ΣΤΟ ΦΑΡΟ



Στεκόταν εκεί πολλά χρόνια. Ατένιζε το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας. Πλοία που αρμένιζαν , με μπουνάτσες και μποφόρια. Εξουσίαζε τα κύματα σαν άλλος Ποσειδώνας.  Όλος φτιαγμένος από πέτρα. Σκληρή σαν ατσάλι.  Με ύψος δεκατρία μέτρα. Κομμάτι ενός άλλου αιώνα. Ο φάρος στη κόγχη της Σαλαμίνας ήταν ακριβώς απέναντι από το κυκλικό ταφικό μνημείο (κυκλοτερές ) που έστεκε πια και εκείνο επιβλητικό να κοιτάζει το πέλαγος.


Ο Φάρος όμως έλεγαν πως έκρυβε στα έγκατα του κάποιο σκοτεινό μυστήριο.  Είχαν χαθεί τα παλιά τα χρόνια δυο φαροφύλακες χωρίς να βρεθούν ποτέ. Όταν μετά οι Φάροι σταμάτησαν να απασχολούν προσωπικό, πάλι είχαν χαθεί άνθρωποι στη περιοχή. 

Ο τοπικός μύθος έλεγε πως ο φάρος είχε χτιστεί επάνω σε αρχαίο νεκροταφείο. Άλλα δεν υπήρχαν τέτοιες αναφορές τουλάχιστον από πλευράς αρχαιολογικής σκαπάνης. 

Ο φάρος αποφασίστηκε να αναστυλωθεί γιατί ήθελε επισκευή εξ ολοκλήρου. Και για αυτό το λόγο , δύο μηχανικοί του Δήμου ανέλαβαν την αποπεράτωση του μαζί  με εργάτες . Ο χώρος είχε σχεδιαστεί να μεγαλώσει. Να μπουν παγκάκια και να φυτευτούν κάποια δέντρα. Και να φτιαχτεί ένας δρόμος προς την θάλασσα από κάτω για να είναι εύκολα επισκέψιμος, σε όσους τον προσέγγιζαν από την  θάλασσα.    


Κάνοντας εργασίας διαπλάτυνσης του χώρου άνοιξε μια μεγάλη τρύπα δίπλα στον περίβολο του φάρου. Και εκεί εμφανίστηκε ένας αρχαίος διάδρομος. Αμέσως ειδοποιήθηκε η εφορεία αρχαιοτήτων Αθηνών και νήσων, όπου ανήκε  το νησί και στο χώρο ήρθαν δυο αρχαιολόγοι με τρεις εργάτες. 

Ο μεγαλύτερος σε χρόνια και εμπειρία ήταν ο Βενέτιος και η μικρότερη η Κωνσταντίνα. Οι τρεις εργάτες που ήταν μαζί τους , ήταν και εκείνοι έμπειροι και μεθοδικοί στη δουλειά τους. Ο Χρήστος , ο Γιώργος και ο Βασίλης.   Ξεκίνησαν αμέσως να καθαρίζουν για να εμφανιστεί ο διάδρομος και να δουν τι ήταν αυτό που είχε αποκαλυφθεί. 

Οι εργάτες είχαν μια πολύ κουραστική δουλειά να αποπερατώσουν. Και ήταν Ιούνιος μήνας με την ζέστη να έχει κάνει αισθητή την παρουσία της. Ο Βενέτιος ήταν πιεστικός, και δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα. Σε αντίθεση με την Κωνσταντίνα που ήταν πιο χαλαρή και δέθηκε από την αρχή μαζί τους.  Όταν ο διάδρομος καθαρίστηκε ήταν πια φανερό πως είχαν να κάνουν με κάποιο Μυκηναϊκό τάφο. Ή και τάφους. Ο μακρύς με λίθινους τοίχους διάδρομος τους έβγαλε σε ένα κυκλικό θάλαμο. Και εκεί βρήκαν το εδώλιο μιας γυναικείας μορφής.  Ο Βενέτιος πήγαινε να τρελαθεί από τη χαρά του. Η γυναικεία μορφή κρατούσε στα χέρια της δυο άγρια θηρία. Και στη βάση του εδωλίου υπήρχε η γραφή Γραμμική Β. αλλά ο Βενέτιος δεν ήξερε τι έλεγε. Και έτσι επικοινώνησε με τους προϊστάμενους του να του φέρουν κάποιον που να ξέρει να την διαβάσει. 

Τρεις μέρες μετά και ενώ η ανασκαφή προχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς, ήρθε στην ανασκαφή ο γλωσσολόγος. Ο οποίος έδωσε και την απάντηση στο γρίφο. Η γυναικεία θεότητα ήταν η Πόντια. Η κυρίαρχη  Μυκηναϊκή, που αντιπροσώπευε περισσότερες από μια γυναικείες θεότητες. Ήταν η θεά του κυνηγιού.  Η συγκεκριμένη όμως ήταν η POTNIA DABURINTHOYO(η κυρά λαβύρινθος). Την οποία πίστευαν ότι μπορούσε να στρέψει τα νεκρικά της πνεύματα τους ΔΙΨΙΟΥΣ (οι Διψασμένοι) εναντίων των ανθρώπων. Πίνοντας τους όλο το αίμα. 

Ο Βενέτιος όμως δεν έδειξε να τον ενδιέφερε η θεά η  τα πνεύματα της. Αλλά η αναγνώριση η προσωπική, ως ένας άλλος Μανόλης Ανδρόνικος. Αυτό που τον έκαιγε ήταν να μπουν στον θάλαμο για να δουν πόσοι τάφοι υπήρχαν εκεί. Οι εργάτες όμως είχαν αρχίσει να δυσφορούν με την άσχημη συμπεριφορά του. Και η Κωνσταντίνα προσπαθούσε να σβήσει τις φωτιές. Ήταν τέτοια η οργή των εργατών που μια μέρα ο ένας τους πάρα λίγο να τον σπάσει στο ξύλο. Ο εγωιστής αρχαιολόγος επέμενε να ανοίξουν όσο πιο γρήγορα τον κεντρικό θάλαμο. Του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Και φυσικά τα κατάφεραν. Τρία  μέτρα κάτω από τον Φάρο ,και ενώ είχαν έρθει και άλλοι τρεις εργάτες για να βοηθήσουν στην ανασκαφή  ο κεντρικός θάλαμος εμφάνισε τρεις τάφους θολωτούς. Όταν καθάρισαν τον πρώτο ο σκελετός που βρήκαν ήταν ακέραιος. Στα χέρια του κρατούσε ένα χρυσό εδώλιο της θεάς Πότνιας. Το πρόσωπο του Βενέτιου έδειχνε να είχε τρελαθεί. Τα μάτια του πετάριζαν. Ο ιδρώτας που έτρεχε στο αξύριστο πρόσωπο του, ανακατευόταν με το χώμα και έτρεχε ρυάκια στο πράσινο μπλουζάκι που φορούσε. Ήταν σα να βρισκόταν υπό την επήρεια κάποιου ναρκωτικού. Ο Χρήστος τον κοιτούσε με δυσφορία. Πόσο ήθελε να τον πνίξει με τα ίδια του τα χέρια, σκεφτόταν. Η Κωνσταντίνα γοητευμένη με το χρυσό εύρημα δεν ήξερε τι να πει και απλά χαμογελούσε. 

Είχαν ακόμα πολύ δουλειά να κάνουν , αλλά ο Βενέτιος άρπαξε το χρυσό εδώλιο και έφυγε να το πάει στους ανώτερους του. Ήξερε τώρα πια πως η καταξίωση ερχόταν. Θα τον έδειχναν όλα τα κανάλια. Θα γινόταν γνωστός παγκοσμίως. Τέτοια ανακάλυψη για μια θεά του σκότους δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Ας φοβόντουσαν οι εργάτες. Εκείνος δε πίστευε σε εικασίες των αγράμματων. Θα γινόταν διάσημος. Μόνο αυτό σκεφτόταν. Η Κωνσταντίνα του είχε πει από την μέρα που έμαθαν τι ανακάλυψαν πως κάποια πράγματα καλό είναι να μένουν στο σκοτάδι.  Ο εγωισμός όμως του Βενέτιου και η ξεροκεφαλιά του ήταν αυτά που τον χαρακτήριζαν. Σκεφτόταν μόνο το δικό του συμφέρον. Ότι εκείνος, και μόνο εκείνος  είχε φέρει στο φως σπάνια αρχαιολογικά ευρήματα. 

Και όταν πήγε στους προϊστάμενους του τον περίμενε η απογοήτευση. Του έκαναν γνωστό πως η ανασκαφή θα τερματιζόταν. Ότι και αν είχε βρει θα έπρεπε να το αφήσει εκεί που ήταν. Να γεμίσουν το μέρος με χώμα και να τον σφραγίσουν. Τρελάθηκε. Δεν ήξερε τι να τους πει. Μα πως ήταν δυνατόν; Θα του έκαναν τέτοιο κακό; Σε εκείνον; Τον άξιο αρχαιολόγο; Τον ξεφτίλιζαν με τον πιο ατιμωτικό τρόπο.  Έβλεπε πως έχανε την ευκαιρία του να γίνει γνωστός. Δε θα τον σταματούσαν όμως. Όχι. Δεν θα τους άκουγε. Θα έφερνε μόνος του στην επιφάνεια τα ευρήματα αυτής της ανασκαφής. 

Και έτσι την επόμενη ημέρα πήγε στο χώρο της ανασκαφής. Δε βρήκε κανένα εκεί. Ο φάρος είχε τελειώσει. Είχε αναστυλωθεί και τα πάντα είχαν καθαριστεί. Οι τεχνίτες ανασκαφής και η Κωνσταντίνα είχαν αποχωρήσει με διαταγή άνωθεν. Ο Δήμος είχε αναλάβει να μπαζώσει την τρύπα προς τους θολωτούς τάφους και μετά θα την σφράγιζαν με τσιμέντο.  


Όμως ο Βενέτιος δε θα παρατούσε τα όπλα. Στις οχτώ το πρωί ήταν μέσα στον θάλαμο και κατάφερε να ανοίξει τον τρίτο τάφο. Ο Δεύτερος είχε προλάβει να ανοιχτεί από την  ομάδα του. Πριν οι ανώτεροι αποφασίσουν να σταματήσουν το όλο εγχείρημα. Ο δεύτερος τάφος ήταν ίδιος με τον πρώτο. Υπήρχε ένας σκελετός με το ίδιο εδώλιο στα χέρια του. Ο Βενέτιος  δούλεψε χωρίς σταματημό. Όταν ο ήλιος έγειρε να κοιμηθεί ο αρχαιολόγος είχε καταφέρει να ανοίξει και τον τρίτο τάφο. Μέσα στο χώρο που φωτιζόταν από τα φανάρια με μπαταρίες, ο Βενέτιος με το βλέμμα προσηλωμένο στο σκοπό του ανακάλυψε με φρίκη πως μέσα στο θολωτό τάφο υπήρχαν εκατοντάδες  οστά. Ο τρίτος αυτός τάφος δεν περιείχε κανένα εύρημα. Κανένα χρυσό αγαλματίδιο. Μόνο οστά. Στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Σκελετοί, κρανία, δόντια όλα μέσα σε μαύρο χώμα. Η μυρωδιά που γέμισε το χώρο ήταν αυτή του σάπιου κρέατος. Ο αρχαιολόγος σηκώθηκε με το κεφάλι του να βουίζει. Πήγε λίγο πιο πέρα και προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. Γιατί ήταν έτσι ο τελευταίος τάφος;  Τα οστά που περιείχε ήταν από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Μπορούσε να τα καταλάβει από τα κρανία τους. Αλλά αυτό δε γινόταν σε θολωτούς τάφους. Που κυρίως αυτοί που ενταφιάζονταν είχαν θέση εξέχουσα , και οικονομική ευρωστία.  Δεν ήταν λογικό ένας τέτοιος τάφος να έχει τόσους πολλούς νεκρούς. Πήρε μια ανάσα και άρχισε να γράφει στο ημερολόγιο του για να καταγράψει τα πάντα. Και με το  τηλέφωνο του έβγαλε φωτογραφία τα πάντα. 

Κάποια στιγμή και ενώ είχε βραδιάσει άκουσε φτερουγίσματα.  Σκέφτηκε πως κάποια νυχτερίδα ίσως να μπήκε μέσα. Τα φανάρια τρεμόπαιξαν. Με το κεφάλι του σκυμμένο επάνω στις σημειώσεις του , κατάλαβε κάποιες σκιές να πέφτουν επάνω του. Το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό, που χάλασε την ηρεμία του γαλήνιου τοπίου. Μια κουκουβάγια φώναξε. Κάποια αδέσποτα σκυλιά έκλαψαν. 

Την επόμενη ημέρα το συνεργείο του Δήμου που ήρθε να μπαζώσει την ανασκαφή βρήκε τον Βενέτιο να κρατά το ημερολόγιο του στα χέρια. Το πρόσωπο του ήταν άσπρο σα το πανί. Δεν υπήρχε στάλα αίμα επάνω του. 


* η Κατερίνα Κοφινά είναι συγγραφέας