Λήδα Παπακωνσταντίνου: Από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες της ιστορίας της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα και η σχέση της με τη Σαλαμίνα

 Από τη Σαλαμίνα φύγαμε όταν έγινα 15, με σαφή αιτία ότι υπήρχε ο κίνδυνος, αν μέναμε, να ερωτευτώ και να παντρευτώ και να μην κάνω στη ζωή μου όλα εκείνα τα οποία φαινόταν ότι μπορούσα να κάνω

Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης οργανώνει την πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση της Λήδας Παπακωνσταντίνου (1945), από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες της ιστορίας της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα



Η Παπακωνσταντίνου  ανέπτυξε για σχεδόν πέντε δεκαετίες ένα πολυσχιδές έργο που έλαβε μια ποικιλία μορφών: περφόρμανς, γλυπτικά έργα, βίντεο, in situ εγκαταστάσεις, ζωγραφική, κ.ά., προκειμένου να διερευνήσει θέματα φύλου, σεξουαλικότητας, συλλογικής και προσωπικής μνήμης, ιστορίας, πολιτικής και οικολογίας, πάντα με επίκεντρο το σώμα. Το έργο της αποτελεί τομή για το πεδίο της τέχνης στην Ελλάδα και είναι σημείο αναφοράς και έμπνευσης για τις νεότερες γενιές καλλιτεχνών.

Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, σε μια εποχή κοινωνικού και πολιτιστικού ριζοσπαστισμού, η Παπακωνσταντίνου υπήρξε από τις πρώτες καλλιτέχνιδες που πειραματίστηκαν με το τότε αναδυόμενο καλλιτεχνικό μέσο της περφόρμανς. Οι πρώτες εικονοκλαστικές περφόρμανς της, που πραγματοποιεί στα χρόνια των σπουδών της στην Αγγλία, διερευνούν ζητήματα συγκρότησης έμφυλης ταυτότητας, και θηλυκού υποκειμένου μέσα από μια φεμινιστική οπτική αμφισβήτησης πατριαρχικών δομών και άλλων ιεραρχικών σχέσεων εξουσίας. Εστιάζοντας στα φιλμ και τις περφόρμανς των ετών 1969-1971, στις πρώτες εγκαταστάσεις στην Ελλάδα τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, στην κοινοτική θεατρική ομάδα «Σπετσιώτικο Θέατρο» των ετών 1975-1979, και στις μεγάλης κλίμακας βίντεο-εγκαταστάσεις των τελευταίων δεκαετιών, η έκθεση στοχεύει να αναδείξει και να αναπλαισιώσει καίρια ζητήματα της καλλιτεχνικής πρακτικής της γύρω από άξονες, όπως η έμφυλη ταυτότητα, η κοινωνική διάσταση του έργου τέχνης, η προσωπική και συλλογική μνήμη, η σχέση λόγου και σωματικότητας.

Η έκθεση θα συγκεντρώσει για πρώτη φορά έναν μεγάλο αριθμό εγκαταστάσεων, ζωγραφικών, γλυπτικών, και οπτικοακουστικών έργων, καθώς και σπάνιων και ανέκδοτων φωτογραφικών και κειμενικών αρχειακών τεκμηρίων/ιχνών των περφόρμανς. Ο τίτλος της Χρόνος στα χέρια μου προέρχεται από την ομότιτλη in situ εγκατάσταση που δημιούργησε η καλλιτέχνιδα το 2010 για το σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι, που βασιζόταν σε  φωτογραφία της προβολής του βίντεο με τίτλο Τα βέλη είναι του έρωτα, πάνω σε τοίχο των οθωμανικών Λουτρών Μπέη Χαμάμ στη Θεσσαλονίκη.

Με την ευκαιρία της έκθεσης θα εκδοθεί δίγλωσσος κατάλογος σε επιμέλεια Τίνας Πανδή, και σχεδιασμό των MNP Design, με κείμενα από τους: Κατερίνα Γρέγου, Άντζελα Δημητρακάκη, Ντένη Ζαχαρόπουλο, Claire Macdonald,  Τίνα Πανδή, Λήδα Παπακωνσταντίνου, Θεόφιλο Τραμπούλη.

Το να δηλώνεις καλλιτέχνης εκείνα τα χρόνια ήταν σαν να έκανες το κέφι σου και όχι ένα επάγγελμα. Σου έλεγαν ότι κάνεις το μεράκι σου. Εμένα η λέξη αυτή με κάνει και ανατριχιάζω και θεωρώ ότι ενέχει φοβερή έκπτωση. Σαν να μη θεωρείται εργασία η διανοητική απασχόληση.

Η Λήδα Παπακωνσταντίνου αφηγείται τη ζωή της στη LIFO και τον Χρήστο Παρίδη

Εικαστικός-περφόρμερ. Γεννήθηκε στον Αμπελώνα Θεσσαλίας, ζει μεταξύ Αθήνας και Σπετσών. Tης είναι αγνώριστες οι γειτονιές της Αθήνας στις οποίες μεγάλωσε.  

Από το αγροτικό Καζακλάρ, όπως ήταν η παλιά ονομασία του Αμπελώνα, όπου και γεννήθηκα, έχω πολλές καλοκαιρινές εικόνες. Η μάνα μου είχε κτήματα και το επισκεπτόμασταν συχνά. Στην Αθήνα ήρθα ενός έτους και στα δυόμισι μετακομίσαμε στη Σαλαμίνα, η οποία εκείνα τα χρόνια ήταν θέρετρο αστών το καλοκαίρι και κατοικία ντόπιων ψαράδων και οικογενειών του Εμπορικού Ναυτικού τον χειμώνα.

Ο πατέρας μου μόλις είχε αποταχθεί από το Πολεμικό Ναυτικό ως κομμουνιστής και είχε αποφύγει το εκτελεστικό απόσπασμα λόγω αμφιβολιών. Έτσι, βίωσα από μικρή εκείνη την απίστευτη διχόνοια και ήξερα από πολύ νωρίς ότι έπρεπε να κρατάω το στόμα μου κλειστό. Από τη μία η οικογένεια με προστάτευε και από την άλλη έπρεπε να την προστατεύω κι εγώ.

• Μεγάλωνα μαζί με τα παιδιά της γειτονιάς και δεν ένιωσα ποτέ, ως μοναχοπαίδι, μοναξιά. Στο σπίτι μας δεν είχαμε πράγματα, αλλά πάρα πολλά βιβλία. Διάβαζα πολύ και σύντομα ανακάλυψα τη γοητεία της αφήγησης. Ήξερα ότι όταν αφηγούμουν τις ιστορίες που διάβαζα οι άλλοι με άκουγαν με μεγάλη προσοχή. Οι αφηγήσεις μου στο σχολείο ήταν ένας τρόπος να επικοινωνώ με τους γύρω μου. Όταν μια φορά η μητέρα μου με ανάγκασε να φορέσω μια γκρενά φόρμα-παντελόνι που είχε έρθει με τα ρούχα της αμερικανικής βοήθειας της UNRA, μόνο που δεν λιθοβολήθηκα από τους συμμαθητές μου.

Από τη Σαλαμίνα φύγαμε όταν έγινα 15, με σαφή αιτία ότι υπήρχε ο κίνδυνος, αν μέναμε, να ερωτευτώ και να παντρευτώ και να μην κάνω στη ζωή μου όλα εκείνα τα οποία φαινόταν ότι μπορούσα να κάνω. Εγκατασταθήκαμε στην Κάτω Ηλιούπολη και συνεχίσαμε να βλέπουμε με τη μαμά μου πολύ κινηματογράφο. Την Αθήνα του τότε τη θυμάμαι ως ένα θαυμάσιο μέρος με μεγάλους δρόμους, αυτοκίνητα και μουσεία. Οι καθηγητές μου, επειδή έγραφα καλά, πίστευαν ότι έπρεπε να γίνω φιλόλογος. Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός και όταν το είπα στους γονείς μου, που ήδη μου πρόσφεραν μεγάλη ελευθερία, μου ζήτησαν να το ξανασκεφτώ.

 Deaf & Dumb, 1971, Performance, Maidstone College of Art


• Ό,τι και να αποφάσιζα, θα έπρεπε να μπορώ να δουλέψω αμέσως. Χρήματα δεν υπήρχαν, κι έτσι, ενώ ήθελα να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών, κατέληξα στη Σχολή Δοξιάδη για να γίνω γραφίστρια. Έπιασα παράλληλα δουλειά στο γραφιστικό γραφείο του Μπαχαριάν της γκαλερί Ώρα. Όταν κάποτε μια αφίσα υποψήφια για τη ΔΕΘ πήρε πρώτο βραβείο και τυπώθηκε, έγινε και γραμματόσημο.

Το να δηλώνεις καλλιτέχνης εκείνα τα χρόνια ήταν σαν να έκανες το κέφι σου και όχι ένα επάγγελμα. Σου έλεγαν ότι κάνεις το μεράκι σου. Εμένα η λέξη αυτή με κάνει και ανατριχιάζω και θεωρώ ότι ενέχει φοβερή έκπτωση. Σαν να μη θεωρείται εργασία η διανοητική απασχόληση.

  

• Αποφάσισα να ακολουθήσω τις δυο φιλενάδες μου από την ΑΣΚΤ στο Λονδίνο, λέγοντας στους γονείς μου ότι είχα εξασφαλίσει δουλειά. Στην πραγματικότητα, ήξερα πού μπορούσα να πλένω πιάτα. Μου είχαν εμπιστοσύνη και ήξεραν ότι ήμουν ριψοκίνδυνη και δεν κώλωνα. Άφησα πίσω ένα παρελθόν πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών περιορισμών κι έφτασα σε μια πόλη ευκαιριών.

The Lake-The Flag, 1981


Στα μέσα του '60 όποιος βρισκόταν στο Λονδίνο είχε τη δυνατότητα να κάνει ό,τι ήθελε. Δούλεψα ένα διάστημα στο Café Royal κι ύστερα ως γραφίστρια στο τυπογραφείο ενός Κύπριου. Επίσης, ζωγράφιζα πολλές αγιογραφίες του Άγιου Νικόλα για τους ναυτικούς και τους εφοπλιστές. Και περπατούσα αδιάκοπα, βλέποντας μουσεία.

• Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να ξεχάσω ό,τι είχα μάθει και να ξαναρχίσω από την αρχή. Επέλεξα να πάω στο Maidstone College of Art στο Κεντ, όπου είχαν ως πολιτική τους να παίρνουν στο διδακτικό προσωπικό όσους προοδευτικούς καλλιτέχνες απέρριπταν τα συντηρητικά πανεπιστήμια.

The Birth of Bouboulitsa, 1975

Εκεί είχα για σύντομο διάστημα καθηγητή τον Ντέιβιντ Χόκνεϊ, ο οποίος, αφού μας ζήτησε να βρούμε στην τοπική ζωοπανήγυρη κάτι να ζωγραφίσουμε, όταν τελειώσαμε, μας πήγε στη γέφυρα του ποταμού και απαίτησε να πετάξουμε ό,τι είχαμε φτιάξει με κόπο. Μετά σηκώθηκε κι έφυγε. Τα πετάξαμε με δυσκολία, αλλά αποδείχθηκε ένα καλό μάθημα πάνω στην καλλιτεχνική ταυτότητα, την πολυτιμότητα του έργου, την υπακοή.

• Εγκατασταθήκαμε στις Σπέτσες, όπου ζούσαν πια οι γονείς μου, και ανοίξαμε ένα art shop υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών. Το 1974, που έκανα την πρώτη μου έκθεση στην Ώρα, ένα installation που άρεσε πολύ, συνέπεσε με την πτώση της χούντας. Ο Τύπος της εποχής έγραψε επαινετικά, χωρίς να έχει καταλάβει το αντικείμενο.

Η χούντα είχε αποδειχτεί φοβερά αποτελεσματική στη διάλυση του πολιτισμικού δυναμικού της χώρας. Με τη Μεταπολίτευση δημιουργήθηκε ένας πυρήνας ανθρώπων που είχαμε μεγάλη διάθεση να γνωριστούμε μεταξύ μας και να δημιουργήσουμε. Άνθρωποι δυναμικοί και παραγωγικοί, από διάφορες χώρες, σε ένα συντηρητικό πλαίσιο.

• Δημιουργήσαμε το Σπετσιώτικο Θέατρο, το αρχείο του οποίου εκθέτω τώρα στην Μπιενάλε της Αθήνας, με ντόπιους οι οποίοι ήθελαν να συμμετέχουν σε κάτι που το 1974, που το ξεκινήσαμε, ανέτρεπε τη μέχρι τότε εικόνα που είχαν για το τι είναι θέατρο. Ο γιος μου, που επίσης συμμετείχε στο 1ο Φεστιβάλ Θεάτρου Σπετσών, ήταν τριών ετών. Κράτησε πέντε χρόνια.


• Το 1982 έκανα στην γκαλερί Τρία την πρώτη μου περφόρμανς/installation, που είχε ακόμα μεγαλύτερη αναγνώριση. Ήταν αναπόφευκτο, καθώς σιγά σιγά επέστρεφαν από το εξωτερικό καλλιτέχνες που είχαν τη γνώση και την εμπειρία της conceptual art. Αν θεωρηθεί ότι η σημασία ενός έργου είναι η αποτύπωσή του, η δυναμική του μέσα στον χρόνο, τον τόπο και στους φορείς, οι τελευταίοι είναι εκείνοι που θα μεταφέρουν το impact. Το ωστικό κύμα επάνω στην ψυχή τους. Πώς επεμβαίνει στον αποδέκτη και πώς το αντιλαμβάνεται μέσα στον χρόνο. Ο πολιτισμός αυτός είναι σε μια άλλη σφαίρα. Σαν ένα βιβλίο με ειδικό βάρος.


• Ζω πια μόλις το ένα τρίτο της ζωής μου στην Αθήνα, παρόλο που την αγαπάω πολύ. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τις μεγάλες αλλαγές που περνάει η πόλη. Η εξέλιξή της είναι μια σειρά εκπλήξεων. Οι γειτονιές στις οποίες μεγάλωσα είναι αγνώριστες και συνεχώς αλλάζουν. Αυτήν τη στιγμή, εν μέσω μιας τεράστιας εθνικής κατάθλιψης, υπάρχει μια απίστευτη δημιουργικότητα. Μπορείς ανά πάσα στιγμή να βρεις κάτι να κάνεις. Δεν περιμέναμε να φτάσουμε στον πάτο και να κάνουμε αυτοκριτική, αλλά την αντικαταστήσαμε με τρομερή ενεργητικότητα. Αντιδράσαμε άμεσα.

• Ένα πράγμα φοβάμαι, μην αρρωστήσω από Αλτσχάιμερ, γιατί είναι μια μορφή θανάτου. Η τέχνη πεθαίνει με τον δημιουργό της.

Women Artists in the Greek Avant-Garde, 2014, ISET - Contemporary Greek Art Institute, Athens, Greece


ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Λήδα Παπακωνσταντίνου (1945, Αμπελώνας Λάρισας) ζει και εργάζεται στις Σπέτσες. Το διάστημα 1962-65 σπούδασε γραφικές τέχνες στο Α.Τ.Ι. (Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη) στην Αθήνα, ενώ κατά τα έτη 1965-66, φοίτησε στο προπαρασκευαστικό έτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1966 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου σπούδασε Καλές Τέχνες στο Loughton College of Art, Λονδίνο (1967-68) και στη συνέχεια στο Maidstone College of Art (Kent Institute of Art & Design) (1968-71), όπου πραγματοποίησε και τις πρώτες περφόρμανς και φιλμ περφόρμανς της. Το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου και  παρουσίασε την πρώτη της ατομική έκθεση στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα με τίτλο Ένα περιβάλλον, το 1974. Το διάστημα 1975-1979 δημιούργησε στις Σπέτσες ένα κοινοτικό «φτωχό» θέατρο με όνομα «Σπετσιώτικο Θέατρο». Έχει παρουσιάσει το έργο της σε σημαντικές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις : Το κουτί, Γκαλερί 3, Αθήνα (1981), 20η Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1989), Λήδα Παπακωνσταντίνου – Performance, Film, Video 1969-2004, Μπέη Χαμάμ, Θεσσαλονίκη, διοργάνωση Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (2006), Εις το όνομα, 1η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης (2007), Για πάντα, Παλαιό Ελαιουργείο Ελευσίνας (2009), Ναι + όχι, Λουτρό των Αέρηδων (2011), Οι 3 Παπακωνσταντίνου: Θοδωρής, Λίτσα, Λήδα, Φουγάρο The Gallery, Ναύπλιο (2016).