισοφόρι της. Σε μια μεριά έλειπε ένα του κομμάτι. Αλλά αυτό βρισκόταν στην τσέπη μου. Η εκκλησία τελείωσε. Πήρα το αντίδωρο και πήγα στο σπίτι μου. Και ποτέ δεν είπα σε κανένα για αυτό που έζησα τότε. 

-Γιατί παππού; Του είπαν.

-Και ποιος θα με πίστευε. Και άλλωστε αν το μάθαιναν εκείνες θα με έβγαζαν από την μέση. Άντε πηγαίνετε τώρα να φάτε τις πίτες που έψησε η γιαγιά σας. Από εδώ τις μυρίζω. Τα δυο παιδιά έτρεξαν στη κουζίνα χαρούμενα και εκείνος σηκώθηκε πήγε στη κρεβατοκάμαρα και άνοιξε ένα παλιό μπαούλο. Στο κάτω μέρος υπήρχε ένα μισοφόρι που του έλειπε ένα κομμάτι. Είχε καταφέρει να το κλείσει εκεί.