Ποιήματα μικρής κατά κανόνα εκτάσεως —καμιά φορά δίστιχα, άλλοτε πάλι μικρές ελεγείες, που σπανίως υπερβαίνουν τους δώδεκα στίχους— είναι η κληρονομιά που μας άφησε ο Θεόγνης (Θέογνις ο Μεγαρεύς), ο οποίος καταγόταν, κατά πάσαν πιθανότητα, από αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια των Μεγάρων της Αττικής.
-->
Πάντως, δεδομένου ότι η βιογραφική παράδοση για τον Θέογνη είναι φτωχή και συχνά αντιφατική, η καταγωγή αλλά και η εποχή του ποιητή έχουν αποτελέσει θέμα πολλών συζητήσεων, ενώ θέμα έχει τεθεί ακόμη και για την ιστορικότητα του προσώπου του.
Ως προς την καταγωγή του ποιητή, υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα η άποψη ότι πατρίδα του ήταν τα Υβλαία Μέγαρα της Σικελίας, αποικία των Μεγαρέων της Αττικής.
Όσον αφορά την περίοδο κατά την οποία έζησε και άκμασε ο Θέογνης, οι αρχαίοι και οι περισσότεροι μελετητές κάνουν λόγο για τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., μετά την τυραννίδα του Θεαγένη στα Μέγαρα, μια εποχή έντονων ταραχών και ριζικών μεταβολών.
Όμως, σύμφωνα με μιαν άλλη άποψη, ο Θέογνης έδρασε στα τέλη του 6ουκαι τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., αντιμετωπίζοντας, μεταξύ άλλων, μεγάλες δυστυχίες, απιστία των φίλων, εξορία και φτώχια.
Η ελεγειακή ποίηση του Θέογνη σχετίζεται άμεσα με τα συμπόσια και το ανδρικό γλέντι. Ορισμένα τμήματα της συλλογής των στίχων που φέρουν το όνομα του Θέογνη —περίπου 1.400 στίχοι σε ελεγειακό μέτρο— υποβάλλουν την ιδέα της μετρημένης συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της οινοποσίας, ώστε να επιτυγχάνεται ο συνδυασμός της απόλαυσης του δώρου του Διονύσου με την αξιοπρέπεια και το σεβασμό προς τους συντρόφους-ομοτράπεζους.
Σε μιαν άλλη ομάδα ποιημάτων του Θέογνη κυριαρχεί ο έρωτας για ωραία αγόρια. Οι γυναίκες δεν κατέχουν μια εξίσου σημαντική θέση στην ποίησή του, αλλά σε ένα ωραίο δίστιχο αναφέρεται ότι δεν υπάρχει πιο γλυκιά ευτυχία από μια καλή γυναίκα.
Η ανησυχία για την κατάσταση της πολιτείας αποτελεί ένα σταθερό άξονα της συλλογής των ποιημάτων του Θέογνη. Όμως, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις ελεγείες του Καλλίνου και του Τυρταίου, η απειλή, ο κίνδυνος, πλην λιγοστών εξαιρέσεων (π.χ., περσικός κίνδυνος), δεν προέρχεται από το εξωτερικό, ούτε αποτελεί ζητούμενο η διάκριση στο πεδίο της μάχης, η ανάδειξη την ώρα της καθοριστικής μάχης.
Σε μια εποχή ραγδαίων ανακατατάξεων στο εσωτερικό της μεγαρίτικης πολιτείας και στον ελληνικό κόσμο εν γένει, σε μια περίοδο οικονομικής και πολιτικής ανέλιξης νέων στοιχείων από την κατώτερη τάξη, οι ελεγείες του Θέογνη απηχούν την οργή και τα παράπονα των αριστοκρατών.
Οι τελευταίοι, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αριστοκρατικής καταγωγής, που είχαν ανατραφεί με ιπποτικό τρόπο, ήταν οι αγαθοί, οι εσθλοί, οι «καλοί», για τους οποίους ιδιοκτησία και αξία ταυτίζονταν. Ένα βαθύ χάσμα χώριζε άλλοτε τους αγαθούς από τους κακούς, τους δειλούς, που δεν είχαν τίποτα και δεν ήταν τίποτα.
Τα επίθετα αγαθός και κακός ορίζουν το κύριο αντιθετικό ζεύγος του αξιακού συστήματος της θεογνίδειας συλλογής, βάσει του οποίου ορίζονται και τα ζεύγη δίκη – ύβρις, μέτρον – κόρος: χαρακτηριστικά του αγαθού είναι το μέτρον και η δίκη, του κακού ο κόρος και η ύβρις.
Το επίθετο αγαθός δήλωνε εν προκειμένω ευγενική καταγωγή, πλούτο, κοινωνική θέση, ηθική ανωτερότητα, πολιτική και κοινωνική υπευθυνότητα, ικανότητα ανταπόκρισης και συμμετοχής στις ανάγκες της κοινότητας — όλα όσα συγκροτούν την αρετήν.
Το επίθετο κακός, από την άλλη πλευρά, συνιστούσε την άρνηση όλων αυτών των ιδιοτήτων, καθώς δήλωνε ταπεινή καταγωγή, απουσία οικονομικής δύναμης και κοινωνικής ισχύος, ανάρμοστη συμπεριφορά, ακαταλληλότητα για συμμετοχή στα κοινά.
Όμως, στην εποχή του Θέογνη τα πάντα έτειναν να ανατραπούν, καθώς αυτοί που κάποτε ζούσαν σαν τα αγρίμια στο δάσος έπαιρναν τη θέση των αγαθών, κι αυτοί που πρωτύτερα λέγονταν έτσι ολοένα και περισσότερο εξαθλιώνονταν.
Το άθλιο χρήμα ήταν εκείνο που παρέσυρε τους παλαιούς ευγενείς, που οδηγούσε τους αριστοκράτες στην απόφαση να κάνουν συνοικέσια και γάμους με τους κακούς μόνο και μόνο για το πρόστυχο κέρδος.
Οι ευπρεπείς αριστοκράτες καλούνταν να αντισταθούν σε αυτήν την ανατροπή, σε αυτόν τον ξεπεσμό, με όπλο μια πολύτιμη αξία, τη φιλία, που μπορούσε να λειτουργήσει ως συνεκτική ουσία, ως στήριγμα όσων επιθυμούσαν να διατηρήσουν τον παλαιό, αρμονικό ρυθμό της ζωής.
Οι διαφορές τόνου και περιεχομένου, καθώς και η αντιφατικότητα των νοημάτων στα Θεογνίδεια, στη συλλογή των στίχων που φέρουν το όνομα του Θέογνη, φανερώνουν τη συμμετοχή περισσότερων ποιητών, αποδεικνύουν ότι η προέλευση των εν λόγω ποιημάτων είναι διαφορετική.
Η θεογνίδεια συλλογή δεν αποτελεί έργο ενός συγκεκριμένου προσώπου, του Θέογνη, αλλά συλλογικό δημιούργημα της μεγαρίτικης ποιητικής παράδοσης. Η συλλογική αυτή ποιητική παράδοση έχει προέλευση καθαρά και μόνον αριστοκρατική, θέμα της την πόλιν και την ορθή πολιτική/κοινωνική συμπεριφορά, και σκοπό της τον ορισμό των αρχών εκείνων που θα επιτρέψουν την ευταξία, την ισορροπία και τη λειτουργικότητα της πόλης.
Παρά ταύτα, έστω κι αν τα νοήματα των ποιημάτων αρκετά συχνά αντιτίθενται το ένα στο άλλο, το όλο οικοδόμημα διέπεται από συνοχή. Και τούτο, διότι όλες σχεδόν οι ελεγείες που εξετάζουμε προέρχονται από τονκόσμο του 6ου αιώνα π.Χ., έναν κόσμο στον οποίον η αριστοκρατική αντίληψη περί ζωής, άλλοτε ακλόνητη κι άλλοτε έτοιμη να συμβιβαστεί, αγωνίζεται για το δικαίωμα της ύπαρξής της.
πηγή: in.gr