Ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο βγήκε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Το Ροδακιό με μεταφράσεις μερικών ομηρικών αποσπασμάτων από τον Βασίλη Μπουκουβάλα. Εξαιρετικής αισθητικής. Το εγχείρημα είναι ειλικρινές. Από τη μια είναι μεν θραυσμαστικό, από την άλλη έχει μια ταπεινότητα και γλωσσική ευαισθησία που συγκινεί.
Παραθέτω λίγους στίχους (κυριολεκτικά αιώνιους, φτιαγμένους από πέτρα και φως) που περιγράφουν πώς έχασε τη ζωή του στη μάχη ένα όμορφο αγόρι πάνω στην ακμή του, ο Σιμοείσιος. Ένα παιδί παρθένο ακόμη, «φλεγόμενο» (αιζηός), γεννημένο στις όχθες του ποταμού Σιμόεντα απ' όπου πήρε το όνομά του, και «κόπηκε σαν τη λεύκα με την απαλή φλούδα στις όχθες μιας λίμνης».
Σε αυτή την ακατάστατη εποχή που ζω, λίγοι στίχοι με βοηθάνε να επιπλέω...
ΤΟΤΕ ο Τελαμώνιος Αίας σημάδεψε τ’ άγόρι του Άνθεμίωνα,
τον παρθένο βλαστό στο άνθισμά του, τον Σιμοείσιο, που η μάνα του,
χρόνια αλλοτινά,
τον γέννησε στις όχθες του Σιμόεντα, όταν από την Ίδη κίνησε,
ακολουθώντας τους γονιούς της, τα πρόβατά τους να βοσκήσουν·
έτσι τον βγάλαν Σιμοείσιο· όμως δεν πρόλαβε ν’ ανταποδώσει
τη φροντίδα του για τους γονιούς που άγαπουσε, αφού υφάνθηκε
η ζωή του λιγοστή, και του ’λαχε να υποταχθεί στο δόρυ της ορμής
του Αίαντα.
Μόλις στην πρώτη βρέθηκε γραμμή, στο στήθος τον σημάδεψε,
στη ρόδινη θηλή δεξιά· και πέρασε το χάλκινο κοντάρι
βγαίνοντας πίσω απ’ το φτερό· σωριάστηκε στη σκόνη σαν τη λεύκα
που φύτρωσε σ’ απλόχωρο λιβάδι και λούζεται σε καταπράσινα νερά,
απαλή, στεφανωμένη τους κλώνους της κορφής της·
όμως την έκοψ’ ένας άντρας, με το τσεκούρι του το μαυρισμένο,
τεχνίτης αρματοποιός, τροχούς να κάμει σ’ ωραίο δίφρο·
κι αυτή, στις όχθες του ποταμού πεσμένη, αφήνεται να ξεραθεί.
Αυτόν, τον Ανθεμίδη Σιμοείσιο, τον γύμνωσε από τ’ άνθη του
ο Αίαντας, του Δία ο γόνος.
________
Βασίλης Μπουκουβάλας, Ομηρικές εκλογές, Το Ροδακιό