JAWS 1975-2022 (ΤΑ ΣΑΓΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΧΑΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΜΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ 47 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ)


γράφει η Κατερίνα Π. Κοφινά*

Για την μοναδική ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ έχω ξαναγράψει στο παρελθόν, και μάλιστα  για την τότε τοπική εφημερίδα ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ της Σαλαμίνας, στην οποία και έγραφα από το  1997 με την στήλη του κινηματογράφου. Όμως μπορεί μια ταινία σαν και αυτή να ξεχαστεί.  Η αλήθεια είναι πως όχι. Τουλάχιστον για μένα ,που ήταν η ταινία η οποία μου  δημιούργησε τον φόβο για την θάλασσα στην παιδική μου ηλικία. Και φυσικά άλλαξε τον  τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έκαναν μπάνιο.  

Στα 1975 που ο Σπίλμπεργκ την δημιούργησε το φιλμ ήταν το μεγαλύτερο ΜΠΟΚΜΠΑΣΤΕΡ  και για δυο χρόνια ήταν πρώτο σε εισπράξεις. Ο σκηνοθέτης ήταν μόλις 28 ετών αλλά η  δουλειά του ως τις μέρες μας, είναι αξεπέραστη ,καλτ και τρομακτική. Το φιλμ βγήκε στις  κινηματογραφικές αίθουσες στις 20 Ιουνίου του 1975. Εγώ τότε ήμουν εφτά ετών, και είχα  ήδη μια μικρή πείρα από ταινίες και σειρές. Στην τηλεόραση μας είχα ανακαλύψει τον Φλας  Γκόρντον, την Ζώνη του Λυκόφωτος φυσικά, τον Ταρζάν, το διάστημα 1999 (space 1999). Τους Άγγελους του Τσάρλι ,και τις Επικίνδυνες αποστολές. Το STAR TREK και το Μικρό σπίτι  στο λιβάδι για να θυμηθώ κάποιες από αυτές. Για να μην ξεχάσω τις Ελληνικές όπως το  ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ, ΤΟΥΣ ΠΑΝΘΕΟΥΣ , ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΛΩΞΑΝΤΡΑ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ  ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ.  


Για ένα μικρό παιδί που απολαμβάνει την μικρή οθόνη η μεγάλη ενός κινηματογράφου  σίγουρα αποτελούσε δέος. Και αυτό συνέβη στην δική μου περίπτωση. Θυμάμαι καθαρά  και έντονα τρεις ταινίες που είδα μέσα στην δεκαετία του 1970 με 1980. Και αυτές ήταν το JAWS, το ALIEN, και το KRAMER VS KRAMER. Δύο θρίλερ και μια κοινωνική δηλαδή. Και ο  μόνος υπεύθυνος για αυτό ήταν ο μικρότερος αδερφός της μητέρας μου, που πάντα  έβρισκε τις πιο περίεργες ταινίες για να μας συστήσει. Εμένα και τον μικρότερο αδερφό  μου. 


Και έτσι λοιπόν το 1975 σε έναν από τους πιο μεγάλους κινηματογράφους της Σαλαμίνας  ήρθα αντιμέτωπη με τον τρόμο, που κολυμπά στα βαθιά κάπου εκεί έξω. Και από τότε ως  τώρα, το ίδιο δέος, ο ίδιος τρόμος, η ίδια αγωνία με κυριεύει όταν δω ξανά την ταινία. Γιατί  μπορεί τα χρόνια να πέρασαν, αλλά τα μάτια του μικρού παιδιού έχουν μείνει ανοιχτά σε  εκείνο το απόγευμα , σε εκείνη την προβολή, σε εκείνη την μπροστινή σειρά των  καθισμάτων. Με τα σαγόνια του τέρατος να κλείνουν ,παίρνοντας την ζωή, και γεμίζοντας  τα γαλανά νερά με το χρώμα του κόκκινου αίματος. Γιατί ποτέ πια, μετά από εκείνο το  καταραμένο καλοκαίρι του 1975 δεν θα ήταν ίδια τα πράγματα. Για μένα το μόνο σίγουρο  ήταν πως η θάλασσα μέσα στο μυαλό μου δεν υπήρχε. Το φουσκωτό στρώμα , δώρο του  παππού έμεινε στο δωμάτιο μου. Δεν το έβρεξε ποτέ η θάλασσα , ούτε και μύρισε αλμύρα.  Ήταν καταδικασμένο να γίνει κάτι σαν κρεβάτι.  

Γιατί λοιπόν αυτή η ταινία με πονάει τόσο; Γιατί δεν μπορώ να την ξεπεράσω, όπως και το  βραδινό μπάνιο στη θάλασσα, που ποτέ δεν τόλμησα; Γιατί η μαεστρία του σκηνοθέτη και η ευρηματικότητα του ήταν τέτοια που έφτιαξε ένα φιλμ στολίδι για τις επόμενες γενιές  σκηνοθετών.  Που κατάφερε να φοβίσει εκατομμύρια θεατές , ανά τον κόσμο.  


Αλλά τα JAWS δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και ένα χαστούκι στην κοινωνία των ΗΠΑ. Ο  Κουίντ, με την μορφή του Ρόμπερτ Σο υπηρέτησε στο υποβρύχιο INDIANAPOLIS και ήταν  αυτό που μετέφερε την ατομική βόμβα τον Ιούλιο του 1945 στο νησί Τίνιαν στην θάλασσα  των Φιλιππίνων. Σε μια σκηνή πριν την επίθεση του καρχαρία στο πλοίο του, εξιστορεί πως  παρέδωσαν την ατομική η οποία δολοφόνησε ανθρώπους. Και ναι γλίτωσε από την επίθεση  των καρχαριών τότε. Αλλά τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας θα τακτοποιηθούν πως;  Μα με την εμφάνιση του καρχαρία που συμβολικά θα τιμωρηθεί μέσω αυτού. Ο Κουίντ  είναι ένας άδικα επιζών μιας εγκληματικής πράξης. Να λοιπόν εδώ που ο Σπίλμπεργκ μας  δείχνει ξεκάθαρα πως η ταινία του είναι ένα δράμα ,και μια αλληγορία με τον αγώνα του  ανθρώπου ενάντια στη φύση, αλλά και την τραυματική ιστορία ενός έθνους. ΞΕΚΑΘΑΡΑ. 

 Και ας περάσουμε στα τεχνικά χαρακτηριστικά του φιλμ. Η ταινία γυρίστηκε στο Μάρθας  Βίνεγιαρντ της Μασαχουσέτης στην ανοιχτή θάλασσα. Μια πολύ δύσκολη διαδικασία, που  περιείχε τεχνικές δυσκολίες. Για παράδειγμα στη σκηνή που ο καρχαρίας επιτίθεται στο  σκάφος το βράδυ όταν ο Κουίντ διηγείται την ιστορία του υποβρυχίου χτυπούσαν το  σκάφος από τις δυο πλευρές και εκείνο άνοιξε τρύπα και άρχισε να βυθίζεται. Οι ηθοποιοί  έπεσαν στο νερό όπως και οι κάμερες και αναγκάστηκαν να πάνε το φιλμ σε ένα  εργαστήριο στην ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ για να μην καταστραφεί από την αλμύρα. Τον καρχαρία μετά  την επίθεση στο μικρό παιδί που έπιασαν και νόμιζαν ότι ήταν ο δολοφόνος ήταν αληθινός.  Τον είχαν ψαρέψει στη Φλόριδα και τον έφεραν με ιδιωτική πτήση μέσα σε ένα δοχείο με  πάγο. Όμως καθώς τα γυρίσματα αργούσαν ο καρχαρίας άρχισε να αποσυντίθεται και να  μυρίζει.  


Για το φιλμ κατασκευάστηκαν τρεις μηχανικοί καρχαρίες και ο καθένας τους στοίχησε  250.000 δολάρια, για την καρέκλα του σκηνοθέτη είχαν επιλέξει τον Ντίκ Ρίτσαρντς, αλλά  δεν προχώρησαν μαζί του μιας και εκείνος τον καρχαρία τον αποκαλούσε φάλαινα. Οπότε  αφού δεν καταλάβαινε την διαφορά τι ταινία θα γύριζε; Άλλα ούτε και ο Σπίλμπεργκ ήθελε  μιας και προτιμούσε κάτι πιο σοβαρό από αυτό. Τελικά ενέδωσε γιατί είχε συμβόλαιο με  την UNIVERSAL. Για το περίφημο πόστερ της ταινίας το είχε φτιάξει ο Ρότζερ Καστέλ. Αν και  το σχέδιο του προοριζόταν για το εξώφυλλο του βιβλίου του Πίτερ Μπενκχλει. Ο Καστέλ  είχε ως έμπνευση του ένα μεγάλο διόραμα καρχαρία που υπήρχε στο ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΥΣΙΚΗΣ  ΙΣΤΟΡΙΑΣ των ΗΠΑ, όταν το έφτιαξε και χρησιμοποίησε ένα μοντέλο για την κοπέλα που  κολυμπά ανέμελα. 


Θυμόμαστε όλοι την πρώτη σκηνή και την πρώτη επίθεση του καρχαρία σε μια νεαρή  λουόμενη. Εκείνη την έπαιζε η ηθοποιός Σούζαν Μπακλίνι. Αυτό που ίσως να μην ξέρουν οι  περισσότεροι είναι πως πέρασε αρκετά δύσκολες στιγμές στα γυρίσματα. Στην σκηνή ο  καρχαρίας την σέρνει εδώ και εκεί. Μέχρι που εκείνη εξαφανίζεται. Στην μέση της λοιπόν  της είχαν βάλει βάρη και την είχαν δέσει με σκοινιά. Και δυο ομάδες ανθρώπων ήταν στην  ακτή και την τραβούσαν πότε αριστερά και πότε δεξιά. Η σκηνή για να γυριστεί  χρειάστηκαν τρεις μέρες. Οπότε και ο πόνος στο πρόσωπο της είναι αληθινός. Και επειδή  δεν ήξερε πότε θα αρχίσουν να την τραβάνε με τα σκοινιά η έκπληξη στο πρόσωπο της είναι  και αυτή αληθινή. Αλλά και μετά το τέλος των γυρισμάτων η ηθοποιός πέρασε ξανά από μια δύσκολη δοκιμασία μιας και έπρεπε να καταγράψουν τους ήχους. Καθόταν λοιπόν  δίπλα στο μικρόφωνο και γυρνούσε το κεφάλι της προς το ταβάνι για να της ρίξουν νερό  στο στόμα , ώστε να πετύχουν τους ήχους του πνιγμού.  

<<YOUR’E GONNA NEED A BIGGER BOAT>> 

Η κλασική ατάκα του αστυνόμου Μπρόντι προς τον Κουίντ πως θα χρειαστεί μεγαλύτερο  σκάφος , όταν βλέπει για πρώτη φορά το μέγεθος του καρχαρία δεν υπήρχε πουθενά στο  σενάριο και ήταν αποτέλεσμα του επιτόπου αυτοσχεδιασμού του ηθοποιού Ρόι Σάιντερ.  Στην ταινία ο χαρακτήρας του Κουίντ δεν χώνευε τον ωκεανολόγο που τον έπαιζε ο  Ρίτσαρντ Ντρέιφους. Η αλήθεια είναι πως ο Ρόμπερτ Σο δεν χώνευε τον Ντρέιφους και  επειδή είχε πρόβλημα με το αλκοόλ και έπινε στα γυρίσματα του φερόταν υποτιμητικά και  τον υποβίβαζε. Και φυσικά δεν θα ξεχάσουμε το μουσικό σκορ του αξεπέραστου Τζον  Γουίλιαμς, που μέχρι και σήμερα αποτυπώνει με τον ήχο του όλο τον τρόμο και την αγωνία.  

Εν κατακλείδι το JAWS είναι μια αριστοτεχνικά δομημένη ταινία που γυρίστηκε με ευφυΐα,  μεράκι, και πολύ δουλειά από έναν έξοχο μάστορα της έβδομης τέχνης. Μια ταινία που για  δυο χρόνια έσπασε ρεκόρ εισπράξεων και κατάφερε να κάνει όλη την γη να ουρλιάζει. Τα  καλοκαίρια μας από τότε δεν είναι ανέμελα. Η γαλάζια θάλασσα φαντάζει ένοχη για τα  μυστικά της. Και τα σκάφη που ταξιδεύουν επάνω της δεν είναι ασφαλή. Όμως ας μη  ξεχνάμε πως ο κόσμος του βυθού δεν ανήκει σε εμάς , αλλά στα πλάσματα που ζουν εκεί.  Και εμείς εισβάλουμε στο χώρο τους. Ας είμαστε λοιπόν προσεχτικοί και να τα σεβόμαστε. 


 * η Κατερίνα Π. Κοφινά είναι συγγραφέας