67 χρόνια από τη σύλληψη και δολοφονία του Φίλιππου Αργυρίου Τούτση.

Μνημείο για τους πέντε αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που εκτελέστηκαν δι' απαγχονισμού στο Κριεκούκι το Μάι του 1944
Πριν από 67 χρόνια, στις 16/5/1944 δοσίλογοι της Σαλαμίνας έδωσαν τις απαραίτητες πληροφορίες για να βρεθεί και να συλληφθεί ο Φίλιππος Αργυρίου Τούτσης.

Ο Φίλιππος Tούτσης γεννήθηκε το έτος 1915 και ήταν το τέταρτο από τα οκτώ παιδιά του Αργυρίου Γεωργ. Τούτση και της Ελένης Τούτση το γένος Νικολ. Περδικούρη.
Από μικρό παιδί έπαιρνε μέρος σε γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες του πατρός του, ο οποίος ήταν κτηνοτρόφος.
Τα πρώτα μαθητικά του χρόνια βρισκόταν στη Σαλαμίνα και στη συνέχεια πήγε στο Β΄ εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιά, απ’ όπου έλαβε και το απολυτήριό του στις 8/7/1936.
Η δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, είχε ως αποτέλεσμα να βόσκει πρόβατα στην ευρύτερη περιοχή Καμινάκια - Άγιος Γεώργιος Σαλαμίνας και να πουλάει κάθε μέρα το γάλα στις γειτονιές της Κούλουρης. Όμως η κουραστική και συνάμα φτωχική αγροτική ζωή, δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στη θέλησή του για ένα καλύτερο μέλλον.

Στις 15/12/1936 ενεγράφη στους φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (αριθμ. Μητρώου 352), όπου και συμπλήρωσε τριετή φοίτηση τα πανεπιστημιακά έτη 1936-1937, 1937-1938 και 1938-1939.
Κατά την περίοδο της φοίτησής του, επειδή δεν είχε δυνατότητα διαμονής στην Αθήνα, πολλές φορές είχε διανυκτερεύσει στο Πέραμα, όπου κοιμόταν στις βάρκες έως τις πρωινές ώρες που ξεκινούσαν τα δρομολόγια για τη Σαλαμίνα.
Ήδη από τις 27/8/1935 είχε παρουσιασθεί στο Πεζικό Σώμα Στρατού, απ’ όπου έτυχε αναβολής. Στις 20/10/1938 κατετάγη Στρατεύσιμος στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού. Στις 31/1/1939 έλαβε το βαθμό του Δεκανέα και στις 1/5/1939 έλαβε το βαθμό του Λοχία. Στις 28/8/1939 μετετέθη στο 30ο Σύνταγμα Πεζικού απ’ όπου και απολύθηκε στις 16/8/1940. Όμως λόγω του πολέμου 1940-1941, στις 28/10/1940 κατετάγη στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού ως έφεδρος επιστρατευθείς και πολέμησε στην Αλβανία. Την 1/5/1941 θεωρήθηκε απολυθείς.
Η περίοδο της Γερμανικής κατοχής υπήρξε καταλυτική στην πορεία της ζωής του. Έλαβε ενεργό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών και οργάνωσε ομάδα αντιστασιακών στη Σαλαμίνα, με σκοπό τη συλλογή και διαβίβαση πληροφοριών για τις ενέργειες των Γερμανών στρατιωτών και των Ελλήνων συνεργατών τους.
Όμως για την εν λόγω δράση του, αλλά και για τις ικανότητές του, απέκτησε θανάσιμους εχθρούς, με αποτέλεσμα ο οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρος να εκδηλώσουν τον φθόνο και το μίσος, με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταστρέψουν την ζωή του.
Στις 16/5/1944 δόθηκαν πληροφορίες προς τους Γερμανούς στρατιώτες, για να τον βρούν και να τον συλλάβουν στην Αθήνα.
Την ίδια ημέρα τον πήγαν στα κρατητήρια επί της οδού Μέρλιν κοντά στην πλατεία Συντάγματος, ακολούθησε η μεταφορά του στις φυλακές που βρίσκονταν στο Χαϊδάρι και αφού υπέστη διάφορα βασανιστήρια, στις 27/5/1944 τον θανάτωσαν δι’ απαγχονισμού, στο χωριό Κριεκούκι (Ερυθρές).
Η είδηση του θανάτου του υπήρξε ένα ισχυρό πλήγμα για τους γονείς του, που τους άφησε ένα τεράστιο κενό. Έκαναν άκαρπες προσπάθειες συλλογής πληροφοριών για ανεύρεση της σωρού του. Την 1/5/1947 απονεμήθηκε στον πατέρα του μηνιαία σύνταξη δύο χιλιάδων δραχμών. Δυστυχώς κανένα άλλο από τα παιδιά τους δεν είχε τον χαρακτήρα και τις ικανότητές του, για να μετριάσει κατά κάποιο τρόπο τον πόνο και την πίκρα τους.
Ως προς τον κοινωνία της Κούλουρης, κάποιοι ικανοποίησαν τον φθόνο και το μίσος τους, καθώς δεν ήταν δυνατό να δεχθούν με κανένα τρόπο την εξέλιξή του. Εξάλλου με τη μέθοδο αυτή κατάφεραν να επιβιώσουν και να μην βρεθούν σε δύσκολη κατάσταση στην πορεία της ζωής τους.
Σήμερα αυτό που έχει μείνει είναι δύο πλάκες με το ονοματεπώνυμό του και τα ονοματεπώνυμα όσων απαγχονίστηκαν μαζί του, σε δύο μνημεία που βρίσκονται στις Ερυθρές (Κριεκούκι) και στη Σαλαμίνα. Όταν βρίσκονται μπροστά σ’ αυτά τα μνημεία κάποιοι που γνωρίζουν, ίσως να αντιλαμβάνονται ως πραγματικούς υπαίτιους τους προδότες/δοσίλογους της Σαλαμίνας, κάποιοι άλλοι που δεν γνωρίζουν, θεωρούν ως μοναδικούς ενόχους τους Γερμανούς στρατιώτες, οι περισσότεροι όμως μάλλον δεν αντιλαμβάνονται απολύτως τίποτα, καθώς πηγαίνουν σ’ αυτά τα μνημεία για εθιμοτυπικούς λόγους απόδοσης τιμών ή/και προβολής τους.

από σχόλιο αναγνώστη

σχετική ανάρτηση εδώ