«Το 21 και η αλήθεια» του Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984) τυπώθηκε από τις περίφημες εκδόσεις Κείμενα του Κερκυραίου Φίλιππου Βλάχου (1939-1989) και κυκλοφόρησε το 1971, μεσούσης της δικτατορίας, με αφορμή τα 150 χρόνια (τότε) από την Επανάσταση. Επισημαίνω το «μεσούσης της δικτατορίας», επειδή το βιβλίο τού Σκαρίμπα στέκεται εντελώς έξω από την «κρατούσα» άποψη για το ’21, χώνοντάς τα αγρίως στον κλήρο, τους προύχοντες, τους λογίους και τους πολιτικάντηδες πάνω στους οποίους ακούμπησε η «επίσημη» ιστορία. Επειδή όμως η προληπτική λογοκρισία για τα βιβλία είχε καταργηθεί από το φθινόπωρο του ’69 οι εκδόσεις γίνονταν άνευ… προκαταβολικών εμποδίων. Κάπως έτσι κυκλοφόρησε και «Το 21 και η Αλήθεια». Πριν μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Σκαρίμπα ας παραθέσω ένα από τα εισαγωγικά σημειώματα, που ανήκει στον σημαντικό, προοδευτικό ιστορικό του ’21 Δημήτρη Φωτιάδη (1898-1988). Γράφει ο Φωτιάδης:
«Το Εικοσιένα, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ’ αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη. Για να γνωρίσει κανείς τ’ αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψει πάνω σ’ άλλα κείμενα, σ’ εκείνα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ’ αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καριοφίλι και άστραφτε το γιαταγάνι και στ’ απομνημονεύματα των αγωνιστών – του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, του Σπυρομίλιου, του Περραιβού, του Σπηλιάδη και τόσων άλλων.
Δύο είταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα “Δίκαια του ανθρώπου” του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στ’ άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της “Πατρικής Διδασκαλίας” του Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ-Άνθιμου – ή πιο σωστά του Γρηγορίου».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ: ΤΟ 21 ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Το 21, ήταν μια Εθνικο-Κοινωνική επανάσταση, η πρώτη και η τελευταία της Ιστορίας. Χτύπησε τον Κιουταχή και τον Δράμαλη, όσο και το ντόπιο τσορμπατζή και το δυνάστη. Αποθέωσε τον Κανάρη, ενώ κατέλαβε την Καγκελαρία της Ύδρας εξ εφόδου. Κήδεψε το Μάρκο Μπότσαρη και τον Μπάυρον, ενώ στα Βέρβαινα θα 'σφαζε τον Παλαιών Πατρών και τους Προκρίτους.
Ώστε, χωρίς τον εξολοθρεμό των κοντζαμπάσηδων και τον «αποσχηματισμό» των Δεσποτάδων, χωρίς την απαλλοτρίωση της γης και το καλογεροκυνηγητό όξω απ’ το Κράτος, χωρίς ολοκληρωμένη τη Ζαράκοβα και τον καταστρεμό των τσιφλικάδων, η εθνική ανεξαρτησία, ήταν ο Μανωλιός της παροιμίας με τα ρούχα του; ήταν το «τι Γιάννης, τι Γιαννάκης»; Έτσι είναι.
Και ώστε, μια μ ό ν ο ν Εθνική επανάσταση, χωρίς την Κοινωνική καταξίωσή της, είναι μια «φαινομενοφάνεια» που μόνον αναγκαζόμενο το «κατεστημένο» την επιτρέπει; Έτσι είναι. Ξεφυλλίσατε την Ιστορία μέχρι τα σήμερα και πέστε μου κάνα που να μην είναι –αυτό– έτσι. Εκατοντάδες εθνικές επαναστάσεις, πέτυχαν ή απότυχαν, αλλά καμιά εθνικοκοινωνική δεν επιχειρήθηκε. Οι μόνο κοινωνικές, όπου των χρόνων και των καιρών, όπου της γης και του πελάου, καταπνίγηκαν μέσα στο αίμα τους, ανελέητα… Μα, θα μου πείτε: η Γ α λ λ ι κ ή, δεν ήταν αυτή κοινωνική; Και θα σας πω: Μα, Κύριοι, απότυχε. Η 4η τάξη , ο λαός, (οι και, «ξεβράκωτοι» ειπωθέντες) χτυπήθηκε άγρια και «γουλίστηκε» από την αστική τάξη σαν χταπόδι. Μόλις πρόλαβε κι έβαλε φωτιά σε καμιά εκατοστή Πύργους αφεντάδων του κι έσφαξε μερικές χιλιάδες ευγενήδες. Από Επισκόπους; πολύ λιγότερους. Στις δύο Μπρυμέρ, «καθάρισε» κι άλλες τους μερικές χιλιάδες γαλαζοαίματους και όμοιούς τους αλιτήριους, στα μπουντρούμια. Αυτό ήταν όλο-όλο του που πρόφτασε. Ύστερα ο (τζόκεϋ) Ναπολέων τον καβάλησε, πότε σαν γάιδαρο ξεσέλωτο και πότε σαν άτι του με λοφίο. Λίγο αργότερα (το 1848) ξαναξεσηκώθηκε στο ποδάρι. Νυν, υπέρ πάντων ο αγών… Το ψωμοτύρι ενάντια στον αστακό, «το κασκέτο ενάντια στον πίλο». Με δεκάδες χιλιάδες πτώματα την ξαναπλήρωσε την επανάστασή του ο λαουντζίκος. Την εκατό τοις εκατό κοινωνική, ύστερα από τα πενήντα τοις εκατό του 21. Και επακολούθησαν –γραμμή– το καβαλίκεμα, από το Ναπολέοντα το Γ και απ’ αυτόν, έως τον Θιέρσο κι απέ στον Πουανκαρέ, κι ύστερα στο Ντε Γκωλ και δόστου να ’χει… Έως που κάποιος συμβιβασμός ήρθ’ επιτέλους – και η Δημοκρατία έχει το δικαίωμα… να πυροβολάει… το λαό!... Πράγματι, εξαιρουμένης της Ρούσσικης του 1917, καμιά, μόνον κοινωνική επανάσταση δεν πέτυχε· όλες μαζί, το πλήρωσαν με πολλά εκατομμύρια πτωμάτων…
Αλλ’ ας ξανάρθουμε στο «κέντρο» μας – το δικό μας 21.
Ναι, καμιά, μόνο Κοινωνική επανάσταση δεν πέτυχε και ουδεμία Εθνικοκοινωνική επιχειρήθηκε. Εξαίρεση στάθηκε το 21. Κι ενώ, στη μια του πλευρά (την εθνική) αυτό θριάμβευσε, στην άλλη του (την κοινωνική) ήρθε καπάκι… Οι Τούρκοι έφυγαν και ήρθε… ο Όθωνας! Η Κατάκτηση το ’σκασε και εγκαταστάθηκε η Κατοχή των Δημοσίων υπαλλήλων. Το «κρυφό σκολειό» έγινε Πανεπιστήμιο περίλαμπρο, όπου βρόντηξαν και άστραψαν οι γλωσσαμύντορες και οι άλλοι: Ο Παπαρρηγόπουλος, ο Σαρίπολος, ο Μιστριώτης, ο Τρεμπέλας. (Εγώ το είπα: Η αγραμματωσύνη θα μας σώσει…). Και όλοι αυτοί οι λόγιοι άντρες και Σοφοί, οι Κοι Κ. Τσάτσος και ο Γρ. Κασιμάτης, και ο Λεωνίδας Ζέρβας, και τελοσπάντων πας όστις με Πίλον υψηλόν, ή με Αρχιερατικόν εγκόλπιο απ’ το σβέρκο, άνθρωποι τα… μάλα σοβαροί και λίαν… Ιστοριοδιφικώς βεβαρυμένοι, – ων κάποιος κάπου ιδόντας μου τις Καραγκιόζικες «φιγούρες» είπε, μετά γκριμάτσας απαρέσκειας: «… Εεε – δεν είναι άνθρωπος σοβαρός!». Όλοι αυτοί (και ο κ. Ι. Θεοδωρακόπουλος) «καθαρευουστί» μάς κοπανάν ότι οι λόγιοι της διασποράς (π.χ. ο Κοραής και ο Ιγνάτιος), το Ανώτερο Ιερατείο (να πούμε ο Παλαιών Πατρών κι οι Δεσποτάδες), προσωπικότητες, ως λόγου χάρη ο Καποδίστριας, οι δύο Καραντζάδες και ο Κωλέττης, αυτοί λευτέρωσαν το έθνος!... Εμείς όμως θα τους πούμε, ότι ούτε σε κείνους που αυτοί μας λένε, οφείλει τίποτα το έθνος, ούτε απ’ αυτούς που μας το λένε περιμένει τίποτα – αυτό…
Μόνον ένας Φεραίος, τη λόγια (πριν από το 21) φάρα αυτή, των «Λόγιων της Διασποράς» και των φαρδομάνικων Ιεραρχών, μόνον αυτός την προανάκρουσε τη Λευτεριά κρατούσαν σπάθα. Οι άλλοι, αυτοί μακροημέρευσαν – πάντα τις «ελληνικούρες» τους κοπανώντας… Να, τι λέει πάνω σ’ αυτά, ο Γερμανός ιστορικός Κ. Μένδελσων Βαρθόλδη στην «Ιστορία της Ελλ. Επαναστάσεως», σελ.200:
«Ελευθερωταί αυτής (= της Ελλάδας) υπήρξαν ουχί σοφοί, ανατραφέντες παρά την εστίαν της κλασσικής αρχαιότητος, αλλ’ άνδρες εξ ακοής μόνον την αρχαιότητα γνωρίσαντες και μόλις μαθόντες ν’ αναγιγνώσκωσι και να γράφωσιν· ουχί φρόνιμοι και εύποροι (σ.σ.: όπως οι Αρχιερείς και οι Φαναριώτες), αλλ’ άνθρωποι από ευτελούς μόλις εργασίας, από ταριχείας ορτύγων και συλλογής ελαίων αποζώντες· άνδρες ουχί του καλάμου και της θεωρίας…» κλπ.
Αλλ’ ας μη σκάζαν, δεν θα –το 21– τους κατάνταε «παρακλαυσίθυρους» χειρότερων αφεντάδων. Θα, μετά την «απελευθέρωση», τους έκανε καρπαζοεισπράχτορες του κράτους. Η γραφειοκρατία (η πιο «κατεστημένικη» μορφή όλων των δουλειών του λαουντζίκου), θα τους έκανε μάτια μ’ σαν τους σημερινούς «τσικλομασάδες» Αμερικάνους. Θα μάθουν και το «εν ημικλάστω» αναφέρεσθαι προς τους απ’ αυτούς πληρωμένους του υπηρέτες. Και κάτω, μετά ένα «ευπειθέστατος», θα θέτουν την απολευτερωμένη υπογραφή τους: Λ’κάς Φοκοπήδαρους… (…)
του Φώντα Τρούσα Πηγή: www.lifo.gr