Έστεκε ἑτοιμο πάνω στις ξύλινες βάσεις και τα πάτερα. Τα κουπιά και η πλώρη σαπισµένα από την αρμύρα. Το πρωινό αγιάζι κατασπάραζε το κουφάρι του.
Τσακίστηκε µε τον καιρό. Και, όταν οι ψαράδες τιθάσευαν τα δίχτυα τους, εκείνα παρασέρνονταν, χτυπούσαν πάνω στις μπάντες του, καθώς τα κύματα θαλασσόδερναν το σκαρί.
Τώρα οι κάβοι του µαδημένοι, η άγκυρα σκουριασµένη, µυρίζουν ακόµη ψαρίλα και πετρέλαιο, απομεινάρια της ιστορίας του. Χάσκουν τα φινιστρίνια, σφυρίζει ο βοριάς µες στο κουφάρι του ψαροκάικου.
Καιρό, τώρα, το γέρικο σώµα του στο καρνάγιο αφουγκράζεται τον χρόνο, το µατσακόνισµα των άλλων σκαριών, οσµίζεται τη λαδομπογιά, το µίνιο, το πισσάρισµα, θυμάται πως θέλει να γλιστρήσει, να φύγει απὀ τον ταρσανά.
Μια κάποια θύμηση τον έφερε και πάλι κοντά στο γέρικο σώμα. Φέρνει στο νου του τα θαλασσινά τοπία. Άναψε τσιγάρο και αφουγκράστηκε τους ήχους του παλαιού γέρικου νεκροταφείου.
Ο χρόνος τελικά, το άλλο πρόσωπο του ανθρώπου, εκείνο το κρυφό, σκέφτηκε. Με την αίσθηση των, από χρόνια, γνώριµων ήχων από το καρνάγιο, είδε το πολύβουο συνάφι των καραβομαραγκών να ιδροκοπά πάνω στη δουλειά. Μια λαοθάλασσα ζωηρών μαστόρων.
-Καπετάνιε! Φὲρε τη φαλτσέτα! Το ξύλο δεν κάθεται..Το χρώμα, λέω, να' ναι θαλασσἰ.
-Πόσα θα δώσεις για τον κόπο µου µάστορα, σήµερα;
-Μας έκαψε ο ήλιος ολάκερη τη μέρα.
-Εκατό για τη δούλεψή σου. Καλές είναι.
Μυστήριο η φύση του ανθρώπου πάντα. Πέρασαν τόσες θάλασσες, Μαροκινοί, Αλεξανδρινοί, Τυνήσιοι σαν θαλασσοπούλια, και βρέθηκαν εδώ, στο καρνάγιο ρίζωσαν μαζί του. Ο αρχιµαραγκός, ο καπετάνιος έδινε το πρόσταγμα, σχεδίαζε το όνειρο, διάλεγε το ξύλο και το σκαρί χτιζόταν σιγά-σιγά. Οι φωνές και το τραγούδι μπερδεύονταν µε το µατσακόνισµα, το πισσάρισµα, το τορνάρισµα του σέρτικου ξύλου εκεί στο καρνάγιο.
Κάποιες πάλι φορές, ο αρχιµάστορας ξεχνιόταν να κοιτάζει τη θάλασσα να του λέει τα µυστικά της. Κι άξαφνα, πετιόταν, σα να γινόταν το όνειρό του εικόνα, και άρχιζε; “Μη φαλτσάρεις, Αχμέτ, µαλακά µε το ξύλο”, “Πάρτο κοφτά”, “Ματσακόνισµα θέλει και μίνιο”.
Είχε και ένα ραδιόφωνο Γκρούντιχ, του το χάρισε ένας ναυτικός, όταν κάποτε, του σκάλισε ένα µικρό σκαρί. Ἀκουγε µουσική, ό,τι ήθελες, και αθηναίικα και λαϊκά και Καζαντζίδη. Θαλασσογραφίες µιας εποχής.
Πλησιάζει το νεκρό κουφάρι. Το χαϊδεύει, το χτυπάει στην πλώρη αγγίζοντας το αυτί του στο ξύλο. Σάπιος ήχος, κούφιος. Το ξέχασαν το γέρικο, εδώ σε τούτη τη γωνιά. Το καραβόσκαρο, όμοιο που λες µε τον µάστορά του, καθώς είχε κι αυτός γεράσει µες στα ξύλα από καιρό.
Είχε πει πως για τα καινούργια μοντέλα, δεν αποκαλύπτουν τα σχέδιά τους, οι νέοι τεχνίτες, τα κρατάνε μυστικά. Μα το μυστικό ήταν όλο δικό του, όχι εκείνων. Αυτός ήταν ο αρχιµάστορας, ο μαέστρος του ξύλου. Τράτες, καΐκια, σκούνες, μαούνες, λογής-λογής σκαριά ήταν δικά του. Ο µαστροΒαγγέλης µε το όνομα. Ο µαστρο-Βάγγος, γνωστός και στην Πειραϊκή. Κάποτε του ζητούσαν να σκαλίσει στην πλώρη µια γοργόνα, θεά, για να δαµάζει τα κύματα, τις φουσκοθαλασσιές, για το καλό. Την έφτιαξε την άτιµη, ζωντανή, του Μεγαλέξανδρου την κοπέλα.
Και το σούρουπο, κάποιες καλοκαιρινές βραδιές, στήνανε το γλέντι µε τους ψαράδες μαζί µε της Μεγάλης Σκάλας, τους θαλασσόλυκους. Έβαζαν κακαβιά στο τσουκάλι, ρετσίνα από τα αμπέλια της Κούλουρης και φωτιά στη νύχτα, στο καρνάγιο. Γινόταν γλέντι͵ λέγαν ιστορίες, περιπέτειες θαλασσινές, δεν ήξερες ποια ήταν η αλήθεια και το ψέμα. Όλα µαζί. Για κάποιους που θαλασσοπνιγήκανε σε κάποιες Συμπληγάδες, γί αυτούς που ανακάλυψαν κάποτε µια Νέα Ἠπειρο... Και το σκαρί υψωνόταν λαμπερό, λείο, µε το όνοµα στην πλώρη.
Τις προάλλες ήρθαν και κάτι σπουδαγµένοι, να δουν λέει το καρνάγιο, να εκτιμήσουν την περιοχή. Έτσι καθώς εἰχε ήδη πάρει να σουρουπώνει, του ήρθε να φιλήσει το γέρικο σκαρί. Σκέφτηκε πως αυτή είναι η πρώτη και τελευταία φορά που θα αποχαιρετούσε τόση ζωή µέσα σε µια στιγµή.
Αφιερωμένο στους καραβομαραγκούς
Νότη και Γιώργο Κοφινά
* η Έλλη Κορρού είναι MA, Φιλόλογος, Δασκάλα και Υποψήφια Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου