γράφει η Κατερίνα Π. Κοφινά*
Ήταν καλοκαίρι , Ιούλιος μήνας. Το 1946 ο κόσμος στο νησί τα έβγαζε δύσκολα πέρα. Δυο χρόνια πριν είχε τελειώσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η φτώχια ήταν αισθητή. Οι κάτοικοι ψαράδες και γεωργοί στο μεγαλύτερο μέρος ,τους πάσχιζαν να ταΐσουν τα παιδιά και τις οικογένειες τους ,με τα ψάρια που έπιαναν . Και με τις λιγοστές τους καλλιέργειες. Το λάδι από τα ελαιόδεντρα, ντομάτες και χορταρικά.
Δυο ψαροκάικα είχαν αποφασίσει να φύγουν προς την Τζια για να ψαρέψουν. Ο καιρός ήταν ιδανικός, και η θάλασσα λάδι. Κανόνισαν λοιπόν τα πληρώματα, και έβαλαν στα αμπάρια τους προμήθειες που θα τις χρειαζόντουσαν για το ταξίδι. Και έβαλαν την ημερομηνία που θα σαλπάριζαν. Μαζί τους θα είχαν και δυο μικρά παιδιά που δεν είχαν σχολείο και το ταξίδι το περίμεναν πως και πως.
Την προηγούμενη νύχτα πριν να σαλπάρουν το νησί κοιμόταν ήσυχα, όταν κατακλύστηκε από δυνατά κρωξίματα. Ήταν κατά πως φαίνεται κουκουβάγιες. Μόνο που φώναζαν τόσο δυνατά και μάλλον λυπητερά που πολλοί από τους κατοίκους ξύπνησαν και προσπάθησαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Άλλοι σταυροκοπήθηκαν. Ήξεραν πως το χάραμα της επόμενης μέρας τα δυο ψαροκάικα θα έφευγαν για το ταξίδι. Και αν αυτός ήταν ένας κακός οιωνός; Δε μπορούσαν να το ξέρουν. Αλλά οι πιο ηλικιωμένοι το θεώρησαν κακό σημάδι και απλά ευχήθηκαν όλα να πήγαιναν κατ ευχή.
Και η επόμενη ημέρα ήρθε με τα δυο ψαροκάικα να φεύγουν από το μικρό λιμάνι. Κόσμος και φίλοι είχαν κατέβει να τους ευχηθούν καλό κατευόδιο και καλές ψαριές που σήμαινε και λεφτά για να μπορέσουν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Οι γλάροι ψηλά στον ουρανό, πετούσαν και έπεφταν στο αλμυρό νερό για να πιάσουν την λεία τους. Τα ψαροκάικα έφυγαν με τους άντρες και τα παιδιά χαρούμενοι για το όμορφο ταξίδι. Η θάλασσα ήταν τόσο ήρεμη που μόνο η πλώρη έσκιζε την επιφάνεια της.
Έφτασαν στην Τζια και άπλωσαν το απόγευμα τα δίχτυα τους , ενώ το βράδυ κοιμήθηκαν ξέροντας πως η ψαριά θα είναι πλούσια. Και έτσι τα χαράματα τις 26 Ιουλίου ξεκίνησαν να μαζεύουν τα δίχτυα. Τα οποία ήταν βαριά και καθώς τα μάζευαν από το πουθενά εμφανίστηκε στην επιφάνεια ένα μεγάλο σκούρο αντικείμενο. Ο καπετάνιος όταν το είδε χλόμιασε. Γιατί αυτό που είχαν μαζέψει από την θάλασσα ήταν μια μεγάλη νάρκη. Και τώρα τι θα έκαναν με αυτόν τον δολοφόνο ; εργαλείο του πολέμου;
Η θάλασσα ήταν ήρεμη και αποφάσισαν να το φέρουν κοντά και να κόψουν το δίχτυ για να την απελευθερώσουν. Κάποιοι είπαν να αφήσουν τα δίχτυα και να φύγουν. Αλλά τα ψάρια; Είχαν ποντάρει σε αυτά για να βγάλουν λεφτά. Να μπορέσουν να ορθοποδήσουν. Να ταΐσουν τις οικογένειες τους. Και έτσι η απόφαση ήταν να καταφέρουν να την πιάσουν και να την βγάλουν. Και έτσι προσεχτικά και απαλά την τράβηξαν. Αλλά ένας μικρός κυματισμός που εμφανίστηκε έκανε τα ψαροκάικα να ταλαντευτούν και ένα από τα καψούλια της νάρκης να εκραγεί με όλα τα επακόλουθα. Ένας τρομερός ήχος ακούστηκε που έκανε την Τζια να τρανταχτεί. Κομμάτια από ξύλα, ψάρια, ανθρώπινα μέλη και αίμα γέμισαν το γαλάζιο στοιχείο. Φωνές , κλάματα και οδυρμός επικρατούσαν. Άλλοι ψαράδες έφτασαν με τα καΐκια τους να βοηθήσουν και να περισυλλέξουν τους νεκρούς και τους τραυματισμένους. Και ο απολογισμός της φονικής νάρκης; Οχτώ νεκροί μαζί με τα δυο μικρά παιδιά.
Στο νησί των ψαράδων στη Σαλαμίνα τα μαντάτα τα είχαν φέρει ξανά οι Κουκουβάγιες που έκραζαν όλη την νύχτα Της προηγούμενης μέρας πριν το θανατικό.
(ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ 1946 ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΑΛΑΜΙΝΙΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΑΣΑΝ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥΣ)
* η Κατερίνα Π. Κοφινά είναι συγγραφέας