ΕΚΘΕΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΣΑΛΑΜΙΝΙ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ


Εν Φανερωμένη την 10 Νοεμβρίου 1889

Ν. Γ. ΦΩΤΑΚΗΣ

 ΕΚΘΕΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΣΑΛΑΜΙΝΙ

ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ

 

   Τοποθεσίαι τινές, ωσεί θεία βουλήσει προς τούτο εκλεγείσα, εις φο­βέρας και τρικυμιώδεις εποχάς καθίστανται σωτηρία κινδυνευόντων λαών. Είπερ τις και άλλος τόπος η νήσος Σαλαμίς δύναται να θεω­ρηθώ ότι κέκτηται κατ’ εξοχήν το προσόν τούτο, δια τα φύσει προς άμυναν και σωτηρίαν της Ελλάδος εκάστοτε χρησιμοποιηθέντα πλεο­νεκτήματα αυτής.


Όπως κατά την αρχαιότητα εκ των στενών αυτής ανέθορεν η σω­τηρία και η ελευθερία της Ελλάδος, ούτω και κατά τον φοβερόν αγώνα του 1821 αυτή εξελέγη και κατέστη το ασφαλές πάν­των των εν τη Στερεή καταδιωκομένων Ελλήνων καταφύγιον, και το απροσπέλαστον τοις εχθροίς αυτών άσυλον.

   Εν τούτοις καίτοι άπασα η νήσος κατέστη το άσυλον των προσφύγων, η εν αυτώ όμως κειμένη ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η Φανερωμένη, ην η εστία και το κέντρον αυτών κατά πάντα· και τούτο ου μόνον, ως εκ της θέσεως αυτής, η διότι οι μοναχοί της ανεφαίνοντο άξιοι πατριώται, και όντως Χριστιανοί, αλλά πάντως δια το θαυματουργόν όνομα της εκκλησίας, όπερ από της ευρέσεως της εικόνος, τουτέστι προ τριακοσίων ετών, δεν έπαυε φερόμενον ευλαβώς ανά τα στό­ματα του λαού δι’ ην έκτοτε επεδαψίλευεν αδιαλείπτως τοις προστρέχουσι θαυμασίαν αυτού αντίληψιν.



Όθεν αρξαμένου του αγώνος και των Τούρκων κατεχόντων τας Αθήνας, τον Πειραιά, την Ελευ­σίνα, έστιν ότε και τα Μέγαρα, η ρηθείσα Μονή εκλεγείσα, κατέστη και διετέλει το συνεντευκτήριον των οπλαρχηγών, το φυλακείον πάν­των των του πολέμου εφοδίων, το τροφοδοτείον εν γένει των στρατιω­τών, γυναικών και παίδων, ως εναποτιθεμένων εν αυτή πάντων των παρ’ομογενών και φιλελλήνων αποστελλομένων τροφών και ενδυμάτων το θησαυροφυλάκιον πάντων των πολυτίμων πραγμάτων των τε Μονών και πέριξ κοινοτήτων, και το θεραπευτήριον των εν ταις μάχαις πληγωθέντων, η άλλως ασθενών.

Ιδού τίνι τρόπω διηγείτο ημίν ταύτα ο προ μικρού αποβιώσας μοναχός της Μονής ταύτης Ανανίαςεκ Κουντούρων του Δήμου Ελευσίνας, υπερενενηκοντούτης την ηλικίαν, αγωνιστής και πρώτος εξάδελφος του εκ του αυτού χωρίου Κούντουρα Νικολ. Ζέρβα ένδοξου οπλαρχηγού της Κρήτης.

— Να, το γλέπεις εκείνο ; (λέγει ημίν ο γέρων, δεικνύων με την ράβδον του το πέριξ της Μονής πυκνότατον εκ πεύκων και κέδρων δάσος).

 — Ναι το βλέπω.

— Ούτε θυμάρι για φρόκαλο εύρισκες εκεί ‘ς την επανάστασι, και μηδέ χορ­τάρι για ταμπάκο εφύτρωνε.

— Και διατί, παππού ;

— Επειδής εδωνά μέσα κι’ όξω του μοναστηριού ήσανε εβδομήντα πέντε χι­λιάδες ψυχαίς, καπετανέοι, στρατιώταις, παπάδες, γιατροί, παιδιά, γυναίκες, χίλια και δύο, κι’ άκουες νύχτα και μέρα μπού, μπού, μπού. Τι ν’ Περαίας ; τι ν’ Αθήνα, το σήμερο; και δεν αφήκαν μήτε γίδι, μήτε πρόβατο, μήτε βώδι του μοναστηριού, μήτε φούχτα αλεύρι για πρόσφορο, να έτσι, τίποτις…

— Που ήσουν εσύ, παππού, τότες, και πως τα ειξεύρεις ;

— Εγώ ήρθα σε τούτο το μοναστήρι και έγεινα καλόγερος εις τα εικοσιδυό, και τάιδα και τάκουκα και γνώρικα και τα καπετανάτα όλα. Να εκεί ’ς τον πύργο εμαζεύγουνταν πάσα βράδυ και τα λέγανε και τα τετοιώνανε όλα κρυφά, κρυφά, και το πωρνό πωρνό τάγλεπες κ’ έπερνε πάσα ένας τους δικούς του, και τάκαναν πούφ, τόνα ’πά, τάλλο ’κει, δρόμο, πόλεμο πλιάτσικο, το βράδι σούρπα, σούρπα, νάτα φορτωμένα όλα τούτο ’κείνο· τόμου ερχόντανε, πρώτα κι’ αρχής εβγάνανε το καλλίτερο μερδικό τουνής να της Παναγίας, κ’ ύστερα να το πά­ρουνε δυο τρεις πρώτοι καπετάνοι να παν να γονατίσουν μπροστά ’ς την εικόνα να προσκυνήσουν και να ταφήκουν να φύγουν».

— Λοιπόν το είχαν σε υπόληψι το μοναστήρι εκείνοι ;

Ο γέρων διανοίξας τους πυριφλεγείς οφθαλμούς του τότε και μετά θυμού στρέψας, μοι λέγει :

— Όχι ! ; ήταν κ’ εκείνοι σαν κ’ εσάς ! όπου όντες μπαίνεται ‘ς την εκκλησά σηκώνετε σαν μουλάργια το κεφάλι.. Εκείνοι βρε ένα πρσοκύνημα είχαν, τη Φανερωμένη, αλλού δεν εύρισκες εκκλησά, οι Τούρκοι της εχάλακαν, της έκαψαν όλαις, λοιπόν τώχαν κατά πολλά ευλαβί τούτο το μοναστήρι, εκείνοι ’ρέ, όχι άπό τα πλιάτσικα, μόνο και τακριβά τους όλα, άρματα, χαϊμαλιά, ασήμνια εδώ ’ς την Παναγιά τάχαν τάμμα, και το θωρούσαν μιστό κ’ έπαινο μεγάλο ποιος να της φέρη τα πλειά ακριβά, ως και τα κόκκαλά τους ακόμη όλοι οι μεγάλοι έδώ να τα θάψουν το κάνανε παράγγελμά κ’ επά τρέχανε να γιατρευτούν λαβωμένοι.

Μετ’ ου πολύ είδομεν τον γέροντα ιστάμενον επί μαρμάρινης πλακός προ της μεγάλης θύρας του ναού κύπτοντα δε την κεφαλήν να κτυπά δια της ράβδου την πλάκα.

— Τι σού έκαμε, γέρω, η πλάκα και την κτυπάς ;

— Να, έλα να το μάθης κ’ εσύ. Τι μου έκαμε! Εδωνά αποκάτω ’ς την πλάκα έχουν θαμένα τα κόκκαλα του Γκούρα, που τάφεραν από το Κάστρο της Α­θήνας, όπου εσκοτώθηκε, τα παλληκάργια του· ‘πειδής τώχε έτσι παραγγελία.

Δεν σού λέω ’γώ βρέ ; πως ’κείνοι που λευτερώκανε τούτο τον τόπο δεν ήταν ξιπασμένοι σαν εσάς ; Το μοναστήρι τούτο τώχαν σαν του άγιο Τάφο ευλαβί. Μα είχε και τάξι τότες, θυλικό δεν έμπαινε ποτές μέσα, παρά να διαβαστή και να φύγη ευθύς. Πάω ενενήντα τέσσερα χρόνια, είδα κ’ ήρθαν άρρωστοι να, σαν τα μαλλιά της κεφαλής μου, άλλοι λυσασμένοι, άλλοι παράλυτοι, άλλοι τρελοί κι’ από είκοσι, ένας δεν εγιατρεύετο· πόσαις στέρφαις, που δεν έκαναν παιδιά είδα κ’ ήπιαν το καντύλι της και εγέννησαν. Τώρα τρέχουν ’ς την Τήνο, μνιά είν’ η χάρι της. Τότε Τήνος και άγιος Τάφος ήταν η Φανερωμένη.


— Λοιπόν τα κόκκαλα του Γκούρα εδώ είναι ;

— Ναι εδώ, μα τον εξεχάκανε τα γκουβέρνα μας και μήτε οι ’δικοί του τον θυμήθηκαν να φέρη ένας μνιά φούχτα κόλυβα ‘ς τη Φανερωμένη δια να του πη ο κόσμος ο Θεός συχωρέση του. Ήτανε πρώτο παλληκάρι, ήταν αρχηγός της Ρούμελης, εσκοτώθηκε ’ς τον πόλεμο και δεν επρεπεν οι τέτοιοι να ξεχνιώνται, μα αι….. τι να ’πη κανένας· άλλοι φυτεύγουνε ταμπέλια, κι’ άλλοι πίνουν τα κρασά».

   Τοιαύτα είσι τα παρά του γέροντος μοναχού λεχθέντα, άτινα και παρ’ άλλων βεβαιούνται, και δη υπό δημοτικών ασμάτων.

Ιδού τι λέγουσιν οι εξής στίχοι, αναφερόμενοι εις τον Καραϊσκάκην εν Φαλήρω πληγωθέντα·

Εγώ κι’ αν ελαβόθηκα, συντρόφια, μη λυπάσθε, πάω ταχύ ‘ς την Κούλουρη μέσ’ στη Φανερωμένη, ’πουν’ οι βασιλικοί γιατροί να ’γιάνουν την πληγή μου, και να κρεμάσω τ’ άρματα απάνω ’ς τ’ αγιοβήμα κι’ ως τα διαβάση ο λειτουργός θε να τα βάλω νάρθω.

   Ο Μητρομάρας, αφιερώνων κατά την τελευτήν αυτού το περιώ­νυμον ξίφος του εις την Μονήν ταύτην, απήγγειλεν, ως λέγεται, το εξής δίστιχον·  Των αντρειωμένων τ’άρματα δεν πρέπει να πουλιώνται, πρέπει σε τέτοιαν εκκλησιά νάναι να λειτουργιώνται.

Το ξίφος τούτο εδόθη παρά των προκατόχων ηγουμένων επί απο­δείξει εις τον Ανδ. Μιαούλη, ίνα δοθή εις το Μουσείον του Ναυ­στάθμου.

   Καταφυγόντων των εκ της Στερεάς κατοίκων Ελλήνων εν τη νήσω, και τας γυναίκας και τους παίδας και πάντα τα προς πόλεμον εφόδια εν τη Μονή εξασφαλισάντων, οι επαναστάται ουδέν είχον το παρακωλύον αυτούς προς πάσαν ενέργειαν, άλλ’ επειδή και πάλιν πολλοί των εν τη Μονή έπιπτον εις τας συνήθεις των Τούρκων ενέδρας κατά την εις την Στερεάν μεταβίβασιν αυτών, και επειδή ως εκ της μεγάλης του πλήθους συρροής και άλλων αιτίων ενέσκηψε νόσος φθο­ροποιά εν τη Μονή, ωχύρωσαν το εν τη Μεγαρική παραλία Βούδουρον ακρωτήριον, των Μεγαρέων απάντων εν αυτώ μετοικησάντων, και το κατέστησαν επί της στερεάς προμαχώνα αμυντικώτατον, εξασφαλίσαντες ούτω συν τη αραιώσει του πληθυσμού και την ταχείαν και ακίνδυνον μεταβίβασιν αυτών εις Σαλαμίνα, ως του ακρωτηρίου μη απέχοντας της νήσου πλέον των εξήκοντα μέτρων.



Οι Οθωμανοί, τούτων ούτω γενομένων, καταπολεμούμενοι πανταχόθεν και τους Έλληνας αδυνατούντες να συλλάβωσιν ή να καταδιώξωσιν αποτελεσματικώς, περιήρχοντο εις δεινήν αμηχανίαν. Συνεννοηθέντες δε οι κατά την Στερεάν πασάδες πολλάς πολλαχόθεν κατά καιρούς εποίουν, και δη εν ώρα νυκτός, απόπειρας, κατασκευάσαντες εν Ελευσίνι σχεδίας και λέμβους όπως διαπλεύσωσι τον πορθμόν και εισβαλόντες εις την νήσον εξοντώσωσι και καταστρέψωσι τους επαναστάτας και δη τους εν τη Μονή. Άλλ’ όμως, καίπερ εις τούτο επί πολύ παντί σθένει αγωνισθέντες πάντοτε απετύγχανον και τούτο διότι ου μόνον καθ’ όλην την βόρειον της νήσου παραλίαν από ανατολών άχρι δυσμών είχον τάξει οι Έλληνες φυλακάς, αλλά και εις την απέναντι επί της Στερεάς παραλίαν εις επικαίρους θέσεις φρουράν ισχυράν, ώστε προλαμβάνοντες ούτω αείποτε απέκρουον και εμηδένιζον επιτυχώς τας κατ’ αυτών επιθέσεις των Τούρκων. Τρόπω τοιώδε εξασφαλιζόμενοι κατά των εκ της Στερεάς εχθρών δεν είχον ανάγ­κην ουτ’ από θαλάσσης, επειδή, ως γνωστόν, η νήσος προησπίζετο πόρρωθεν και προϋφυλάσσετο υπό του ναυτικού της Ύδρας, των Σπε­τσών και των Ψαρρών.

Ούτοι είσιν οι ιστορικοί λόγοι, ων ένεκεν δεν ηδυνήθη εχθρικός πούς κατά τον του 1821 αγώνα να πατήση το της νήσου έδαφος, ουδέ μιαρά χειρ να βεβηλώση την εν αυτή ιεράν Μονήν της Νεοφανείσης, ως τα σιγίλλια την αποκαλούσιν.

Οι άνθρωπαι εν τούτοις του καιρού εκείνου βλέποντες ασθενεστάτην την αυτών δύναμιν παραβαλλομένην προς τας κολοσσιαίας των Τούρκων, αίτινες ακατάβλητοι εθεωρούντο, εις μόνην την Θείαν Πρόνοιαν ανέθεντο την ελπίδα της σω­τηρίας αυτών, διό τα πάντα αποδίδουσι, τουτέστιν επαγρύπνησιν, γενναιότητα και προθυμίαν των ημετέρων, καθώς και την εκ τούτων αποσόβησιν και τροπήν των Οθωμανών εις την εν τη νήσω Σαλαμί­νας θαυματουργόν δύναμιν της Νεοφανείσης.

Οι εξής στίχοι τεθειμένοι εις το στόμα του Κιουτάγια, τους οποίους ετραγώδησεν ημίν ο εκ της Πελοποννήσου βλαχοποιμήν Παναγ. Μπαχθαλιάς, απεικονίζουσι το βαθύ της ευσεβείας αίσθημα των ανδρών εκείνων.

Χωριά και Κάστρα και βουνά, κι’ όλα τα Μοναστήρια εδιάβηκα, τα πάτησα, και τάκαμα όλα στάνη, μα η Παναγιά της Κούλουρης το μέγα Μοναστήρι, οπούχει εξήντα σήμαντρα, κ’ εικοσιτρείς καμπάναις με δεσποτάδες, ιερείς, με ψάλταις ενενήντα, στέκεται και με πολεμά δεν ’φίνει να την πάρω, δεκάξε φόρμους έκαμα κ’ εικοσενήα γιουρούσα μα η φωτιά της μ’ έκαψε, και φεύγω, την αφίνω ….

   Πολλά των ρηθέντων βεβαιούνται και παρά των εν τοις αρχείοις της Μονής επιστολών. Μία τούτων, η του Μητροπολίτου Αθηνών και των προυχόντων προς τον τότε ηγούμενον Γρηγόριον Κανέλλον υπό χρονολογίαν 24 Νοεμβρίου 1822, λέγει τάδε·

«Πανοσιώτατε ηγούμενε. Σας πέμπομεν όλα τα πολύτιμα σκεύη των εκκλησιών μας και την βιβλιοθήκην της κοινότητος και παρακαλούμεν να τα φυλάξητε καλά έως ότου αποκατασταθή το γένος μας».

Παρόμοιον γράφει και ο της Αιγίνης Επίσκοπος αποστέλλων τα κειμήλια και την βιβλιοθήκην του, ίνα, λέγει, χρησιμεύση μετά την αποκατάστασιν προς φωτισμόν του έθνους.  

Το δε ιστορικόν της Μονής, ως γέγραπται εν τοις Πατριαρχικοίς σιγιλλίοις έχει ως έπεται κατά περίληψιν.

Εν η θέσει κείται σήμερον η Μονή υπήρχε πάλαι ποτέ ετέρα· αλλ’ εκ των αλλεπαλλήλων ας υπέστη το ήμερον έθνος περιπετειών κατεστράφη, και εντελώς εξηφανίσθη, ώστε ούδ’ ίχνος αυτής διεκρίνετο επί της επιφανείας της γης, ουδέ υπήρχεν άνθρωπος να γνωρίζη τι περί αυτής· αλλ’ ενώ προ τριακοσίων ετών περίπου ο Λάμπρος Κανέλλος Μεγαρεύς, οικογενειάρχης, απλούς εργάτης, κατά πάντα ενάρετος ειργάζετο εν Κορίνθω, εφανερώθη καθ’ ύπνον εις αυτόν η Θεο­τόκος επιτάσσουσα να κατέλθη εις Σαλαμίνα, και εις ην υπεδείκνυεν αυτώ θέσιν σκάπτων θα ανεύρη την εικόνα αυτής, είτα δε να ανοι­κοδομήσει την εκκλησίαν και ν’ αποκαταστήση τέλειον Μοναστήριον. Ο Λάμπρος αφυπνισθείς εθεώρησε το όραμα τούτο απλούν όνειρον, ώστε διστάζων ούτε να το διηγηθή εις έτερον απετόλμησεν αλλά πάλιν την επομένην και μεθεπομένην νύκτα είδε το αυτό, εναργέστερον του πρώτου, και την Θεοτόκον αυστηρότερον επιτάσσουσαν την εκτέλεσιν των προειρημένων, υποδεικνύουσαν συνάμα πάντας τους α­γρούς εκείνους με τα οροθέσια αυτών, οίτινες ανήκον εις την πάλαι Μονήν.

Όθεν πεισθείς πλέον ο Λάμπρος κατήλθεν εις Σαλαμίνα και ανασκάψας εν τη υποδειχθείση θέσει εύρεν αληθώς την εικόνα της Κοιμή­σεως της Θεοτόκου.— Εκ τούτου δε εκλήθη Φανερωμένη η Νεοφανείσα, ότι δηλαδή εφανερώθη εις τον Λάμπρον. Εορτάζεται δε ουχί την 15 Αυγούστου, αλλά την 23 αυτού, «τα ’νιάμερα της Πανα­γίας ».



Γνωστής γενομένης της ευρέσεως της εικόνας, πλήθος πολύ συνέρρεε πολλαχόθεν δια τα καθεκάστην επιτελούμενα θαύματα τη προσ­κυνήσει αυτής. Ο Λάμπρος εγκαταλείψας πάραυτα τα εγκόσμια την τε γυναίκα και τα τέκνα αυτού ησπάσθη το μοναχικόν σχήμα μετονομασθείς Λαυρέντιος και εις μόνην την εκπλήρωσιν του εξ οπτασίας κελεύσματος αφιερωθείς ωκοδόμησε τον μεγαλοπρεπή ναόν, έκτισε τα κελία και απεκατέστησε το Μοναστήριον τη συνδρομή ευσεβών Χρι­στιανών, ως νυν έτι υπάρχει. Ταύτα εν συνόψει τα εν σιγιλλίοις.

Η δε παράδοσις λέγει συν τοις άλλοις και τάδε· εκ Κόρινθου το πρώτον κατελθών ο Λάμπρος εις την μεγαρικήν παραλίαν, και μη ευρίσκων, ένεκα μεγάλης τρικυμίας πλοιάριον όπως μεταβή εις Σαλαμίνα προς ανεύρεσιν της εικόνος, ίστατο επί πολύ εκεί εν αμηχανία, άλλ’ αίφνης ήκουσεν εξ ύψους φωνής λεγούσης αυτώ τάδε: «ρίψε το επανωφόρι σου (γιουρτί) εις την θάλασσαν και κάθι­σον έπ’ αυτού και θέλεις διαπλεύσει ασφαλώς τον πορθμόν δι’ αυτού». Ο Λάμπρος ποιήσας άνευ δισταγμού το τοιούτον μετέβη εις Σαλα­μίνα αβλαβώς χρώμενος αντί λέμβου τω επανωφορίω αυτού.

Συν τούτοις αναφέρομεν και το εξής· Αφ’ ης ο Πατήρ ούτος εκήρυξεν ότι δι’ οπτασίας εγένοντο αυτώ γνωστά τα ανήκοντα τη πάλαι Μονή κτήματα, απήτησε και τα έλαβεν άπαντα, πλην της Γλυφά­δας, ήτις αποτελεί τον σπουδαιότερον της Μονής αγρόν, ένθα τανύν υπάρχει ο μεγαλείτερος ελαιών αυτής. Κατείχετο δε τότε ε αγρός ού­τος υπό πανισχύρου Οθωμανού άρχοντος, όστις ούτε να ακούση τι περί αποδόσεως έστεργεν, όθεν μάτην ο Λαυρέντιος μετέβη εις Κωνσταν­τινούπολιν ζητών δια του Πατριαρχείου και άλλων ισχυρών προσώ­πων τον ρηθέντα αγρόν, ο κάτοχος αυτού διέμενεν αδυσώπητος. Μετά χρόνου δε πολλού παρέλευσιν η του Οθωμανού σύζυγος ησθένησε βαρέως, αι δε προσπάθειαι των ιατρών ουδέν ίσχυον προς θεραπείαν αυτής, συνέβη δε εν εκείναις ταις ημέραις να διατρίβη και ο Λαυρέν­τιος εν Αθήναις, ένθα διέτρεχεν ανά την πόλιν φήμη μεγάλη ότι ούτος δια της επικλήσεως του Θείου θεραπεύει πολλούς των ασθενούντων· τούτο μαθούσα και η του Οθωμανού άρχοντος γυνή παρεκάλει τον σύζυγον αυτής, όπως επιτρέψη τω καλογήρω ελθόντι να δεηθή και υπέρ αυτής, αλλ’ ο Οθωμανός άρχων εφρύαξεν ακούσας της συζύ­γου του αιτουμένης τοιαύτα, ώστε αγρίως επέπληξεν αυτήν εν τούτοις της νόσου δεινουμένης, ο οθωμανός ενέδωκεν εν τελεί, και μεταπεμψάμενος επέτρεψε τω καλογήρω να επισκεφθή την ασθενούσαν και δεηθή υπέρ αυτής. Ο Λαυρέντιος ελθών επί της κλίνης της πασχούσης ύψωσε την ράβδον αυτού, και τρις το σημείον του σταυρού ποιήσας επ’ αυτής, απήγγειλε την προσήκουσαν ευχήν, και είτα απήλθεν εις τα ίδια. Την επομένην δ’ αμέσως ηκούσθη ότι η ασθενής ανέλαβε, την μεθεπομένην και καθ’ εξής ότι εθεραπεύθη και ιάθη εντελώς. Τότε ο Οθωμανός άρχων καλέσας τον Λαυρέντιον εζήτησε συγγνώμην και είτα μετά σεβασμού παρεχώρησεν εγγράφως εις την Μονήν τον αγρόν εκείνον, ον κατείχε και ηρνείτο να αφήση. Τοιαυτά είσι και τα εκ παραδόσεως.

Η ρηθείσα ράβδος του Λαυρέντιου εδόθη συν άλλοις τω κ. Λαμπάκη παρά του πρώην ηγουμένου Μισαήλ Ζαχαρίου 1.

Καίτοι ο Λαυρέντιος δεν συγκαταριθμείται εις την χορείαν των εορταζομένων αγίων, ούχ ήττον οι κατά καιρούς Μητροπολίται Αθηνών  γινώσκοντες τα κατ’ αυτόν επέταξαν τοις μοναχοίς της ανοικοδομηθείσης Μονής (Φανερωμένης) να εορτάζωσιν αυτόν, συνετάχθη δε επί τούτω και εκτενής Ακολουθία. Τελείται δε η μνήμη αυτού την 7 Μαρτίου, ότε πλήθος πολύ εκ των πέριξ, και δη εκ της επαρχίας Μεγαρίδος, προσέρχεται εις την Μονήν, ένθα ο τάφος αυτού και η κάρα εν αργυρώ κιβωτίω υπάρχει.

Ούτω παραληφθέντων απάντων των κτημάττων της Μονής, του ναού δε και των κελλίων εν τάξει μεθ’ όλων των εν αυτοίς απαιτουμένων οικοδομηθέντων, το Μοναστήριον της εν Σαλαμίνι Μονής της Νεοφανείσης κατέστη περιώνυμον, το μεν δια την ωραίαν και ασφαλή εν ημέραις του κινδύνου τοποθεσίαν αυτού, το δε δια την εις τους μετ’ ευλαβείας προστρέχοντας ασθενείς επιδαψιλευομένην αεννάως θαυμασίαν αυτού αντίληψιν.

Τελευτήσαντος, ως είρηται, του γέροντος Ανανίου, ο της Μονής ηγούμενος Αβέρκιος Κουμάντος αναμνησθείς τι περί των οστών του Ι . Γκούρα είπεν ο αποβιώσας, διέταξεν ανασκαφήν ένθα εύρεν αυτά εν τη υποδειχθείση θέσει εντός σεσηπότος κιβωτίου, ούτινος μόνον αι σιδηραί λαβαί και οι συγκρατούντες αυτό ήλοι εσώζοντο.

Εκ τούτων λαβόντες αφορμήν εξέθεμεν τα ολίγα ταύτα.

 

Εν Φανερωμένη την 10 Νοεμβρίου 1889.

Ν. Γ. ΦΩΤΑΚΗΣ



Η τιμία κάρα του αγίου Λαυρεντίου

1 Σ. Έκδ. Ήδη ευρίσκεται εν τω Μουσείω της Χριστιανικής Αρχαιολογι­κής Εταιρείας.

Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου – ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ Β’. II (1890)

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ- ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ



"Monastery of Phaneromene, in the island of Salamis". H Ιερά Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα. Ακουατίντα από το λεύκωμα "Views in Greece" του Edward Dodwell, Λονδίνο, 1821.

Διαστάσεις : 0,42 x 0,35 m

Αριθμός Ταυτότητας : 14275-19


πηγή: entaksis.gr