Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΣΑΛΑΜΙΝΙΑ» φ.169 Δεκέμβρης 2021
Κάτι μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1969.
Αραγμένοι στην ΕΒΓΑ, στα τραπέζια της τζαμαρίας, ο Αντρέας, ο Μήτσος, η Νότα, η Λούλα, ο Γιάννης και εγώ, λουζόμαστε την απογευματινή χειμωνιάτικη λιακάδα, με την πρέπουσα βαριεστημάρα της εφηβείας μας. Ανάμεσα στις «σοβαρές» συζητήσεις των άλλων και των εσαεί σαχλών πειραγμάτων εκ μέρους μου, σπρώχναμε την ώρα ίσαμε να νυχτώσει και να αρχινήσουνε οι κοπελλιές τα ανεκδιήγητα
« Πώ,πώ, αργήσαμε ! Λείπουμε απ΄το μεσημέρι… Θα μας σκοτώσουνε στο σπίτι…» και άλλες τέτοιες σπαραξικάρδιες μπούρδες! Ξαφνικά, λες και ανακάλυψε τον τετραγωνισμό του κύκλου, πετιέται η Νότα: - Ρε μάγκες! Μεθαύριο Χριστούγεννα γιορτάζει Χρήστος! Έ ! Ρε, θα το κάψουμε! –Τι… θα κάψουμε; Ζορίστηκα εγώ.
– Θα γλεντήσουμε ρέ! Θα σκιστούμε στη διασκέδαση !!!
Στο άκουσμα της λέξης «σκιστούμε» που ειπώθηκε στεντορίως, οι θαμώνες, γραβατωμένοι, μνηστευμένοι, έγγαμοι έως και επίδοξοι γαμπροί - γ΄ σειράς εφεδρείας- ενοχλήθηκαν και γυρίσαν το κεφάλι τους για να εντοπίσουν το αήθες θηλυκό που την εξεστόμισε! Η ματιά μου συνέλαβε τον Αντρέα να ξύνει τον σβέρκο του, τον Γιάννη να μελετάει εμβριθώς τον ανεμιστήρα στο ταβάνι, τον Μήτσο να τρώει διαρκώς τα νύχια του και τη Λούλα να πνίγει το αναδυόμενο γέλιο της! Άλλη μια γρήγορη ματιά στην κουζίνα και, ευτυχώς ο Βασίλης ο Γαλέος δεν κατάλαβε τι έγινε, διαφορετικά θα μας προσγείωνε κανένα δίσκο σερβιρίσματος στα κεφάλια μας και θα μας πέταγε έξω απ΄το ζαχαροπλαστείο . Τώρα βέβαια, υπήρχε και η απορία του, «πως θα σκιστούμε» στη διασκέδαση δεδομένου ότι όλοι οι υπόλοιποι, όντες φανατικοί οπαδοί των ROLLING STONES, του ALBANO,και του ADAMO, δεν εννοούσαν διασκέδαση ή πάρτυ άνευ της τοιαύτης μουσικής! Στα δικά μου όμως γούστα – που θα παρέθετα το πάρτυ- είχε συμπεριληφθεί εσχάτως ως TOP HIT το «Άσπρο μου περιστέρι πέτα» του Νάσου Πατέτσου και ως εκ τούτου, άβυσσος με χώριζε από τα μουσικά γούστα της υπόλοιπης παρέας! Αλλά, πες-πες, αρχίσανε όλοι να πιστεύουνε πως τα Χριστούγεννα θα κάνανε πάρτυ στο σπίτι μου. Σχεδιάζανε μάλιστα και την ατμόσφαιρα της … «μπουάτ», γιατί μπουάτ είχαμε βαφτίσει τα δυό δωμάτια του πατρικού μου σπιτιού που χρησιμοποιούσα εγώ. Στο άλλο μαζί με την κουζινίτσα έμενε η θειά μου η Σήμω, αδερφή του πατέρα μου. Με τα πολλά λοιπόν, αρχίσανε τώρα να μου επιστρέφουνε και τα πειράγματα που σαδιστικώς μου όφειλαν με πρώτο και καλλίτερο τον Γιάννη που, πνίγοντας ένα κύμα γέλιου μου πέταξε:
- Θα… σερβίρεις και φοντανάκι;… -……………………………………. –Και κονιακάκι, και κονιακάκι, πετάει φάλτσα την πρόκα του, ο Αντρέας. – Κονιάκ δίνουνε στα μνημόσυνα ρε! Αγρίεψα εγώ.
– Έ, καλά δεν πειράζει. Κουαντρώ! Θα πιούμε κουαντρώ.
«Στο σπίτι του φαίνεται η κυρά Γεωργία αντί για νερό, θα σερβίρει μόνο κουαντρώ» σκέφτηκα. Δηλαδή, όχι πως εγώ είχα περισσότερες γνώσεις από λικέρ και έτερα ηδύποτα, εξόν από βερμούτ . Μια φορά κατανάλωσα, άθελά μου, μισό μπουκάλι ουΐσκυ και όλο το βράδυ όργωσα την Κούλουρη ψάχνοντας να βρω την πόρτα του σπιτιού μου! Όμως τα πειράγματα ξέφευγαν σε χοντρή , μέχρι παρεξηγήσεως, πλάκα και όταν η Νότα ρώτησε αν θα … φοράω ποδίτσα για το σερβίρισμα, έβαλα σε ενέργεια την απόλυτη άμυνά μου βέβαιος πως τους φρενάριζα. Με ασπίδα την, από ετών, ορφάνιά μου τους μπήκα: - Ρε παιδιά, δεν γίνεται τίποτα. Σκεφτείτε τώρα… Χριστούγεννα, να γιορτάζω χωρίς οικογένεια. Μόνος μου… Και φόρεσα το τεθλιμμένο ύφος για την περίσταση. Τους πάγωσε τούτη η μπηχτή. Ακάθεκτος εγώ συνέχισα: - Νοιώθω, κάπως άσχημα ετούτες τι μέρες. - …………………………………………………………. – Καταλαβαίνετε. Εσείς στα σπίτια σας, με τους γονείς σας, τ΄ αδέλφια σας, τα κρεατικά, τα γλυκά σας… Εγώ, θα φάω στον θείο μου και μετά, επιστροφή εδώ στην «μπουάτ». Κατέληξα με ένα υποκριτικό στεναγμό. -…………………………………………... Είχα κερδίσει έδαφος. Γλύτωνα από ένα πάρτυ που θα φορτωνόμουνα άθελά μου. Και για να αποτελείωνα ετούτη τη θεαματική και σωτήρια «απολογία» συμπλήρωσα με ύφος, κάτι ανάμεσα σε Νίκο Ξανθόπουλο και Μάρθα Βούρτση:
- Θα ήθελα, αυτές τις μέρες τις χρονιάρες να μην τις ήξερα καθόλου… Κόλλησα το βλέμμα μου στην Παραλία και ανέπνευσα με ανακούφιση. Γλύτωνα το πάρτυ και το ατέλειωτο «δούλεμα» που το περιμένανε πως και πως για να μου το ανταποδώσουν! Έπεσε κάποια παγωμάρα. Κι απάνω που είπα πως ησύχασα, πιάνει τον Γιάννη το πατριωτικό του και με φωνή παλλόμενη από συγκίνηση - ως Κοινοτάρχης που εκφωνεί πανηγυρικόν μετά καταθέσεως στεφάνου- αρχίζει :
- Άκου Χρήστο! Είμαστε ή δεν είμαστε σαν αδέλφια;
« Ναι. Αμέέέ !…» σκέφτηκα. – Άρα, συνέχισε πομπωδώς εκείνος, τα Χριστούγεννα θα μαζευτούμε στο σπίτι σου να γλεντήσουμε την ονομαστική σου εορτή!» Κείνη τη στιγμή διάβαζες στο βλέμμα του το « Ίτε παίδες Ελλήνων !»
–Το μεσημέρι των Χριστουγέννων, θα φάμε στα σπίτια μας και το βράδυ όλοι στο σπίτι του Χρήστου να αρχίσουμε το γλέντι ! Τόπε και δεν σήκωνε αντίρρηση . Αυτό το παιδί, ώρες- ώρες γινόταν υπόδειγμα αυτοθυσίας ιδιαίτερα δε, όταν η αυτοθυσία δεν απαιτούσε να βάλει το χέρι στην τσέπη του! - Δεν γίνεται ρε παιδιά . Το σπίτι είναι ασυγύριστο, Ποιος κάθεται τώρα…
- Δεν πειράζει ρε, πετάγεται η Νότα ξαναμμένη στην προοπτική ενός πάρτυ. Ας είναι ασυγύριστο. Δεν μας νοιάζει… Χα! Μιά κουβέντα είναι αυτή, συλλογίστηκα. Θα ήθελα να δω τα μούτρα της εν λόγω δεσποινίδος όταν θα αντίκριζε το θέαμα της «μπουάτ» καθώς θα ερχόταν για επίσκεψη και χρειαζόταν να αδειάσει από τις καρέκλες οτιδήποτε ετερόκλητο αντικείμενο από εσώρουχα, τρόμπα ποδηλάτου, θυμιατήρι, μερικές λυχνίες ραδιοφώνου πάνω στο εικονοστάσι, μέχρι… χειριστήριο τηλέγραφου και ένα σωρό άλλα!!! Βάλε τώρα και κάποια κιλά χώμα και σκόνη που κατέβαιναν σιγά, σιγά και ύπουλα από τα κεραμίδια, περνούσαν εύκολα από το πέτσωμα του ταβανιού και κατακάθονταν σε κάθε επίπεδη επιφάνεια… Και εγώ βέβαια δεν είχα καμιά διάθεση να χαλάσω ετούτη την ομορφιά του παράλογου που θύμιζε λονδρέζικη σοφίτα σε παραμυθοταινίες του Ντίσνεϋ! Βάλε και τις χαμένες ώρες του συγυρίσματος… Αλλά, υπήρξα καλός ο μπαγάσας. Τους λυπήθηκα που δεν θα ΄χαν που να διασκεδάσουνε Χριστουγεννιάτικα (Λες κι άλλες χρονιές ξεσκιζόμασταν στα ρεβεγιόν!) και τελικά συμφώνησα να κάναμε το πάρτυ στο σπίτι μου, στην «μπουάτ» με τον όρο πως, Αντρέας, Γιάννης και Μήτσος θα βοηθούσαν στο συγύρισμα. Τα παιδιά, λίαν προθύμως συμφωνήσανε και ορίσαμε την πρωΐαν της παραμονής των Χριστουγέννων ημέρα καθαριότητος!
Το ίδιο βράδυ, μετά από την καθιερωμένη καντάδα στις κοπελλιές που είχαμε ερωτευτεί (και δεν το μάθανε ποτέ! ), πηγαίνοντας για ύπνο, ένοιωθα λίαν ευτυχής που είχα τέτοιους φίλους. Σκέψου, τη μέρα που οι μανάδες τους θα τους χρειαστούνε για διάφορες δουλειές, αυτοί θα τα παρατήσουνε όλα και θα βοηθήσουνε εμένα. Αυτό θα πει Φιλία! Και μούρθε στο μυαλό η ιστορία με τον Δάμωνα και τον Φιντία . Από το τρανζιστοράκι που είχα κάθε βράδυ κάτω απ΄το μαξιλάρι μου, η «Άνναμπελ» με νανούρισε γλυκά, πιστή στο νυχτερινό μας ραντεβού…
Παραμονή της μεγάλης Γιορτής μετά την καθιερωμένη μετάληψη στον Άγιο Μηνά έφυγα φουριόζος για το σπίτι. Στην πόρτα του Ναού έμπαινε ο Γιάννης για να κοινωνήσει κι αυτός. Οι δυό μας, είμασταν οι «Καλοί Χριστιανοί» της παρέας!!! - Μόλις κοινωνήσεις κατέβα στη μπουάτ! του φώναξα. – Ναι. Θα κάνω μια δουλίτσα της μάνας μου και θα κατέβω αμέσως. Ανέβηκα στη ZUNDAPP, το σκουτεροειδές που είχα αποκτήσει πριν ένα χρόνο, και με δυό γκαζιές έφτασα στο σπίτι. Ανασκουμπώθηκα και… κοίταξα με συμπόνια όλα αυτά τα ετερόκλητα αντικείμενα που με συντρόφευαν και τώρα θα τα αποχωριζόμουν . Μου φάνηκε πως έβγαλαν ένα παράπονο: «Γιατί μας διώχνεις ρε; Όλο αυτό τον καιρό που σου κάναμε παρέα ηταν καλά;.. Τώρα, χρονιάρες μέρες θα μας πετάξεις στα σκουπίδια;…» Τίναξα δεξιά –αριστερά το κεφάλι μου για να διώξω αυτό το άκουσμα. Και, άρχισα την διαλογή. Τι θα πάει στα σκουπίδια και τι θα μείνει πα-ρακαταθήκη στο …πλυσταριό για μελλοντική επαναφορά στο δωμάτιο!!! Μετά από κάποιες ώρες, συνειδητοποίησα πως, ήμουνα μόνος μου. Ούτε Γιάννης , ούτε Μήτσος ούτε Αντρέας… Είχα προχωρήσει αρκετά και το δωμάτιο τώρα έμοιαζε να προορίζεται για την καθημερινή χρήση των ανθρώπων. Άρχιζε να μυρίζει καθαριοτητα !!! Έμενε μόνο το άλλο δωμάτιο – η είσοδος – όπως το λέγαμε. Εκεί είχε λιγώτερη δουλειά. Μια βιβλιοθήκη που καμάρωνα για την απόκτησή της, ένα ντιβανομπάουλο και δυό πάνινες πολυθρόνες. Ένα γρήγορο ξεσκόνισμα και μια ζόρικη φασίνα για να καθαρίσουν τα πλακάκια από τα λάδια που έσταζε η ZUNDAPP, επειδή τα βράδυα την έβαζα μέσα για να μην βρέχεται. Μόλις τέλειωσα και αυτή την αγγαρεία, περιέργως δεν δυσανασχέτησα για όλη τη δουλειά. Το σπίτι έδειχνε σαν να το φρόντισε κάποια νοικοκυρά! Κυριολεκτικά, στα μάτια τα δικά μου, έλαμπε!!! Ήρθε η ώρα της απόλαυσης. Έστησα το τρίποδο, βίδωσα απάνω του τη φωτογραφική μηχανή και ρύθμισα τον χρονοδιακόπτη για την αυτόματη φωτογράφηση μπροστά στην βιβλιοθήκη μου. Πάτησα το κουμπί και πόζαρα με σοφιστικέ ύφος! Στο κουζινάκι ετοίμασα ένα νεςκαφέ ζεστό και όση ώρα το χτυπούσα στο σωληνωτο ποτήρι του βερμούτ, σκάει μύτη ο Μήτσος! -Βρέ, πόσο τυχερός είμαι ! Απάνω στην ώρα που έλεγα που θα πιώ καφέ… Και μπήκε φουριόζος στην είσοδο που ακόμα δεν είχε στεγνώσει απ΄τη φασίνα. Του κούνησα το προσκοπικό κοντάρι στη μούρη του,με πρόθεση να του προσγειώσω στο κεφάλι! - Που χαθήκατε ρε; Εσείς φαγωθήκατε να κάνουμε πάρτυ και τώρα στο ζόρι στρίψατε μάγκικα; Ο Μήτσος δικαιολογήθηκε πως ο μεγάλος του αδερφός τον στρίμωξε για μια δου-λειά με την απειλή πως αν δεν την κάνει δεν θα ξαναπάρει το ποδήλατο! Όσο για τον Αντρέα, τον ανάγκασε ο πατέρας του να πάει μαζί με τα άλλα αδέλφια του στον Ναύσταθμο που έχουνε την γιορτή και μοιράζουνε τα δώρα στα παιδάκια. – ΄Ωρες είναι να τον δούμε να ξαναφέρει κανένα πατίνι και να βολτάρει στην Πα-ραλία , σάρκασα εγώ. Άμα γουστάρεις καφέ, ξέρεις που είναι τα συμπράγκαλα. Βολέψου μόνος σου. Ήπιε τον καφέ, απεφάνθη πως η καθαριότης είναι άψογη και απεχώρησε προς αναζήτησιν της νεανίδος με τη οποίαν είχε συνάψει εσχάτως… σχέσιν! Μεσημέριασε και ετοιμάστηκα να πάω στου θείου μου για το μεσημεριανό φαΐ. Πριν κλειδώσω φτάνει και ο εμπνευστής της ομαδικής καθαριότητος με ύφος επιθεωρητού!
–Βρε, καλώς τον Γιάννη. Νωρίς ήρθες ρε! Αλλά, εκείνος είχε ετοιμάσει την αντεπίθεση: - Ακου να δεις ! Υπάρχουν και απρόβλεπται υποχρεώσεις στο σπίτι για τις οποίες καλούμεθα όλα τα μέλη της οικογένειας να τας διεκπεραιώσουμε !!! Έμεινα άναυδος μπροστά στην καθαρεύουσά του . Μου έφυγε και ο θυμός και, η μαγκιά… Μπήκε στο σπίτι, το επιθεώρησε με στρατιωτικόν ύφος και με κατσάδια-σε: - Τι φαγώθηκες ρε, να έρθουμε να σε βοηθήσουμε; Μια χαρά τα κατάφερες μόνος σου! Εν πάσει περιπτώσει όλα είναι καθωσπρέπει. Φεύγω γιατί πρέπει να πάμε σε μια θειά μας, εξωκούλουρα. Και έφυγε σαν σφαίρα… Την άλλη μέρα, «Της του Χριστού Γεννήσεως» , μετά τα καθιερωμένα –Εκκλησία, βόλτα στην παραλία, μεσημεριανό φαγητό – ζύγωσε το απόγευμα. Έριξα και ένα μεσημεριανό ύπνο, καθότι ξύπνησα στις πέντε και απολάμβανα το νεσκαφέ με τη χορωδία του Μπρούνου να ακούγεται από το μαγνητόφωνο, αραχτός στην πολυθρόνα με τα πόδια απάνω στο ντιβανομπάουλο. Άναψα και ένα τσιγαράκι – νέο σπορ- και καμάρωνα για άλλη μια φορά το… σπιτικό μου.
Πέρασε το απόγευμα, νύχτωνε και το μαγνητόφωνο έδωσε τη θέση του στο πικάπ. Σρανταπεντάρια δισκάκια και LP , άλλαζαν μέχρι που συνειδητοποίησα πως η ώρα είχε περάσει από οχτώ και δεν είχε φανεί κανείς! Το περίμενα. Μου κάνουνε πλάκα και θα έρθουνε όλοι μαζί. Λες και τρώω κουτόχορτο. Το είχα ψυλλιαστεί πως θα γινόταν έτσι. Θα μπουκάρουνε όλοι, μαζί και με άλλα κορίτσια και αγόρια της μεγαλύτερης παρέας και, άντε μετά να τους περιποιηθείς. Θα υποχρεώσω όμως τις τσούπρες να αναλάβουν τα σερβιρίσματα. Τι στο καλό δεν θα έχουν αντίρρηση. Βγήκα για λίγο να αγοράσω τσιγάρα, αφήνοντας τα φώτα αναμμένα, έτσι όποιος και να έρθει να περιμένει λίγο. Έξω συνάντησα τον Λάμπρο, που κουβέντα στην κουβέντα μου είπε πως ετοιμαζόταν να πάει σε ένα πάρτυ στα Παλούκια. Μάλιστα είδε τον Γιάννη να πηγαίνει κατά κει! Θα ήντουσαν η Νότα, η Λούλα αλλά και ο Αντρέας επειδή το «γειτονάκι του» θα ήταν εκεί επίσης . «Γειτονάκι» είχαμε βγάλει την Μαρία που την είχε ερωτευτεί ο Αντρέας και της άρεσε το τραγούδι του Πουλόπουλου. Στις καντάδες, έξω από το σπίτι της με αυτό το τραγούδι ξελαρυγγιαζόμασταν. Έμεινα σύξυλος. Τέτοιο πούλημα… Έμενε μόνο ο Μήτσος. Αλλά τι γλέντι να κάνουνε δυό μαντράχαλοι. Τελικά ο Μήτσος ήρθε και μου είπε τα νεώτερα:
Οι υπόλοιποι της παρέας, απ΄ τον Προσκοπισμό, πήγανε μαζί με τον Σωτήρη στο ταβερνάκι του κυρ Πέτρου στ΄Αμπελάκι.Του είπανε να πάει κι αυτός αλλά αρνήθηκε γιατί θα με πούλαγε, είπε. Βάλαμε από ένα βερμούτ, πιάσαμε την κουβέντα για τις γκόμενες και αφού εξαντλήσαμε το μουσικό μας γούστο από το πικάπ, βγήκαμε για καμμιά καντάδα σε κοπελλιές που υποθέταμε πως μας γουστάρανε… Πέρασε και η βραδυά των Χριστουγέννων, ευτυχώς χωρίς δυσφορία- δεν ήταν βέ-βαια και στην ιδιοσυγκρασία μας η μεμψιμοιρία – αλλά με κέφι των δυό μας συ-νεργούντος και του βερμούτ που είχαμε πάρει υπό μάλλης στην καντάδα. Όσο για τους άλλους… Πήρα την εκδίκησή μου για αρκετό χρονικό διάστημα με άπειρες καζούρες που τους σερβίριζα!!!
Ευτυχισμένες και ασφαλείς γιορτές