Οι Βαυαροί μάς έφεραν το ρεβεγιόν και τα έλατα

1830 Απεικόνιση γιορτής σε γκραβούρα της εποχής
Μέσα σε 7 χρόνια άλλαξε τελείως για τους Έλληνες η εικόνα της γιορτής των Χριστουγέννων. Οι μάχες για την υπεράσπιση της Ακρόπολης απέναντι στους Οθωμανούς είχαν δώσει τη θέση τους σε ευρωπαϊκούς χορούς και ξενόφερτα... ρεβεγιόν.
-->

Όμως, ακόμα και εκείνα τα δύσκολα και κρίσιμα για την έκβαση της Επανάστασης Χριστούγεννα του 1826, οι υπερασπιστές της Ακρόπολης δεν παρέλειπαν να τιμήσουν τη μεγάλη γιορτή. Ετσι, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ρίχτηκαν από το φρούριο της Ακρόπολης εννέα εορταστικοί κανονιοβολισμοί, ενώ οι Τούρκοι έκαναν ορισμένες επιθέσεις, με κανόνια, το πρωί και το μεσημέρι.
Για τους περισσότερους στρατιώτες το φαγητό ήταν το ίδιο με όλων των άλλων ημερών, δηλαδή σιτάρι βρασμένο με λάδι. Ομως, πολλοί απόλαυσαν κρέας παστό και τυριά ή χοιρινό που είχαν δικά τους ή αγόρασαν από άλλους.[1] 
Η Αθήνα το 1830

Επειτα από 7 χρόνια όλα αυτά αποτελούσαν μακρινό παρελθόν. Η Αθήνα μπορεί να ήταν ακόμα ένα μικρό χωριό, από το οποίο οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες έφυγαν μόλις τον Απρίλιο του 1833, αλλά το Ναύπλιο, ως πρώτη πρωτεύουσα, είχε ήδη πάρει ευρωπαϊκό αέρα.
Μάλιστα, φαίνεται ότι κάποιες Ελληνίδες είχαν μάθει και ευρωπαϊκούς χορούς, που ήταν άγνωστοι στον περισσότερο κόσμο, καθώς χόρεψαν με τον Οθωνα σε δύο ή τρεις εσπερίδες που είχαν γίνει σε σπίτια εύπορων οικογενειών του Ναυπλίου.
Πάντως, η μεγάλη... εισαγωγή ευρωπαϊκών χορών, όπως το γαλλικό βαλς, η πολωνέζα και η μαζούρκα, άρχισε από το 1837, μετά την άφιξη στην Ελλάδα της Αμαλίας, που ήταν λάτρις του χορού.[2] 
Γκραβούρα τού 1860 όταν το βαλς ήταν μόδα 

Ωστόσο, στο Ναύπλιο οι πρώτοι χοροί του ανήλικου Οθωνα ήταν μάλλον η... προθέρμανση για το μεγάλο γεγονός, το πρώτο χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στην Ελλάδα.
Το ρεβεγιόν έγινε στο «Βουλευτικό», το ιστορικό τζαμί, στη νοτιοδυτική πλευρά της πλατείας Συντάγματος, όπου στεγάστηκε η πρώτη Βουλή των Ελλήνων και από το 1828 έως το 1834 δίνονταν συνήθως οι δημοτικές χοροεσπερίδες.
Το κτίριο είχε επιθεωρήσει πριν από τη χοροεσπερίδα ο 18χρονος Οθωνας και (όπως έχει γράψει, με τον μοναδικό τρόπο του, στην εφημερίδα «Ελευθερία» ο αξέχαστος Φρέντυ Γερμανός) διαπίστωσε ότι οι τοίχοι ήταν βρόμικοι.
«"Είναι γυμνοί και βρόμικοι", εδήλωσε ο Οθων όταν μπήκε μέσα. "Να... τους αλλάξετε". Αλλά πώς ήταν δυνατό να γίνει αυτόΛίγο έλειψε να ματαιωθεί ο χορός. Τέλος ένας Βαυαρός αξιωματούχος βρήκε τη λύση. Επρότεινε να σκεπασθούν οι τοίχοι με λευκά σεντόνια, όπου ήταν γραμμένη η φράση: "Ζήτω ο Οίκος των Βιττελσβάχων"» (σ.σ. η βαυαρική δυναστεία από την οποία προήρχετο ο Οθων).
Ενα άλλο πρόβλημα που ανέκυψε ήταν ο φωτισμός. Επειδή τα κηροπήγια ήταν πολύ λίγα, χρησιμοποιήθηκαν ζωντανοί φανοστάτες, υπηρέτες δηλαδή που κρατούσαν όλη τη βραδιά υψωμένους φανούς.[3] 
Για τον χορό εκείνο δεν έχουν σωθεί πολλές λεπτομέρειες. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι για ένα επεισόδιο που προκλήθηκε μεταξύ του γενναίου οπλαρχηγού Θεόδωρου Γρίβα και ενός Κερκυραίου ευπατρίδη που έκανε το... λάθος να ζητήσει από τη σύζυγο του Γρίβα να χορέψουν. Η γυναίκα τον κοίταξε έκπληκτη. Της ήταν αδύνατον να καταλάβει πώς μπορούσε να χορέψει με έναν που δεν ήταν ο άνδρας της.
Την ίδια στιγμή τα σιδερένια μπράτσα του Γρίβα είχαν αρπάξει τον Κερκυραίο, που απειλείτο να πεταχτεί από το παράθυρο, κάτι που θα συνέβαινε εάν δεν παρενέβαινε εγκαίρως ο Μαυροκορδάτος.
Ο επόμενος μεγάλος χορός έγινε, ανήμερα των Χριστουγέννων ή τις ημέρες μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στο σπίτι όπου διέμενε ο πρόεδρος της τριμελούς Αντιβασιλείας Ιωσήφ Λουδοβίκος Κόμης του Αρμανσπεργκ με την οικογένειά του.
Το παλιό αρχοντικό, που διασώζεται μέχρι σήμερα, ήταν η μόνη κατοικία με ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα χορού. Οι καλεσμένοι ήταν πολλοί, μεταξύ των οποίων, οι πρέσβεις των ευρωπαϊκών κρατών και ορισμένων ασιατικών, ένας πρίγκιπας από την Περσία, Αρμένιοι και έμποροι από τη Σμύρνη.
Τις εντυπώσεις, όμως, «έκλεψε» ο Τούρκος πρέσβης Οσμάν, ο οποίος κάποια στιγμή, εμφανώς βαριεστημένος, κάθισε σε έναν καναπέ, έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες του, καθάρισε τα δάχτυλά του, ξαναφόρεσε κάλτσες και παπούτσια και σηκώθηκε να πάει να πιει μια λεμονάδα...[4] 
Ο Οθωνας κάνει ιππασία

Οι καινοτομίες, όμως, αυτών των εορταστικών ημερών δεν τελείωσαν εδώ. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο νεαρός Οθωνας είχε καλέσει σε δείπνο τους αξιωματικούς της φρουράς του.
Από το πρωί, στο φρούριο της Ακροναυπλίας, οι «ορντινάτσες» καθάριζαν τα όπλα, τα ξίφη, τις θήκες και τους τελαμώνες και στις 8 το βράδυ οι προσκεκλημένοι βρίσκονταν στα ανάκτορα.
Από την είσοδο ξεκινούσε μια πλατιά σκάλα, που οδηγούσε στο κυρίως οίκημα, όπου υπήρχε αίθουσα υποδοχής, η τραπεζαρία και 8 δωμάτια. Η τραπεζαρία ήταν στολισμένη με δένδρα και ήταν η πρώτη φορά που στολιζόταν χριστουγεννιάτικο δένδρο.
Στην Αθήνα, το πρώτο χριστουγεννιάτικο δένδρο στολίστηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1843 στο αρχοντικό του Ναξιώτη Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, γενικού προξένου της Ρωσίας στην Αθήνα.
Το γεύμα στο ανάκτορο του Ναυπλίου ήταν πλούσιο, με πολλά κυνηγετικά θηράματα, και συνοδευόταν από άφθονη σαμπάνια. Μετά το τέλος του δείπνου μετακινήθηκαν όλοι σε άλλη αίθουσα για να πιουν καφέ ενώ ο Οθωνας συζητούσε, μαζί τους, χαλαρά, «άνευ εθιμοτυπίας». Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, με την αλλαγή του χρόνου, οι αξιωματικοί σηκώθηκαν, ευχαρίστησαν και αποχώρησαν.
Παρά το προχωρημένο της ώρας οι δρόμοι του Ναυπλίου ήταν ακόμα γεμάτοι από ανθρώπους που γιόρταζαν: «Εκ της πόλεως ηκούοντο έτι αι φωναί και τ΄ άσματα εκείνων, οίτινες αλαλάζοντες μεν αποχαιρέτιζον τον τελευταίον ενιαυτόν, σκιρτώντες δε και θορυβούντες εισήρχοντο εις τον νέον».[5] 
Πηγές:
[1]  Ιωάννης Βλαχογιάννης, Αθηναϊκό Αρχείο, Τόμος Α', Αθήνα 1901, σελ. 156-158
[2]  Γ.Β. Τσοκόπουλος, «Παλαιαί Αθήναι. Η βασίλισσα Αμαλία», Αθήνα 1905, σελ. 61-62
[3]  Εφημερίδα «Ελευθερία», φ. 25.12.1958
[4]  Χριστόφορος Νέεζερ, «Απομνημονεύματα των πρώτων ετών της ιδρύσεως του ελληνικού βασιλείου», Κωνσταντινούπολη 1911, σελ. 97-98
[5]  Χριστόφορος Νέεζερ, ό.π., σελ. 111-112
Συντάκτης: