Σαλαμίνα – Πέραμα, Δημήτριος Χαρισιάδης, Φεβρουάριος 1957. (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη) |
Τα τραμ είχανε σταματήσει. Μέσα σε σύννεφα από σκόνη περνούσαν τα λοντώ αργά, τόνα πίσω από τάλλο, γεμάτα ντόμινα μαύρα και τριανταφυλλιά και γαλάζια και κόκκινα και κίτρινα και πράσινα με νταντέλλες μαύρες, μ’ άσπρα γάντια και κάτι μακριές χρωματιστές κορδέλλες κρεμαστές πίσωθε. Φωνές μασκαράδικες. Στραγάλια. Μπουκετάκια. Ρουκέτες από σερπαντέν και βροχή το κομφετί. “Εδώ ο χαρτοπόλεμος! Χαρτί και πόλεμος!”...».
Η γλαφυρή περιγραφή της αποκριάτικης εορταστικής ατμόσφαιρας –με τις πολυδάπανες αμαξοδρομίες, τα κομιτάτα και τα βραβεία– από τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο στην «Κερένια κούκλα» (1911), από τις πιο ρεαλιστικές που συναντάμε στη νεοελληνική λογοτεχνία, συμπίπτει με την πιο λαμπρή ίσως περίοδο της αθηναϊκής Αποκριάς, τα χρόνια που η πρωτεύουσα βίωνε τη δική της αστικοποίηση, στα πρότυπα της μπελ επόκ. Το αστικό καρναβάλι που περιγράφει ο Χρηστομάνος –αλλά και ο Δροσίνης, ο Βερβενιώτης και άλλοι λογοτέχνες της εποχής– ήθελε στις αρχές του 20ού αιώνα τον κόσμο να γυρίζει «ανάποδα», με την καθημερινή κοινωνική ιεραρχία και τάξη να δίνουν τη θέση τους στην ανατροπή και –φυσικά– την κραυγαλέα υπερβολή.
Καθαρά Δευτέρα στον λόφο του Φιλοπάππου, Κώστας Μπαλάφας, δεκαετία 1970. (Φωτογραφία: Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη)
«Στην Αθήνα είχε ήδη συσταθεί μια φλούδα αστικού πολιτισμού με εμφανή
λαϊκά στοιχεία. Η προσήλωση προς τη Δύση αφορούσε μικρό μέρος του
πληθυσμού, αλλά όλοι μιμούνταν τα δυτικά ήθη και έθιμα», παρατηρεί ο
Βάλτερ Πούχνερ, ομότιμος καθηγητής στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ.
«Ένα από τα στοιχεία της μίμησης του δυτικού πολιτισμού ήταν και το
καρναβάλι, ένα δημόσιο γεγονός για το οποίο ξοδεύονταν πολλά χρήματα και
απαιτούνταν οργάνωση. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ξεφάντωμα πολύ διαφορετικό
από ό,τι στην Τουρκοκρατία. Η Πάτρα ήταν από τις πόλεις που ξεχώρισαν
νωρίς. Το λιμάνι της αποτελούσε την πύλη της Ελλάδας προς τη Δύση και
καθώς το εμπόριο σταφίδας ανθούσε, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του
αστικού και του λαϊκού θεάτρου, δημιουργήθηκε ένα ιδιαίτερο κλίμα που
ευνόησε την άνθηση του καρναβαλιού».Τα φωτογραφικά στούντιο της εποχής υποδέχονταν τους μασκαράδες, μικρούς και μεγάλους, για το αναμνηστικό ενσταντανέ. Οι δρόμοι γέμιζαν σερπαντίνες, οι διαγωνισμοί για το καλύτερο «νούμερο» και οι αμαξοδρομίες με τους μεταμφιεσμένους έδιναν τον τόνο, ενώ στην ελληνική ύπαιθρο τον λόγο είχαν τα αγροτικά δρώμενα, που αντλούσαν τις ρίζες τους από τις αρχαίες τελετουργίες για την επαναφορά της γονιμότητας της γης και την επιστροφή της άνοιξης. «Όλα επιτρέπονταν. Η αθυροστομία, τα πειράγματα, αλλά και μια σειρά από δικαιώματα, τα οποία απολάμβανε κατ’ εξαίρεση ο μεταμφιεσμένος, καθώς δεν δεσμευόταν από τον κοινωνικό του ρόλο. Οι γυναίκες απαντούσαν ευθέως στα πειράγματα των ανδρών, σε αντίθεση με την πραγματική ζωή, στην οποία όχι απλώς δεν τους απευθύνονταν, αλλά δεν ήθελαν να αποτελούν καν αντικείμενο ανδρικής συζήτησης», λέει ο κ. Πούχνερ.
Ευρωπαϊκό «δάνειο» ήταν κατά κάποιον τρόπο και ο χαρταετός. Αν και αναφέρεται πως τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Αρχύτας από τον Τάραντα χρησιμοποίησε στην αεροδυναμική του αετό, αυτός, στη σύγχρονη εκδοχή του, ήρθε στην Ελλάδα ως παιχνίδι από τα λιμάνια του Ανατολικού Αιγαίου (Χίο, Σμύρνη) και στη συνέχεια τα Επτάνησα, τη Σύρο και την Πάτρα. Την Καθαρά Δευτέρα, οι πιτσιρικάδες τον κατασκεύαζαν μόνοι τους –ή με τη βοήθεια των δικών τους– με απλά υλικά που υπήρχαν στο σπίτι: χαρτί, καλάμι, σπάγκο, εφημερίδες, περισσεύματα από τις σερπαντίνες.
Το πέταγμα του χαρταετού, Zaχαρίας Στέλλας, Αθήνα, δεκαετία 1970. (Φωτογραφία: Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη)
Το στοίχημα, πέρα από την εμφάνιση με τα ζωηρά χρώματα και την
έμπνευση του δημιουργού του, ήταν η συμμετρία: να είναι φτιαγμένος έτσι
που με τη δύναμη του αέρα να σηκωθεί ψηλά και να σταθεί για ώρα στον
ουρανό, προκαλώντας τη δύναμη, αλλά κυρίως την επιδεξιότητα του
«χειριστή» του.πηγή: http://www.kathimerini.gr/948338/gallery/ta3idia/sthn-ellada/giorth-opws-palia