Η συμβολή των Σαλαμινίων στην Επανάσταση του 1821


Βρισκόμαστε στο σημείο όπου στην Ελληνική επικράτεια ξεσπά η Επανάσταση του 1821. Στην Σαλαμίνα, οι δημογέροντες και ο κλήρος της Σαλαμίνας γνώριζαν από το 1819 την ύπαρξη της μυστικής εταιρείας που προετοίμαζε τον απελευθερωτικό αγώνα. Ο ηγούμενος της Μονής Φανερωμένης, Γρηγόριος Χατζηαθανασίου Κανέλλος μύησε στην Φιλική Εταιρεία τους: α) Παπασταμάτη Πρωτόπαπα Μεγαρίτη ετών 40, β) Αναγνώστη (Γιάννη) Μπιρμπίλη ή Βιρβίλη, Κουλουριώτη έμπορο ετών 45 και γ) τον αδελφό του Αντώνιο έμπορο ετών 42 που ήταν παιδιά του δημογέροντα της Σαλαμίνας Κόλια Μπιρμπίλη, δ) Παπαπανούση Στάμου Πρίσκο, Μεγαρίτη, ετών 51, ε) Βασίλειο Δασκαλόπουλο, Περαχωρίτη έμπορο ετών 24 και στ) Σπυρίδωνα Αντωνίου Μαρκέλλο, Αιγινήτη έμπορο ετών 46.

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μωριά και των άλλων νησιών του Σαρωνικού, η Σαλαμίνα. επαναστάτησε κατά της τουρκικής τυραννίας στα τέλη Μαρτίου 1821. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι Σαλαμίνιοι, λόγω των προνομίων που είχαν αποκτήσει από την παρασκευή κατραμιού αλλά και των επιθέσεων από ληστές στα άγρια δάση που εργάζονταν για την συλλογή της ρητίνης, είχαν το δικαίωμα της ελεύθερης οπλοφορίας κι έτσι κατά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, συγκρότησαν άμεσα ένα ετοιμοπόλεμο στρατιωτικό σώμα, που χωρίστηκε σε δύο ομάδες. Η πρώτη με αρχηγό τον ηγούμενο Γρηγόριο της Μονής Φανερωμένης, κινήθηκε μαζί με τους γείτονες Μεγαρίτες προς την Κόρινθο. Η δεύτερη με αρχηγούς τους Γιωργάκη Γκλίστη, Ιωάννη Βιέννα και Αναγνώστη Καρνέση κατευθύνθηκε προς το στρατόπεδο του Μενιδίου, προετοιμάζοντας επίθεση στην Αθήνα. Στις 24 Απριλίου 1821 στο στρατόπεδο του Μενιδίου, οι Έλληνες στρατιώτες ορκίστηκαν σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης για υποταγή κι αφοσίωση στον ιερό σκοπό και διάλεξαν τους αρχηγούς τους.

Οι Σαλαμίνιοι είχαν επιλέξει για αρχηγούς τους τον Γιωργάκη Γκλίστη, Αναγνώστη Καρνέση και Ιωάννη Βιέννα. Γενικός αρχηγός των Επαναστατών ορίστηκε ο Λειβαδίτης Δήμος Αντωνίου. Ο Γιωργάκης Γκλίστης ήταν ένας απ΄ τους γενναιότερους Σαλαμίνιους αγωνιστές. Την περίοδο πριν την Επανάσταση βρισκόταν στην αποικία της Σαλαμίνας, στον Γέροντα της Μικράς Ασίας. Ήταν περίπου τριάντα πέντε χρονών, ψηλός στο ανάστημα, μελαχρινός, χειροδύναμος και σωματώδης, κτίστης στο επάγγελμα κι αργότερα έμπορος του κατραμιού.

Ξημερώματα της 25ης Απριλίου του 1821 ο επαναστατικός στρατός επιτέθηκε στην Αθήνα. Σκοπός τους η κατάληψη της πόλης κι η απελευθέρωσή της. Την περίοδο αυτή περιφερόταν στην Βοιωτία ο Ομέρ Βρυώνης με στρατό τριών χιλιάδων ανδρών. Όταν έμαθε για την κατάληψη της Αθήνας από τους Έλληνες, κινήθηκε προς τα εκεί και σκόρπισε τον ελληνικό στρατό που κατέφυγε στην Σαλαμίνα και την Αίγινα. Λίγους μήνες αργότερα ο Ομέρ Βρυώνης έλαβε διαταγή να κινηθεί προς τα Ιωάννινα και τότε την 3η Νοεμβρίου 1821 έως χίλιοι Έλληνες επαναστάτες, μεταξύ των οποίων και το σώμα των Σαλαμινίων, απέκλεισαν πάλι τους Τούρκους στο φρούριο των Αθηνών. Γνώριζαν τώρα οι επιτιθέμενοι ότι το κάστρο είχε πληθώρα από προμήθειες κι αυτό καθιστούσε την άλωση πρακτικά αδύνατη. Έκριναν πως κάθε αργοπορία ήταν χάσιμο χρόνου και αποφάσισαν να το κυριεύσουν με έφοδο. Πρώτος και κύριος στόχος τέθηκε η κατάληψη του Σερπεντζέ. Η επίθεση ορίστηκε για το ξημέρωμα της 13ης Νοεμβρίου 1821, μετά την καθιερωμένη τελετή αγιασμού, και υπήρξε σφοδρότατη.

Ο Γιωργάκης Γκλίστης όταν βεβαιώθηκε ότι όλες οι ξύλινες σκάλες είχαν τοποθετηθεί σωστά στο κάτω τείχος, άρχισε πρώτος να ανεβαίνει. Πίσω του ακολουθούσαν ο Αναγνώστης Καρνέσης, ο Σπύρος Καπετάνιος, ο Σπύρος Παπανικόλας κι ο Νικόλαος Μαυράκης. Την στιγμή που ο ηρωικός Σαλαμίνιος, σαν άλλος Αίας, ετοιμαζόταν να καταστρέψει και την τρίτη πύλη τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι και μόνο τότε ελάττωσε το ανυπέρβλητο πολεμικό μένος του. Όταν οι Κουλουριώτες κατάλαβαν ότι ο Γκλίστης είχε λαβωθεί, έστειλαν τον Κόλια Περδικούρη να τον μεταφέρει με προφύλαξη στα μετόπισθεν. Ο μεγάλος Σαλαμίνιος πολεμιστής απεβίωσε από το τραύμα του λίγες ημέρες μετά.

Την μέρα αυτή της εφόδου στο Σερπεντζέ, η Σαλαμίνα έχασε τους γενναιότερους των πολεμιστών της. Τον Γιωργάκη Γκλίστη, γενναίο και ικανότατο οπλαρχηγό, ακολούθησαν αρκετοί ακόμα Κουλουριώτες γόνοι των μεγαλύτερων κι ισχυρότερων οικογενειών του νησιού. Ανάμεσά τους κι ο Γιωργάκης Μάθεσης, που πολεμούσε μαζί με τα δύο δίδυμα αγόρια του, τον Κοσμά και τον Δαμιανό. Ο πατέρας και ένα απ’ τα αγόρια, ο Κοσμάς, έπεσαν δοξασμένα. Ο Μιχαήλ Κούτελης, ο Νικόλαος Μαυράκης, ο Δημήτριος Χατζηπερδικούρης, ο Ιωάννης Τσεβάς, ο Αργυρός Μαμμής, ο Νικόλαος Βιλλιώτης, ο Ιωάννης Παπανικόλας ήταν εκείνοι που ακολούθησαν τον αρχηγό τους στον δοξασμένο θάνατο.

Μετά το χαμό του Γιωργάκη Γκλίστη, ανέλαβαν ως αρχηγοί του στρατού της Σαλαμίνας, ο Ιωάννης Κριτσίκης ή Μάκρας, Aναγνώστης Μπιρμπίλης, Ιωάννης Βιέννας, Αργυρός Μάθεσης, Iωάννης Παπαντωνίου και τα τέκνα του παπά Δημητρίου Πάλλα, ο Γεώργιος και ο Ιωάννης. Οι Σαλαμίνιοι πολέμησαν κοντά στους μεγάλους οπλαρχηγούς Βάσσο, Κριεζώτη, Σκουρτανιώτες, Μακρυγιάννη και τέλος προσχώρησαν πρόθυμα κάτω από τις διαταγές του αρχιστράτηγου Γεωργίου Καραϊσκάκη, τον οποίο σέβονταν και υπεραγαπούσαν

Μεγάλη προσωπικότητα του Αγώνα για την ελευθερία υπήρξε και ο ηγούμενος της Φανερωμένης Γρηγόριος Χατζηαθανασίου Κανέλλος που ήταν απόγονος του Αγίου Λαυρεντίου, συγκεκριμένα δισέγγονό του. Εκείνος δόξασε κι ανάδειξε ακόμα περισσότερο το μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης, όχι μόνο με το πνευματικό του έργο αλλά και με την ενεργό συμμετοχή του στον Απελευθερωτικό Αγώνα.

Έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και συντέλεσε ώστε να μπει αμέσως η Σαλαμίνα στην Επανάσταση. Ο ίδιος μύησε τους έξι επιφανείς πολίτες της Σαλαμίνας, των Μεγάρων και της Αίγινας και φρόντισε αμέσως να συγκεντρωθούν πολεμοφόδια και τροφές στη μονή, που λίγο καιρό μετά έγινε στρατόπεδο, κέντρο διοίκησης και κέντρο υποδοχής και περίθαλψης των τραυματιών και των οικογενειών τους. Εκεί εγκαταστάθηκε το Γενικό Φροντιστήριο του Αγώνα και ολόκληρη η δυτική πτέρυγα μαζί με τον νοτιοδυτικό πύργο πέρασαν στην διάθεση των στρατιωτών. Το υπόλοιπο μοναστήρι διαμορφώθηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο.

Η Σαλαμίνα, εκείνη την δύσκολη περίοδο, υπήρξε το καταφύγιο όλων των κατατρεγμένων. Πρόσφυγες από όλη την Ελλάδα συνέρρεαν κατά χιλιάδες. Αυτό προκάλεσε δραματικά πτωτική οικονομική πορεία, απότομη μείωση των αγαθών αλλά και πολλές λοιμικές ασθένειες που αποδεκάτισαν τον πληθυσμό. Ο Άγγλος κληρικός WADDINGTON (Γουόντιγκτον) όταν επισκέφτηκε την Σαλαμίνα το 1826 έμεινε έκπληκτος από τα βάσανα των προσφύγων που μόνο με τον πολύπαθο λαό της Χίου μπόρεσε να τους παρομοιάσει. Ο ίδιος εξακρίβωσε ότι πολλοί από αυτούς μη βρίσκοντας αλλού κατάλυμα κατοικούσαν σε σπηλιές του νησιού ή σε άθλιες τρώγλες που έστηναν με τα χέρια τους, ήταν δε συχνό το φαινόμενο των ομαδικών θανάτων από τις κακουχίες, τις επιδημίες αλλά και την πείνα. Ο Γουόντιγκτον είναι από τους λίγους που τόλμησε με ακρίβεια να υπολογίσει ότι στην Σαλαμίνα είχαν συγκεντρωθεί 11.500 πρόσφυγες. Τα 4/5 των προσφύγων ήταν γυναικόπαιδα. Ο ντόπιος πληθυσμός δεν ξεπερνούσε τις τρεις χιλιάδες.

Αρχές του 1827 το Αμπελάκι ήταν γεμάτο Έλληνες στρατιώτες αλλά και φιλέλληνες απ’ όλα τα έθνη. Εκεί λειτουργούσε στρατιωτικό νοσοκομείο, που περιέθαλπε τραυματίες από τις μάχες των γύρω περιοχών, με υπεύθυνο ιατρό τον Φιλέλληνα Γερμανό Ερρίκο Τράιμπερ.
Την 22η Απριλίου 1827, απόγευμα, ο Καραϊσκάκης τραυματίστηκε θανάσιμα σε μια μικροσυμπλοκή που έλαβε χώρα στην τοποθεσία Βοϊδολίβαδο πολύ κοντά στην θέση που βρίσκεται το μνημείο του σήμερα στο Φάληρο. Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας πέθανε. Η σορός του Καραϊσκάκη κατέφθασε στο λιμάνι των Αμπελακίων το πρωί της ονομαστικής του εορτής 23ης Απριλίου 1827 με καΐκι απ’ το Φάληρο κι έπειτα οι Σαλαμίνιοι τον μετέφεραν με τιμές στην πόλη για να ετοιμάσουν τα της ταφής. Ο Καραϊσκάκης κηδεύτηκε και τάφηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου, όπου σήμερα βρίσκεται ο τάφος του.

Ο ακριβής αριθμός των Σαλαμινίων που έλαβαν μέρος στα πολεμικά γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης είναι μεγάλος κι άγνωστος μέχρι σήμερα.

Εδώ θα αναφέρουμε λίγους από εκείνους που επέζησαν και διακρίθηκαν στον απελευθερωτικό Αγώνα.

Υπολοχαγός Αργυρός Μάθεσης
Δημήτριος Βιέννας
Δημήτριος Χατζηιωάννου
Αναγνώστης Καρνέσης
Αναγνώστης Παπανικολάου του Κωνσταντίνου
Αργυρός Δεληγιάννης
Σπυρίδων Σάββας ή Κούβαρης
Ιωάννης Πέτρου Παπαντωνίου
Ο ιερέας Παπαπέτρος Σακελλάριος ή Τουργούτης
Ο παπά Δημήτρης Πάλλας και τα τέκνα του.
Ο παπά Σωτήριος Σούρμπας - γιος του παπα- Παναγιώτη Οικονόμου.

Η συμβολή της Σαλαμίνας στην Ελληνική Επανάσταση ήταν πάνδημη και καθολική.

Η Ιερή μονή της Παναγίας Φανερωμένης Ήταν κέντρο κατηχήσεως στον Εθνικό Αγώνα, αποθήκη πυρομαχικών και ασφαλές καταφύγιο πολεμιστών. Περιέθαλπε και συντηρούσε τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στη Σαλαμίνα και στη Μονή. Συγκέντρωναν πολεμοφόδια για τις εκστρατείες της Ανατολικής Ελλάδος και πραγματοποιούνταν συναντήσεις οπλαρχηγών που συσκέπτονταν για την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων.

Σε αυτήν έστελναν για διάσωση τους θησαυρούς από πολύτιμα κειμήλια και βιβλιοθήκες πολλών Μονών και Κοινοτήτων καθώς και βυζαντινά κειμήλια σταλμένα από τον Εθνομάρτυρα Γρηγόριο τον Ε’. Σε αυτήν μεταφέρθηκε η βιβλιοθήκη της τότε «Κοινότητος Αθηνών» (1822) καθώς και το Εθνικόν τυπογραφείο.

Εκεί μεταφέρονταν πληγωμένοι αγωνιστές για περίθαλψη και θεραπεία. Χαρακτηριστικοί είναι οι παρακάτω στίχοι που εκφράζουν την επιθυμία του Γεωργίου Καραϊσκάκη να μεταφερθεί στη Φανερωμένη για να βρει περίθαλψη και θεραπεία:
«Εγώ κι αν ελαβώθηκα, συντρόφοι, μη λυπάστε,
πάω ταχύ στην Κούλουρη, μεσ’ στη Φανερωμένη,
πούν’ οι βασιλικοί γιατροί να γιάνουν την πληγή μου,
και να κρεμάσω τ’ άρματα επάνω στ’ Άγιο Βήμα,
κι ως τα διαβάσει ο λειτουργός θε να τα βάλω νάρθω.»
Επίσης πρέπει να τονισθεί το γεγονός της ασφάλειας της Μονής, λόγω των προνομίων που είχε μιας και ήταν στη διάθεση και εξουσία του εξοχωτάτου «Καπουντάν» Καπουδάν Πασσά, δίνοντάς του κάθε χρόνο οικειοθελώς, φόρο δεκάτης για τις κυψέλες που κατείχαν καθώς και μέλι.

Οι οπλαρχηγοί του αγώνα οχυρώνοντας το ακρωτήριο Βούδουρο στα Μέγαρα και άλλες επίκαιρες θέσεις, κατέστησαν τη Μονή απροσπέλαστη στους εχθρούς και ποτέ δεν κυριεύτηκε απ’ τους Τούρκους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που βάζει στο στόμα του Κιουταχή η δημοτική μας ποίηση:
« Χωριά και κάμποι και βουνά κι όλα τα μοναστήρια εδιάβηκα ,
τα πάτησα και τάκαμα όλα στάχτη,
μα η Παναγιά της Κούλουρης, το Μέγα Μοναστήρι ,
οπούχει εξήντα σήμαντρα κι είκοσι τρεις καμπάνες ,
με δεσποτάδες , ιερείς , με ψάλτες ενενήντα ,
στέκεται και με πολεμά , δεν μ’ αφήνει να την πάρω.
Δεκάξι φόρμους έκανα κι εικοσιεννιά γιουρούσια
μα η φωτιά της μ’ έκαψε , φεύγω και την αφήνω.»

Το μόνο τραγικό περιστατικό ήταν η στιγμή που ο άμαχος και ταλαιπωρημένος πληθυσμός από τις γύρω περιοχές και νησιά που έβρισκε καταφύγιο στο εσωτερικό της μονής, είχε φτάσει περί των 75.000 με 100.000 ψυχών και έτσι αποψιλώθηκαν όλα σχεδόν τα δέντρα του δάσους γύρω από την Μονή για να καλυφθούν οι ανάγκες καθώς και στέρεψαν σχεδόν αμέσως δύο σημαντικές πηγές νερού που υπήρχαν σε αυτό!!!

Πηγή: Ευγενία Σοφρά-Μάθεση - Το χειρόγραφο του Παρασκευά Πάλλα. Η συμβολή των Σαλαμινίων στην Επανάσταση του 1821, εκδ. Radical Grafx, Σαλαμίνα, 2010

από τη σελίδα στο facebook: Σαλαμίνα «Όλο το νησί, είμαστε μια ανοιχτή αγκαλιά»