ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΨΗΛΑ



γράφει η Κατερίνα Π. Κοφινά*

Το καθημερινό μου τζόκινγκ περιελάμβανε μια δασώδη περιοχή περί τα τρία χιλιόμετρα. Το σπίτι μου βρισκόταν λίγο έξω από την πυκνοκατοικημένη περιοχή της πόλης μου.  Το δάσος δεν ήταν μεγάλο , ούτε και πυκνό. Ήταν όμως γεμάτο με πεύκα και άγριους θάμνους.  Απολάμβανα το τρέξιμο από πολύ νέος και στα χρόνια της εφηβείας είχα πάρει μέρος και σε μαραθωνίους, ανά την Ελλάδα. Τους οποίους τους διοργάνωναν  διάφοροι τοπικοί φορείς  σε κάποιες πόλεις.  Τώρα πια είχα μεγαλώσει αρκετά και ανηφόριζα την Πέμπτη δεκαετία της ζωής μου.  


Ήταν η εποχή του Φθινοπώρου με τα φύλλα να έχουν πέσει από τα δέντρα, και η πρωινή δροσούλα να στέκεται στους κορμούς των δέντρων.   

Είχα βγει στη σύνταξη λίγο καιρό και απολάμβανα το τρέξιμο πολύ περισσότερο από τις εποχές που δούλευα ,και όλα τα έκανα με  άγχος. Τώρα πια σηκωνόμουν το πρωί στις εφτά από το κρεβάτι, έπαιρνα το πρωινό μου  φορούσα την φόρμα, και τα παπούτσια,  και πήγαινα για τρέξιμο.  Και το ίδιο έκανα και εκείνο το πρωινό. Μόνο που εκείνη η ημέρα θα ήταν πολύ διαφορετική από τις άλλες.   

Ξεκίνησα το τρέξιμο από το γνωστό χωμάτινο δρομάκι. Η ημέρα είχε λίγο περισσότερη υγρασία και οι πευκοβελόνες που είχαν πέσει στο έδαφος ήταν μουσκεμένες. Κατά τα άλλα ο καιρός ήταν καλός και ο ήλιος είχε βγει και ετοιμαζόταν για την βόλτα του στον ουρανό.  

Τα πουλιά τιτίβιζαν τριγύρω μου. Πήρα μια βαθειά ανάσα και συνέχισα να τρέχω ήπια απολαμβάνοντας  το τοπίο.  

Η διαδρομή των τριών χιλιομέτρων περνούσε μέσα από το μικρό δάσος , έστριβε  προς κάτι χαλάσματα , που όμως βρισκόντουσαν στο απέναντι μικρό ύψωμα , και συνέχιζε σε κάτι άγονα χωράφια , για να σταματήσει εκεί , μιας και δεν υπήρχε κάτι άλλο πιο πέρα.  

Μετά ο δρόμος κατηφόριζε και πήγαινε προς την θάλασσα.  Ήταν μια άγονη περιοχή βασικά , αλλά είχε απόλυτη ησυχία, δεν έβλεπες άνθρωπο , δεν υπήρχε η κίνηση από αμάξια και ο θόρυβος.  Για μένα που αγαπούσα την ησυχία ήταν παράδεισος. 

 Αλλά στο τέλος κατάντησε κόλαση.   

Όπως έλεγα λοιπόν η διαδρομή με πήγε ως τα παλιά χαλάσματα και τα άγονα χωράφια. Και εκεί ήπια λίγο νερό και ξεκουράστηκα. Είχα ιδρώσει και σκούπισα το μέτωπο μου με μια μικρή πετσέτα που πάντα είχα μαζί μου.  Και καθώς κοιτούσα όπως έκανα κάθε φορά το απέναντι  ύψωμα με τα χαλάσματα άκουσα μια παιδική φωνή να μου λέει. 

-Λίγο πιο ψηλά.  

Γύρισα απότομα πίσω μου. Δεν υπήρχε άνθρωπος.  Μα η φωνή συνέχισε να λέει. 

-Λίγο πιο ψηλά. Έλα λίγο πιο ψηλά.  

Από πού ερχόταν η φωνή.  Άρχισα να αναρωτιέμαι αν τρελαινόμουν. Δεν έβλεπα τίποτα. Ήμουν μόνος μου στην ερημιά.  

-Λίγο πιο ψηλά.   

Είπε ξανά η φωνή, και εγώ άρχισα να φοβάμαι στη σκέψη πως η ζούσα ένα κακόγουστο αστείο , η κάποιο ξωτικό έπαιζε μαζί μου. 

-Λίγο πιο ψηλά.  

Η φωνή δεν ήταν  άγνωστη σε μένα. Στεκόμουν στη μέση του πουθενά , μόνος μου και άκουγα μια φωνή να με καλεί να πάω   Πιο ψηλά;  Πιο ψηλά που;  Και τότε κατάλαβα. Θα εννοεί στα χαλάσματα , εκεί πάνω στο μικρό ύψωμα. Δεν υπήρχε κάτι άλλο  να ήταν πιο ψηλά στην περιοχή.  Να ήταν κάποιο παιδάκι εκεί και να ζητούσε την βοήθεια μου;  Μα η φωνή του, δεν ήταν φωνή κάποιου που να ήθελε βοήθεια.  Η φωνή ήταν γλυκιά και σταθερή και μου φαινόταν πως ήθελε απλά να κοιτάξω πιο ψηλά για να το δω; Αυτό θα ήταν. Και γύρισα το βλέμμα μου στα χαλάσματα. Δεν φαινόταν κάτι εκεί. Και αποφάσισα να πάω. Μόνο έτσι θα έλυνα τον γρίφο της φωνής.  

Ξεκίνησα λοιπόν και άρχισα να ανεβαίνω την ανηφόρα προς τα χαλάσματα. Κάποια στιγμή πιάστηκε η ανάσα μου και σταμάτησα για λίγο. Και πάλι η φωνή ακούστηκε. 

-Λίγο πιο ψηλά. 

Λίγο πιο ψηλά είπα και εγώ και βήμα το βήμα, ανάσα την ανάσα, ανέβηκα λίγο πιο ψηλά , και έφτασα στα χαλάσματα. Κοίταξα με απορία να βρω το άτομο που με καλούσε. Ίσως ένα παιδάκι που ήθελε να παίξει κρυφτό; Αναρωτιόμουν.  Και τότε ακούστηκε μια άγρια φωνή. Μια φωνή συριστή, και μοχθηρή.  

-Λίγο πιο ψηλά.  

Και τότε το είδα. Είδα την ίδια την κόλαση απέναντι μου. Ένα πλάσμα τρία μέτρα ψηλό , με κεφάλι φιδιού και χέρια με γαμψά νύχια. Με τρεις σειρές δόντια κοφτερά , και με μια ουρά που είχε στο τελείωμα της ένα κεντρί. Δε νομίζω πως θα μπορέσω ποτέ να περιγράψω , τον τρόμο , η το βάθος του ερέβους στο οποίο βρέθηκα. Ούτε θα μπορέσω να καταλάβω πόσο πολύ έτρεξα , η πόσο έτρεξαν τα πόδια μου , για να φύγω από εκεί.  Αλλά θυμάμαι πως καθώς κατέβαινα από τα χαλάσματα αυτό το τέρας της κόλασης γελούσε με βρυχηθμούς, και έλεγε συνέχεια 

-Λίγο πιο ψηλά, λίγο πιο ψηλά, λίγο πιο ψηλά.   


* η Κατερίνα Π. Κοφινά είναι συγγραφέας