Καταδίκη σε ισόβια: Η διάσημη Ελληνίδα ηθοποιός που δικάστηκε στο πλευρό του Μπελογιάννη


Η πιο χαρακτηριστική γιαγιά της ελληνικής τηλεόρασης είχε διωχθεί για τις αριστερές ιδέες της.

Η δικτατορία που επιβλήθηκε στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1936 είχε το μανδύα της απαλλαγής από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά έθεσε άμεσα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας εκτός νόμου και εξαπέλυσε εναντίον του διώξεις, χρησιμοποιώντας ως πιστοποιητικό νομιμότητας τη βενιζελικής έμπνευσης «δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών».

Το ΚΚΕ πέρασε από τότε στην παρανομία και κουβάλησε αυτή την «ιδιότητα» έως τη λήξη της δεύτερης δικτατορικής περιόδου στην Ελλάδα, το 1974. Σε αυτά 38 χρόνια, χιλιάδες ήταν τα μέλη του κόμματος που διώχθηκαν, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Ένα από αυτά ήταν και μια διάσημη Ελληνίδα ηθοποιός, την οποία οι νεότεροι έμαθαν ως «Όλγα Μαρκάτου» στην πετυχημένη τηλεοπτική σειρά «Dolce Vita», αλλά οι (λίγο) παλαιότεροι θυμούνται ότι είχε διαγράψει μια μεγάλη διαδρομή έως ότου καθιερωθεί ως μία από τις διασημότερες γιαγιάδες της ελληνικής τηλεόρασης.

Στο στρατοδικείο με την κατηγορία της κατασκόπου

Κατά γενική ομολογία, η Μαρία Φωκάπερί ης ο λόγος, ήταν μια εξαιρετική ερμηνεύτρια, με έμφυτη ευχέρεια να ανταποκριθεί σε διαφορετικά είδη ρόλων, ισορροπώντας με μαεστρία ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία. Η πολιτική πορεία της ωστόσο περιείχε μεγάλες δόσεις μόνο από το πρώτο. Γεννηθείσα το 1917 στο Αργοστόλι, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση στην Κατοχή και παρέμεινε μέλος του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Μετά το τέλος του, εντάχθηκε στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ και το 1950 συνελήφθη, κατηγορούμενη για συμμετοχή στο δίκτυο με τους ασυρμάτους, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Νίκος Μπελογιάννης.

Η 33χρονη τότε Φωκά είχε πέσει στη φάκα της Ασφάλειας, που παρακολουθούσε ένα φούρνο, έχοντας πληροφορίες περί ύποπτων διεργασιών. Πράγματι, κατόπιν επαφών με συντρόφους της στο Παρίσι, η Φωκά είχε επιφορτιστεί να επικοινωνήσει με ένα συγκεκριμένο άνθρωπο, κομματικό στέλεχος του ΚΚΕ, προκειμένου να ελέγξει τη διαδρομή χρημάτων που είχαν σταλεί για την οικονομική ενίσχυση του μηχανισμού στην Αθήνα.

Το ραντεβού είχε οριστεί να γίνει στο συγκεκριμένο αρτοποιείο, αλλά όταν διαπίστωσε ότι ο σύνδεσμός της δεν προσήλθε σε αυτό, αποφάσισε να του αφήσει σημείωμα. Όταν η αστυνομία έκανε έφοδο, βρήκε το σημείωμα και την συνέλαβε με την κατηγορία της κατασκοπίας και της αντεθνικής δράσης.

Έτσι, το 1951, η Μαρία Φωκά βρέθηκε συγκατηγορούμενη των Νίκου Μπελογιάννη και άλλων 90 αριστερών (ή θεωρούμενων τέτοιων) στην περίφημη δίκη, που κατέληξε στις εκτελέσεις του ηγέτη της οργάνωσης και των Νίκου Καλούμενου, Δημήτρη Μπάτση και Ηλία Αργυριάδη.

Στα πρακτικά της δίκης η Φωκά καταχωρήθηκε ως Μαρία Καλλέργη, καθώς είχε ήδη παντρευτεί με τον επίσης διάσημο μετέπειτα ηθοποιό Λυκούργο Καλλέργη (με τον οποίο απέκτησαν μια κόρη).

Όπως έχει δηλώσει μάλιστα σε συνέντευξη του στα «Νέα» πολλά χρόνια αργότερα ο Λυκούργος Καλλέργης, το σπίτι όπου συζούσαν είχε εξελιχθεί εκείνη την εποχή σε έδρα «συνεδριάσεων», με την παρουσία του Μπελογιάννη, του Νίκου Πλουμπίδης και της Έλλης Παππά.

Το έκτακτο στρατοδικείο καταδίκασε «διά ψήφων 3-2 την Καλλέργη Μαρία επί σκοπώ κατασκοπείας» και της επέβαλε ισόβια κάθειρξη. Λίγο καιρό αργότερα ωστόσο η ποινή της μειώθηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη και «αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων επί 10ετίαν».

Η καριέρα στο σανίδι

Όταν φυλακίστηκε, η Καλλέργη ήταν ήδη φτασμένη θεατρίνα. Είχε σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Κάρολου Κουν και αποτέλεσε μέχρι το 1948 βασικό στέλεχος του θιάσου του. Το ντεμπούτο της στο σανίδι το έκανε την περίοδο των Δεκεμβριανών, το 1944, στη θεατρική μεταφορά του έργου «Στέλλα Βιολάντη» του Γρ. Ξενόπουλου, όπου και γνώρισε τον Λυκούργο Καλλέργη.

Ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (του οποίου διετέλεσε πρόεδρος το 1977) και έως τη φυλάκισή της συμμετείχε σε οχτώ θιάσους, έχοντας είτε πρωταγωνιστικό, είτε δευτερεύον ρόλο.

Η καταδίκη την ανάγκασε να μείνει μακριά από το θέατρο για περίπου επτά χρόνια. Επανήλθε τη σεζόν 1958-59, συμμετέχοντας σε περιοδεία του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Το 1960 εμφανίστηκε στη «Βροχή» με το «Θίασο των Ηνωμένων Καλλιτεχνών». Από το 1961 έως το 1963 συνεργάστηκε με την Έλλη Λαμπέτη, ενώ το 1964 με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και ακολούθως με τους Νίκο Σταυρίδη και Τζένη Καρέζη.

Οι επιτυχίες στο πανί και στην τηλεόραση

Η μία επιτυχία διαδεχόταν την άλλη και σύντομα ήρθε η ώρα να καθιερωθεί και στο πανί. Είχε παίξει ήδη σε εφτά ταινίες όταν 1968 συμμετείχε σε δύο από τις πιο εμβληματικές της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Η πρώτη ήταν το «Γοργόνες και Μάγκες» στο ρόλο της καπετάνισσας και η δεύτερη το «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», στο πλευρό της Τζένης Καρέζη και του Φαίδωνα Γεωργίτση. Αξιομνημόνευτος ήταν και ο ρόλος της πλάι στον Θανάση Βέγγο στο «Δικτάτωρ καλεί Θανάση».

Το 1972 έκανε το ντεμπούτο της και στην τηλεόραση με τη σειρά «η Γειτονιά μας». Από το 1990 έως το 2000 συμμετείχε σε άλλες έξι σειρές, με πιο χαρακτηριστικές το «Εκμέκ Παγωτό» (1991-92) και φυσικά το «Ντόλτσε Βίτα», όπου υποδυόταν την παλαιών αρχών πεθερά της Άννας Παναγιωτοπούλου. Η τελευταία συμμετοχή της ήταν στη σειρά «θειοσεβούμενοι» το 2000.

Ένα χρόνο αργότερα, στις 15 Ιουνίου του 2001, η δημοφιλής ηθοποιός άφησε την τελευταία της πνοή στο Λονδίνο, όπου είχε στο μεταξύ μετακομίσει για να ζήσει μαζί με την κόρη της, Ισμήνη. Λίγο καιρό πριν είχε υποβληθεί σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στο Λονδίνο και ο θάνατός της αποδόθηκε σε μετεγχειρητικές επιπλοκές. Έφυγε πλήρης ημερών και εμπειριών, στα 85 χρόνια της, χωρίς φυσικά να... υπογράψει ποτέ δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης των ιδεών της.