Eίναι ένα διώροφο, κυβοειδές, λευκό σπιτάκι, εκεί όπου η μαλακή γυμνή πλαγιά κάτω από το μοναστήρι της Παναγιάς της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα συναντά τη θάλασσα. Πίσω του, ένα γηραλέο πεύκο. Εμπρός του η ήρεμη κρυστάλλινη θάλασσα του κόλπου της Ελευσίνας. Γύρω του, ένα ήσυχο καταπράσινο τοπίο από δασωμένες προεκβολές στη θάλασσα, λοφίσκους, λιβαδάκια... Απόλυτη σιωπή. Η μυρωδιά του ασφόδελου, το ανοιξιάτικο φως, το λαμπερό άσπρο, το δροσερό γαλάζιο σταλάζουν στην ψυχή ένα γλυκό αίσθημα γαλήνης όσο διασχίζεις το πεζούλι που χωρίζει το σπίτι από τη θάλασσα και ανεβαίνεις προς τη βεράντα. Ωστε εδώ έζησε ο Αγγελος Σικελιανός... Μια φασαριόζικη παρέα επισκεπτών κόβει το νήμα της σκέψης. Η επιθετικότητα αιφνιδιάζει: «Και τώρα πες μου, παίρνεις ή δεν παίρνεις ένα σπρέι να τους τα μαυρίσεις όλα; Να τους τα διαλύσεις; Να γράψεις με μεγάλα γράμματα αυτό που θα έπρεπε να διαβάζει ο κόσμος. Μα είναι δυνατόν να μην γράφει πουθενά πόσο έζησε εδώ ο ποιητής;!». Είναι αλήθεια. Πουθενά δεν υπάρχει μια πινακίδα που να γράφει κάτι όπως «Εδώ έζησε ο Αγγελος Σικελιανός από το 1933 έως το 1950». Αντ’ αυτού είναι τοιχοκολλημένη μια μαρμάρινη πλάκα με την αναφορά «Χώρος μνήμης του ποιητή Αγγελου Σικελιανού. Αναστηλώθηκε από την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής / ΥΠΠΟ. Εγκαινιάστηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2006 από τον υφυπουργό Γεώργιο Καλό επί δημαρχίας Ευαγγέλου Αγαπίου». Μια άλλη μαρμάρινη πλάκα με την αποτύπωση της ευγνωμοσύνης μαθήτριας συνεργατών του ποιητή προκαλεί νέο κύμα αγανάκτησης «μια κλίκα που απομυζά δημόσιο χρήμα είναι όλοι τους...». (Το ευφυολόγημα πως «στην Ελλάδα είσαι αυτό που δηλώνεις» είναι λειψό· χρειάζεται να συμπληρωθεί με την πρόταση «ή αυτό που σε δηλώνουν».)
Πέραν της ορθότητος ή μη των παρατηρήσεων, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η υφή και η κλίμακα της διαμαρτυρίας. «Θα πάρω ένα σπρέι και θα τα μαυρίσω όλα...». Σαν, η μοναδική διέξοδος από τα παράδοξα και τα αντιφατικά σ’ αυτόν τον τόπο να είναι ο βανδαλισμός. Ομως αυτό δεν είναι το νεοελληνικό στερεότυπο; Δεν είναι πάγια η τακτική μας να καίμε (όχι κάδους ή μαγαζιά, αλλά δάση), να καταπατούμε, να ρημάζουμε; Και όχι διότι διαφωνούμε ή αγανακτούμε με κάτι, παρά μόνο για το προσωπικό μας συμφέρον. Δεν είναι βία η διαφθορά, η κρατική υποκρισία; (Καταδικάζουν οι ηγεσίες τη βία, αλλά δεν παύουν να γεννούν αγριότητα). Δεν είναι βία η κοινωνική αποκτήνωση; Ο τρόπος που οδηγούμε, που σπρώχνουμε για να προωθηθούμε; Τον ταραξία που πυρπολεί τον έχει ο κάθε Ελλην (άρας) μέσα του. Δεν σπάει τις βιτρίνες στη Σκουφά, αλλά δρα ανενδοίαστος, ιδιοτελής, βάναυσος, ανελέητος προς ό, τι δεν τον εξυπηρετεί.
Ελλειψη αυτογνωσίας το σοκ μπροστά στα συμβάντα του κέντρου. Στην πράξη δεν είναι περισσότερο ισχυρά από τις απαρατήρητες εκφάνσεις της καθημερινής βαρβαρότητας.
Πολλές οι μορφές και οι αιτίες της βίας. Δεν μπαίνουν σε ένα τσουβάλι. Το βέβαιο είναι ότι δεν καταπολεμώνται με νόμους, αλλά με βαθιά παιδεία. («Η τρίσβαθη γνώμη τώρα αντρίζει βαθιά τα ήπατά μου» που έλεγε και ο Σικελιανός). Και με κοινωνική δικαιοσύνη, με κοινωνική συνοχή και την επακόλουθη ανασύσταση των άτυπων δικτύων αφύπνισης. Με τη συμπαράσταση πάνω από τη μοναξιά, την εχθρικότητα, τον φόβο, το κενό.