ΛΥΚΟΜΟΡΦΗ


-Οι  άνθρωποι δεν είναι αυτό που βλέπεις. Δεν είναι αυτό που σου δείχνουν, αγόρι μου. Μη πιστεύεις ότι σου λένε. Η αλήθεια κρύβεται πίσω από τα γλυκά τους λόγια. Τα ευγενικά. Τα μελιστάλαχτα. Μέχρι να αποσπάσουν αυτό που θέλουν. Τα δικά τους οφέλη.  Και μετά βλέπεις το σκοτάδι πίσω από τα φωτεινά τους πρόσωπα. Το πρόσωπο ενός λύκου. Με τα δολοφονικά του μάτια , και τα κοφτερά του δόντια.  Του είπε η μητέρα του.

Ήταν μικρό παιδί τότε, αλλά μεγαλώνοντας είδε την ζωή. Είδε το κακό. Το αναγνώριζε πάντα. Δεν ήταν εύκολο. Συνήθως οι άλλοι δε το καταλάβαιναν. Κυκλοφορούσαν πολλοί Λυκόμορφοι άντρες και γυναίκες στον κόσμο.  Ο  Γιάννης όμως είχε γεννηθεί με μια παραπάνω αίσθηση.  Τον βοηθούσε να τους ξεχωρίζει.  Οι γονείς του είχαν φύγει από τη ζωή και εκείνος στα σαράντα του πια είχε αφοσιωθεί στη δουλειά του. Σαν διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας. Αδέρφια δεν είχε. Ούτε και είχε παντρευτεί.  Βασικά δεν τον είχε απασχολήσει όσο ζούσαν οι γονείς του. Ήταν και οι δυο τους ανήμποροι και χρειαζόντουσαν καθημερινή φροντίδα.  Έβγαινε φυσικά με διάφορες γυναίκες κατά καιρούς , αλλά στο τέλος διαπίστωνε πως ήταν Λυκόμορφες. Ήταν όμορφες. Ήταν γοητευτικές, έδειχναν καλοσυνάτες. Αλλά στο τέλος όλα αυτά κατέρρεαν. Ο Λύκος μέσα τους δε μπορούσε να χαλιναγωγηθεί. 

Όταν ο Γιάννης ήταν μικρός νόμιζε πως ζούσε μέσα σε ταινία επιστημονικής φαντασίας. Σαν να είχε μεταλλαχτεί το ανθρώπινο γένος σε φυσιολογικούς ανθρώπους και σε Λυκόμορφους.  Οι οποίοι μόνο κακό ήθελαν να κάνουν. Πίσω από το ψεύτικο σαρκίο τους ήταν σάπιοι. Αν θα μπορούσαν να τους δουν όπως ο Γιάννης θα έβλεπαν νεκροζώντανους. Με χείλη σαπισμένα, μάτια βγαλμένα από τις κόγχες τους, σώμα γεμάτο φλύκταινες με πύον να ρέει από παντού. Και μια δυσωδία να πλανιέται στο χώρο. Ήταν απομιμήσεις ανθρώπων. Κατασκευασμένα στα Τάρταρα της κόλασης. Προϊόντα του διαβόλου , που τα έστελνε επάνω στη γη για να ρουφήξουν, την καλοσύνη. Τις καλές πράξεις , τις θεάρεστες σκέψεις. Με αυτά τρεφόντουσαν. Και όποιος η όποια έπεφτε στα νύχια τους ,και στην πορεία καταλάβαινε τα  σκοτεινά τους κίνητρα, δε μπορούσε να τα αποδείξει.  Γιατί οι Λυκόμορφοι με τα τερτίπια τους, και την δήθεν καλή τους συμπεριφορά γίνονταν πιστευτοί από τους πολλούς. Και έτσι τα θύματα τους δε τολμούσαν να τους ξεσκεπάσουν. Ο Γιάννης όμως δεν είχε τέτοιο πρόβλημα. Μπορούσε να τους δει όπως ήταν. Σάπιοι και βρωμεροί. Άπληστοι και πονηροί.

Και μια μέρα γνώρισε τον έρωτα στο πρόσωπο της όμορφης Σαβίνας. Η έκτη του αίσθηση του είπε να την εμπιστευθεί.  Και ένα χρόνο μετά την παντρεύτηκε. Ταίριαζαν στα πάντα. Είχαν μεγάλο κοινωνικό κύκλο. Λάτρευαν τα ταξίδια, τις τέχνες, την ζωή γενικά. Και όλα κυλούσαν ονειρεμένα για το ζευγάρι.  Ως εκείνη την τρομακτική νύχτα. Την κρύα νύχτα του χειμώνα. Με το χιόνι να πέφτει από τον ουρανό. Είχαν πάει οι δύο τους διακοπές σε μια ορεινή τοποθεσία. Και εκείνο τα βράδυ , τα χαράματα ο Γιάννης ξύπνησε και δεν την βρήκε στο πλάι του. Σηκώθηκε και την έψαξε στο χώρο.  Η Σαβίνα δεν ήταν εκεί. Ντύθηκε και προσπάθησε να σκεφτεί. Που θα μπορούσε να είχε πάει; Και μάλιστα με τόσο κρύο;. Άνοιξε τη πόρτα του δωματίου και βγήκε έξω. Είδε χνάρια στο χιόνι από πέλματα ποδιών. Μα δεν ήταν δυνατόν να είχε βγει ξυπόλητη έξω. Και καθώς το ολόγιομο φεγγάρι έριχνε το φως του επάνω στο χιόνι που άστραφτε σαν ζαφείρι την είδε. Στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Κοιτούσε το φεγγάρι. Αλλά δεν ήταν η Σαβίνα. Φορούσε την νυχτικιά της. Ήταν χωρίς παπούτσια και εκεί που ήταν το κεφάλι της είδε το κεφάλι ενός λύκου. Έβαλε το χέρι στο στόμα του να μην ουρλιάξει. Και εκείνη τη στιγμή εκείνη γύρισε. Και τον χτύπησε η μπόχα. Έζεχνε ο τόπος. Το στόμα της άνοιξε. Τα λευκά κοφτερά της δόντια έσταζαν σάλιο. 

*η Κατερίνα Π. Κοφινά είναι συγγραφέας