Ποδαρικό με νέο κύμα ανατιμήσεων


O πληθωρισμός ήρθε για να μείνει και θα συνεχίσει να ροκανίζει το εισόδημα και το 2023, καταβαραθρώνοντας επιπλέον την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων καταναλωτών που βρίσκονται ήδη στην τελευταία θέση της ευρωζώνης. 

Ο,τι και να λένε τα «Adonomics» του υπουργείου Ανάπτυξης, που πανηγυρίζει επειδή... δεν αυξήθηκαν οι τιμές στο 92% των προϊόντων εντός του καλαθιού, η πραγματικότητα της τσέπης το διαψεύδει. Οι ανατιμήσεις όχι μόνο συνεχίζονται ακάθεκτες, τόσο στα προϊόντα εκτός καλαθιού όσο και σε όσα «μπαινοβγαίνουν» από το καλάθι, αλλά ετοιμάζονται νέες αυξήσεις από το 2023 σε περίπου 30 κατηγορίες αγαθών.


Σύμφωνα με τα νέα τιμολόγια από προμηθευτές, που καταφτάνουν μέσα στις γιορτές στις αλυσίδες σουπερμάρκετ, το εύρος των ανατιμήσεων που περιμένει τους καταναλωτές από τον Ιανουάριο κυμαίνεται μεσοσταθμικά στο 10% και αφορά τουλάχιστον 500 βασικά αγαθά, ενώ σε ορισμένoυς κωδικούς οι ανατιμήσεις αγγίζουν το 30%. Την είδηση είχε δημοσιεύσει αρχικά ο Δημήτρης Χριστούλιας στην εφημερίδα Real News και έκτοτε έχει αναπαραχθεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, χωρίς να υπάρξει διάψευση.

Επισήμως οι αλυσίδες και προμηθευτές τηρούν «περίοδο σιωπής», όπως ονομάζεται στη γλώσσα του μάρκετινγκ το κρίσιμο διάστημα πριν από την ολοκλήρωση μιας επιχειρηματικής σεζόν, κατά το οποίο αποφεύγονται οι δημόσιες δηλώσεις και προβλέψεις για τα μεγέθη και την πολιτική μιας εταιρείας. Ανεπίσημα όμως επιβεβαιώνεται ότι οι ανατιμήσεις όχι μόνο θα συνεχιστούν εντός του 2023, αλλά πιθανόν να ενταθούν το πρώτο τρίμηνο, αφού τώρα μετακυλίονται στη λιανική οι αυξήσεις στη χονδρική, τις πρώτες ύλες και την ενέργεια. Την πρόβλεψη αυτή διατύπωσε ρητά ο Αλέξανδρος Δανιηλίδης, διευθύνων σύμβουλος της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, της μεγαλύτερης ελληνικής εταιρείας μπίρας, που αποτελεί θυγατρική της πολυεθνικής Heineken.

Οπως παραδέχθηκε ο ίδιος, σε πρόσφατη εκδήλωση για το κοινωνικό και οικονομικό αποτύπωμα της εταιρείας, η αύξηση του λειτουργικού κόστους το 2023 θα είναι υψηλότερη από το 2022, γιατί τη χρονιά που διανύουμε το κόστος παραγωγής είχε υπολογιστεί με τις παλαιότερες τιμές. Αντίστοιχα, οι ανατιμήσεις που θα δούμε από εδώ και εμπρός θα είναι υψηλότερες, αλλά «όχι δραματικά υψηλότερες» από το 2022, ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει ο καταναλωτής. «Είμαστε όλοι με το κομπιουτεράκι στο χέρι», είπε χαρακτηριστικά, δίνοντας το στίγμα όσων μας επιφυλάσσει το 2023.

Αντίστοιχα δεδομένα ισχύουν για έναν μεγάλο κλάδο της βιομηχανίας τροφίμων, καθώς εντός του 2022 σημειώθηκαν εκρηκτικές αυξήσεις στους δείκτες τιμών εισροών στην πρωτογενή παραγωγή, εξαιτίας των ανατιμήσεων στις ζωοτροφές, στα λιπάσματα και στην ενέργεια. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των γαλακτοκομικών, τα οποία ανατιμήθηκαν επισήμως κατά 25,3%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ενώ σοβαρό πρόβλημα δημιουργήθηκε και με την εισκόμιση γάλακτος, λόγω της μείωσης του ζωικού κεφαλαίου.

Η τάση αναμένεται να συνεχιστεί και το 2023, ενώ ήδη κυκλοφορούν τιμοκατάλογοι με διψήφιες ανατιμήσεις, ώς 16% σε τυροκομικά προϊόντα και αυξήσεις της τάξης του 7,5% στο γιαούρτι. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι θα συνεχιστούν οι αυξήσεις τιμών σε προϊόντα που έχουν ήδη ανατιμηθεί εντός του 2022, τρεις και τέσσερις φορές, επιβαρύνοντας επιπλέον τους καταναλωτές.

Η αιτία που επικαλούνται οι επιχειρήσεις είναι η αύξηση του λειτουργικού κόστους, η οποία μεταφέρεται σε όλη την αλυσίδα αξίας. Η άνοδος του λεγόμενου «εισαγόμενου πληθωρισμού» αποτυπώνεται στον δείκτη τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία, ο οποίος σημείωσε ετήσια αύξηση κατά 21,3% τον Οκτώβριο, ενώ έχει ήδη προηγηθεί ιστορική εκτίναξη του δείκτη κατά 33,9% το 2021. Τον κίνδυνο παγίωσης του λεγόμενου δομικού πληθωρισμού, πέρα από τα τρόφιμα και την ενέργεια, επισείει η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία στην ενδιάμεση έκθεσή της για την ελληνική οικονομία προβλέπει ότι το 2023 ο γενικός δείκτης τιμών θα κινηθεί στο 5,8%, υψηλότερα από το 5% που προβλέπει στον προϋπολογισμό η κυβέρνηση.

«Στοχευμένα μέτρα»

Η ΤτΕ παραδέχεται ότι ο πληθωρισμός θα πλήξει περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδήματα, που έχουν «υψηλότερη ροπή προς την κατανάλωση», επισημαίνοντας την ανάγκη λήψης «στοχευμένων μέτρων για τους πλέον ευάλωτους», ξορκίζοντας όμως κάθε συζήτηση για οριζόντια μέτρα στήριξης, με το επιχείρημα ότι «ενέχει τον κίνδυνο τροφοδότησης του πληθωρισμού από την πλευρά της ζήτησης».

Μόνο που στην πραγματικότητα η περίφημη «ροπή στην κατανάλωση» των ευάλωτων δεν σημαίνει φυσικά ότι οι φτωχοί είναι σπάταλοι, αλλά ότι τα οικονομικά ασθενέστερα νοικοκυριά ξοδεύουν αναλογικά πολύ μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για διατροφή και στέγαση, σε σχέση με τα πιο εύρωστα οικονομικά στρώματα. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το φτωχότερο 20% του πληθυσμού αναγκάζεται να καταναλώσει το 58,1% του εισοδήματος μόνο για να μπορέσει να τραφεί και να στεγαστεί, έναντι 36,3% που καταναλώνει το πλουσιότερο 20%.

efsyn.gr