ΕΛΙΝΑ


γράφει η Κατερίνα Π. Κοφινά*

Το πανέμορφο σπίτι ήταν έτοιμο να μας υποδεχτεί. Το αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας. Ήταν ένα από εκείνα τα παλιά αρχοντικά , που για πολλά χρόνια είχε μείνει ξεχασμένο σε εκείνο το μέρος .  Βρισκόταν όμως σε καλή κατάσταση μιας και οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες του το φρόντιζαν. Βέβαια αναγκάστηκα να αλλάξω αρκετά στο σπίτι για να μπορέσω να το κάνω λειτουργικό και να μπορέσει να σταθεί ικανοποιητικά.  Στην προσωπική μου ζωή τα είχα καταφέρει πολύ καλά. Είχα κάνει περιουσία και είχα παντρευτεί τον παιδικό μου έρωτα. Μαζί είχαμε αποκτήσει και μια κόρη η οποία όταν εγκατασταθήκαμε στο νέο μας σπίτι ήταν δώδεκα ετών. Ένα γλυκό και πανέμορφο πλάσμα , που αγαπούσε την ζωή, και το παιχνίδι. 

 

Η έκταση του κτήματος ήταν ένα στρέμμα και υπήρχαν εκεί διάφορα δέντρα και λουλούδια. Εμείς τα καλλωπίσαμε, και βάλαμε γκαζόν για να δείχνει όμορφο.  Όπως μου είπε ο μεσίτης στο πίσω μέρος του σπιτιού σε μια γωνιά υπήρχε ένας τάφος. Στα παλιά χρόνια συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους όχι σε νεκροταφεία αλλά στο σπίτι τους. Για να πω την αλήθεια δε με πείραζε το γεγονός. Και θα το είχα ξεχάσει αλλά τα γεγονότα που ακολούθησαν , δεν μας άφησαν περιθώρια.  Τα προβλήματα ξεκίνησαν μετά από ένα μήνα. Είχαμε εγκατασταθεί στο παλιό αρχοντικό και όλα κυλούσαν ομαλά, όταν μια μέρα η κόρη μας η Ελίνα μας είπε για μια φίλη της. Την ρωτήσαμε αν την είχε γνωρίσει στο σχολείο. Αλλά μας είπε πως η φίλη της δεν πήγαινε. Την είχε γνωρίσει εδώ στο σπίτι. Και μάλιστα έκαναν παρέα και κουβέντιαζαν για τα παιχνίδια τους. Εγώ και η μητέρα της μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Πως ήταν δυνατόν η Ελίνα να είχε φίλη και μάλιστα μέσα στο σπίτι, και να μην την είχαμε δει; Να ήταν μια φανταστική φίλη;  Τα περισσότερα παιδιά το κάνουν αυτό. φαντάζονται πράγματα .  Όμως όχι η φίλη της κόρης μας, λεγόταν Ιζαμπό και ήταν δώδεκα ετών.  Συνήθως έπαιζαν τα βράδια στο δωμάτιο της Ελίνας.

Ήταν η στιγμή που το αίμα μου πάγωσε.  Ποια ήταν αυτή η Ιζαμπό; Δεν ήξερα κανένα κοριτσάκι με αυτό το όνομα. Και αλήθεια το νέο μας σπίτι τι μυστικά έκρυβε; Με την γυναίκα μου αποφασίσαμε να ψάξουμε την ιστορία του σπιτιού και ζήτησα από τον μεσίτη να μας δώσει ότι ήξερε. Αφού το είχε προς πώληση θα ήξερε και λεπτομέρειες.

Εκείνος μας είπε πως οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες ήταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων , και το αρχοντικό το είχαν  κληρονομιά από την μεριά του άντρα της κυρίας.  Είχαν κάποτε χάσει την  κόρη τους , που είχε πεθάνει πολύ μικρή.

-Δηλαδή πόσο μικρή; Τον ρώτησα με απορία.

-Νομίζω ήταν μικρό κορίτσι. Πάνω κάτω δέκα; Δώδεκα ετών;  Μας απάντησε.

-Θυμάστε πως την έλεγαν; Τον ρώτησε η γυναίκα μου.

-Όχι. Είχε ένα πολύ παράξενο όνομα.  Μας είπε.

-Μήπως την έλεγαν Ιζαμπό; Του είπα.

-Χμ. Ναι τώρα που το ανέφερες ναι το θυμήθηκα. Έτσι την έλεγαν. Το είχαν πολύ καημό που την έχασαν. Και την έθαψαν στην έκταση του σπιτιού.

Γυρίσαμε στο σπίτι και οι δύο μας τρομοκρατημένοι. Το σπίτι που αγοράσαμε είχε ένα φάντασμα.  Και αυτό το φάντασμα έπαιζε με την κόρη μας τα βράδια.  Το μόνο που μπορούσαμε , να κάνουμε για να δούμε και εμείς αυτή την Ιζαμπό , ήταν να βάλουμε κάμερα στο δωμάτιο της Ελίνας. Και αυτό έγινε άμεσα μέσα σε μερικές μέρες.

 

Και έτσι το πρώτο βράδυ εγώ και η γυναίκα μου καθίσαμε στην  κρεβατοκάμαρα  μας και κοιτούσαμε μέσα από τον υπολογιστή το δωμάτιο της κόρης μας. Η Ελίνα έπεσε νωρίς για ύπνο. Στις οχτώ το βράδυ.  Για μια ώρα κοιτούσαμε στον υπολογιστή χωρίς να δούμε το παραμικρό. Και μετά ξαφνικά η κουρτίνα του δωματίου της κουνήθηκε απαλά, και εμφανίστηκε ένα κοριτσάκι , με ρούχα βρώμικα, και άλλης εποχής. Κρατούσε μια σβούρα στα χέρια της  και είχε μια κορδέλα στα μαλλιά της, που φαινόταν παλιά και τριμμένη, στις άκρες της. Ανέβηκε απαλά στο κρεβάτι της Ελίνας , την πλησίασε και έσκυψε το κεφάλι της στο αυτί της κόρης μας.  φαινόταν πως της ψιθύριζε κάτι , αλλά δεν μπορούσαμε να ακούσουμε.  Η Ελίνα όμως κοιμόταν βαριά και δεν ξύπνησε.  Μας φάνηκε περίεργο , γιατί μας είχε πει πως με την Ιζαμπό έπαιζαν, όταν ερχόταν. Το φάντασμα λοιπόν έμεινε εκεί ψιθυρίζοντας στην Ελίνα για δέκα το πολύ λεπτά και μετά κατέβηκε από το κρεβάτι της και πήγε προς το παράθυρο.  Και εκεί την χάσαμε από τα μάτια μας.

Άφησα την γυναίκα μου να κοιτάζει την κάμερα και πήγα στο δωμάτιο της κόρης μας.  Με το που άνοιξα την πόρτα μια δυσοσμία με κατέκλυσε. Σαν κάτι το πεθαμένο να υπήρχε εκεί. Άνοιξα το πορτατίφ. Η Ελίνα κοιμόταν γαλήνια. Αν και κάτι στο πρόσωπο της δε μου άρεσε. Είχε ένα αχνό κίτρινο χρώμα. Αλλά τότε δεν ήξερα. Δεν μπορούσα να φανταστώ.

Για μερικά βράδια ακόμα παρακολουθούσαμε την Ιζαμπό να επισκέπτεται την κόρη μας ενώ εκείνη κοιμόταν. Κάτι ήταν λάθος σε αυτή την εικόνα. Και έτσι την επόμενη μέρα την ρώτησα αν παίζει ακόμα με την Ιζαμπό. Και μου είπε πως παίζουνε κάθε βράδυ και γελάνε.

Η εκείνη μου έλεγε ψέματα η , η κάμερα.  Αλλά την αλήθεια μου την είπε το χρώμα του παιδιού μου. Κάθε μέρα η Ελίνα έτρωγε λιγότερο. Πήγαινε στο σχολείο χωρίς όρεξη και ερχόταν σπίτι για να κοιμηθεί.  Κοιμόταν με τις ώρες και ξυπνούσε πιο κουρασμένη από ότι έπεφτε.  Όταν με έζωσαν τα φίδια του τρόμου , ήταν πια αργά.  Γιατί η Ελίνα μας πέθανε ξαφνικά , χωρίς να έχει κάτι το παθολογικό. Εκτός; Εκτός από δυο μικρές τρύπες στη βάση του λαιμού της. 

 

Και μετά κατάλαβα. Πως η Ιζαμπό ήταν βρικόλακας. Και κάθε βράδυ έπινε το αίμα του παιδιού μας.  Καταβεβλημένοι εγώ και η γυναίκα μου την θάψαμε και γυρίσαμε στο σπίτι.  Και εκεί αποφάσισα να βρω τον τάφο του βρικόλακα. Ήθελα με κάθε τρόπο να σκοτώσω τον δαίμονα που πήρε την κορούλα μας.  Είπα στη γυναίκα μου να φύγει από το σπίτι. Να πάει στους γονείς της. Δεν την ήθελα εδώ. Και το επόμενο πρωί βρήκα το τάφο της. Έσκαψα με μανία. Δεν καταλάβαινα από κούραση. Και την βρήκα. Βρήκα την ξύλινη κάσα της.  Και την άνοιξα καθώς ο ήλιος ήταν από πάνω μας. Δεν είχα ιδέα πότε είχε πεθάνει. Αλλά φαινόταν ολοζώντανη, με τα μακριά μαλλιά της, τα βρώμικα δάχτυλα της , και τους άσπρους κυνόδοντες που εμφανίστηκαν όταν σήκωσα τα χείλη της.

Είχα έτοιμο ένα ξύλινο παλούκι. Της το έμπηξα στην καρδιά καθώς εκείνη στριφογύριζε σα δαιμονισμένη και ο ήλιος  έκαψε την βρώμικη σάρκα της. Στο τέλος το μόνο που έμεινε ήταν μια μαύρη γλίτσα.  Και μετά λιποθύμησα

 

Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήταν βράδυ. Το φεγγάρι ήταν ολόκληρο και φώτιζε με την ασημένια λάμψη του. Πήρα τα βήματα μου και μπήκα στο σπίτι.  Έβαλα μια γερή δόση ουίσκι και την ήπια, και τότε άκουσα ένα μικρό χτύπημα στο παράθυρο. Γύρισα και είδα με τρόμο την Ελίνα να αιωρείται , από έξω. 

-Μπαμπά άσε με να μπω;  Μου είπε με μια γλυκιά φωνούλα.

Μα πως μπόρεσα να ξεχάσω την Ελίνα μου; Τώρα πια ήταν και εκείνη βρικόλακας. Δεν έπρεπε να την θάψουμε χωρίς το παλούκι στην καρδιά.  Άγγιξα τον σταυρό στο λαιμό μου. την επόμενη μέρα είχα ακόμα ένα βρικόλακα να σκοτώσω. Την ίδια μου την κόρη.

 

* η Κατερίνα Π. Κοφινά είναι συγγραφέας