ΤΟ ΔΑΣΟΣ


γράφει η Κατερίνα Π. Κοφινά*

Από τα παλιά χρόνια , έλεγαν όλοι πως το δάσος ήταν στοιχειωμένο. Επικρατούσε πάντα η απόλυτη ησυχία μέσα του. Και όμως και πουλιά υπήρχαν , και τρωκτικά και έντομα, και κάποια σκυλιά αδέσποτα , έβρισκαν μια γωνίτσα να κοιμηθούν  με ασφάλεια από τις καιρικές συνθήκες του χειμώνα. Όμως το αποκαλούσαν το βουβό δάσος οι νησιώτες. Κάποιοι πολύ τολμηροί είχαν αποπειραθεί να πάνε να το εξερευνήσουν και να κοιμηθούν στην ύπαιθρο. Δε γύρισαν πίσω. Κάποιοι άλλοι έστησαν εξοπλισμό για να ηχογραφήσουν , η να μαγνητοσκοπήσουν τυχόν στοιχειά και φαντάσματα. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να φυλάξουν ήταν σφυρίγματα , και βαριές αναπνοές. Σα κάτι το πελώριο να κοιμόταν στα σωθικά του. Κάποιο τέρας που ποτέ δε κατάφεραν να δουν. 

Το δάσος εκτεινόταν αρκετά χιλιόμετρα και το χώριζε μια μεγάλη λεωφόρος , από μερικά οικόπεδα και την θάλασσα.  Το καλοκαίρι τα χιλιάδες του πεύκα μοσχομύριζαν από  το ρετσίνι. Και το χειμώνα , οι μυρωδιές των ξύλων από τις καμινάδες , κάποιων λίγων διάσπαρτων σπιτιών , η υγρασία από το χώμα ,και οι μυρωδιές  από τους σκήνους, μαζί με την αλμύρα της θάλασσας ,το έκαναν εξίσου γοητευτικό.  

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που πίστευε στο θεό. Ήμασταν αρκετά θρησκευόμενοι. Και άλλωστε στην έκταση αυτού του δάσους δέσποζε ένα ξακουστό μοναστήρι. Πως λοιπόν να πιστέψει κάποιος ότι ήταν  στοιχειωμένο το δάσος; Και έτσι δεν είχα λόγο να πιστέψω , όσους έλεγαν πως κάτι κακό συνέβαινε σε αυτό. Οι άνθρωποι αρέσκονταν σε δοξασίες.  Δεν υπήρχαν στοιχειά και τέρατα. Μάγισσες και φαντάσματα. Και έτσι πορεύτηκα. Έφυγα από το νησί , σπούδασα και έμεινα στην Αθήνα. Παντρεύτηκα, έκανα δυο παιδιά και χώρισα όταν τα παιδιά μου ,είχαν ήδη φτιάξει τις ζωές τους, και είχα γίνει και παππούς σε μικρή ηλικία. Αποφάσισα τότε να γυρίσω στο πατρικό μου στο τόπο που γεννήθηκα. Μια αδερφή είχα αλλά είχε μετακομίσει στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή. Η Ελλάδα ακόμα μετρούσε τις οικονομικές πληγές της από την κατεστραμμένη της οικονομία. Ήμουν τυχερός που είχα βγει νέος στη σύνταξη, και είχα πάρει ένα ολόκληρο εφάπαξ, πριν έρθουν τα χρόνια του μνημονίου.

Όταν γύρισα στο πατρικό μου οι γονείς μου είχαν πεθάνει, πολλά χρόνια πίσω. Το σπίτι μια μονοκατοικία με αυλή και κήπο ήταν χτισμένο σε ένα ύψωμα. Τα σπίτια εκεί ήταν λιγοστά. Και το ένα πολύ μακριά από το άλλο.  Βρισκόταν κοντά στο μοναστήρι, που εκείνο ήταν χτισμένο πολύ πιο κοντά στη θάλασσα , από ότι στο δάσος. Τα πρώτα δύο χρόνια ασχολήθηκα, με την ανακαίνιση του και την καθαριότητα. Κλάδεψα και έφτιαξα τα λιγοστά δέντρα στον κήπο. Έχτισα μάντρα με πολύ ψηλά κάγκελα, και έφτιαξα καινούργια   εξώπορτα μιας και η παλιά δεν παρείχε καμία προστασία. Πήρα καινούργια έπιπλα, έφτιαξα ντουλάπες και του πέρασα κουφώματα ασφαλείας.  Και έτσι άρχισα να περνώ την καθημερινότητα μου , με βόλτες στο δάσος, διάβασμα και γράφοντας εδώ και εκεί κάποια διηγήματα. Αυτά ήταν μια νέα μου ενασχόληση. Δε περίμενα πως θα έγραφα ποτέ μου και μάλιστα διηγήματα τρόμου. Από την άλλη σκεφτόμουν πως ήταν λογικό μάλλον. Γιατί ζούσα μόνος μου, σε ένα σπίτι που το περιέβαλε ένα δάσος. Και του οποίου άκουγα από μικρός , πως ήταν στοιχειωμένο.  Όσο και να μη πίστευα στο μεταφυσικό, το μυαλό έκανε διάφορες σκέψεις. Εν τω μεταξύ αισθανόμουν και μια μοναξιά. Δεν είχα εκεί επάνω γείτονες που να τους γνωρίζω από παλιά και να έκανα παρέα. Αυτοί που είχατε τότε που ήμουν παιδί η είχαν πεθάνει, η ήταν πολύ γέροι , η τα σπίτια τους τα είχαν πουλήσει και έμεναν τώρα άγνωστοι προς εμένα ιδιοκτήτες.  Έτσι κάποια μέρα που συνάντησα κοντά στο μοναστήρι έναν αδέσποτο σκύλο πήγα κοντά του και τον χάιδεψα. Ήταν μεγαλόσωμος με σκούρο χρώμα και ένα τεράστιο κεφάλι. Τον ονόμασα Ρόκυ. Τον πήγα στον κτηνίατρο και του έκανα όλες τις εξετάσεις. Ήταν υγιέστατος. Τον στείρωσα , του βάλαμε μικροτσίπ και τον υιοθέτησα από τον δήμο του νησιού με όλες τις νόμιμες διαδικασίες. Έτσι όπως ο νόμος όριζε. Τον έφερα στο σπίτι και τον έβαλα να κοιμηθεί σε ένα τεράστιο μαλακό και ζεστό κρεβάτι με καθαρές κουβέρτες φλις. Και εκείνος την πρώτη μέρα κοιμήθηκε εκεί για ώρες. Ήξερε πως είχε δικό του σπίτι και πατέρα που θα τον αγαπούσε και θα τον φρόντιζε. Το σπίτι μου είχε τζάκι και κεντρική θέρμανση. Και είχε και κλιματιστικά για το καλοκαίρι. Ξυπνούσαμε το πρωί με τον Ρόκυ , τρώγαμε το πρωινό μας και πηγαίναμε για περπάτημα στο δάσος. Και μετά κατηφορίζαμε για την θάλασσα. Εκείνος εξερευνούσε τα πάντα, μυρίζοντας εδώ και εκεί, και εγώ γελούσα με το ύφος του όταν κάποια μέλισσα τον γυρόφερνε. 

 Μέσα σε αυτά τα δυο χρόνια που ζούσα στο νησί η ζωή μου ήταν αρμονικά δεμένη με την φύση, και τον φίλο μου τον Ρόκυ. Φρόντιζα τα δέντρα, σκάλιζα τον κήπο και μύριζα στα παρτέρια τα πανέμορφα λουλούδια μου.  Τα καλοκαίρια κάναμε τα μπάνια μας, και τρώγαμε στη δροσερή βεράντα. Τους χειμώνες καθόμασταν δίπλα στο τζάκι. Εγώ στην πολυθρόνα μου πίνοντας τσάι. Και εκείνος στο κρεβάτι του κοιτάζοντας τα κούτσουρα που τριζοβολούσαν. Και ένα τέτοιο κρύο βράδυ του Γενάρη καθισμένοι και οι δυο μας στα ζεστά, εγώ είχα απορροφηθεί στην ανάγνωση ενός βιβλίου, όταν ο Ρόκυ σηκώθηκε απότομα και πήγε προς την ξύλινη βαριά πόρτα του σπιτιού.  Είχε τα αυτιά του σηκωμένα γρύλλιζε, και ήταν ανήσυχος. Σηκώθηκα και άναψα τα φώτα μέσα και έξω από το σπίτι. Του είπα να ηρεμίσει. Το σκυλί με υπάκουσε αλλά τα ούλα του ήταν σηκωμένα και φαινόντουσαν οι μεγάλοι λευκοί του κυνόδοντες. Κάτι απειλητικό τον είχε ενοχλήσει. Ξεκλείδωσα και βγήκα στη βεράντα. Κοίταξα εμπρός μου. Δεν υπήρχε τίποτα. Πήγα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ούτε και εκεί. Αλλά κάπου κοντά ακούστηκε μια βροντή. Ήταν τόσο δυνατή που μου φάνηκε πως θα ερχόταν καταιγίδα. Αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός. Βγήκα έξω από το την μάντρα του σπιτιού. Δεν υπήρχε τίποτα. Επικρατούσε ηρεμία και μόνο τα φέρυ που έκαναν την μικρή διαδρομή απέναντι μου διακρίνονταν με τα φώτα τους αναμμένα. Μπήκα ξανά στο σπίτι. Ο Ρόκυ με περίμενε καθισμένος δίπλα στο τζάκι. Τον χάιδεψα και βούλιαξα στην ζεστή μου πολυθρόνα. Μάλλον θα ήταν η βροντή που είχε ακούσει , πολύ πριν την ακούσω εγώ. Άλλωστε η ακοή των σκυλιών ήταν πολύ οξυμένη από εμάς τους ανθρώπους. 

Την επόμενη μέρα είχα ξεχάσει το περιστατικό. Ξεχορτάριασα λίγο στον κήπο. Έφτιαξα ένα ωραίο μοσχάρι κοκκινιστό με πουρέ που το απόλαυσα με τον Ρόκυ. Ξαπλώσαμε λίγο το μεσημέρι και κατά τις τέσσερις βγήκαμε για μια βόλτα. Ο ήλιος ακόμα δεν είχε πέσει πίσω από τα βουνά. Έκανε πολύ κρύο. Φυσούσε ένας παγωμένος βοριάς. Φορούσα το μπουφάν μου, τα γάντια και τον σκούφο. Και τα ορειβατικά μου μποτάκια. Ενώ ο Ρόκυ είχε  φορέσει το μπλε μπουφάν του, και προχωρούσε στητός, και όλο καμάρι δίπλα μου.  Ώσπου σε μια στιγμή σταμάτησε απότομα να περπατάει και παρόν λίγο να πέσω επάνω του. Τον χάιδεψα και του μίλησα γλυκά για το αν συνέβαινε κάτι. Το σκυλί είχε την ίδια συμπεριφορά όπως το προηγούμενο βράδυ.  Γρύλιζε σε κάτι που εκείνο μόνο αισθανόταν. Εγώ το μόνο που μπόρεσα να διακρίνω ήταν κάτι μεγάλες πέτρες στοιβαγμένες σε μια μεριά του δάσους. Πήγα προς τα εκεί. Έμοιαζαν με ερείπια. Πρώτη φορά τα έβλεπα. Άλλωστε το δάσος ήταν μεγάλο. Δε μπορούσε κάποιος να το εξερευνήσει όλο. Οι πέτρες που σαν ογκόλιθοι έμοιαζαν ήταν σίγουρα πολύ παλαιοί. Επάνω τους είχαν λειχήνες.   Κάποιες ήταν πεσμένες πιο πέρα. Μάλλον τα αρχαία χρόνια κάτι ήταν χτισμένο εδώ, που πια είχε ολότελα καταστραφεί, σκέφτηκα. Ο Ρόκυ συνέχιζε να γρυλίζει. Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί φερόταν έτσι. Ο βοριάς έγινε πιο έντονος και ένας σίφουνας σχηματίστηκε λίγο πιο πέρα. Σκόρπισε άτσαλα κάποιες πευκοβελόνες και κουκουνάρια. Δεν ήθελα να μείνω περισσότερο σε αυτό το σημείο. Ο ήλιος είχε αρχίσει να κουτρουβαλά. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα , ένα φόβο να γεννιέται από το πουθενά. Πήρα τον σκύλο και φύγαμε από εκεί, σχεδόν τρέχοντας. Φτάσαμε στο σπίτι, και άναψα το τζάκι. Ετοίμασα ένα δυνατό τσάι και άνοιξα την τηλεόραση. Ήθελα να ξεχαστώ. Ένιωθα ένα σφίξιμο στη καρδιά. Αυτές οι πέτρες με είχαν αναστατώσει. Δεν είχα ιδέα τι ήταν. Δεν ήμουν αρχαιολόγος. Θυμόμουν βέβαια τα αρχαία μας έπη την Ηλιάδα και την Οδύσσεια. Θυμόμουν και κομμάτια από την Μυθολογία μας. Να ανήκαν αυτά τα πέτρινα κομμάτια σε κάποιο αρχαίο ναό; Το μοναστήρι είχε χτιστεί επάνω σε ναό της θεάς Αθηνάς. Αλλά οι πέτρες αυτές βρισκόντουσαν αρκετά μακριά από το μοναστήρι. 

Εκείνη την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα αυτά τα φώτα τρεμόπαιξαν και έσβησαν. Μια βροντή ακούστηκε πάλι δυνατά, η πόρτα τραντάχτηκε σα σε σεισμό. Πάγωσα στη θέση μου. Ο σκύλος αφήνιασε. Άρχισε να γαυγίζει δυνατά, πήγε στη πόρτα και άρχισε να την ξύνει με τα μπροστινά του πόδια. Ένας δυνατός άνεμος ακούστηκε να χτυπάει τα διπλά τζάμια  του παραθύρου με μανία. Το σκοτάδι είχε απλωθεί μέσα και έξω από το σπίτι. Μόνο η λάμψη από το τζάκι έδινε λίγο κίτρινο φως στο δωμάτιο. Πήγα στην πόρτα και ηρέμισα τον Ρόκυ. Το σκυλί ανάσαινε βαριά. Άνοιξα την πόρτα και πετάχτηκε αμέσως έξω, γαυγίζοντας προς την μεριά του δάσους. Ευτυχώς που η εξωτερική πόρτα της μάντρας ήταν κλειστή γιατί αλλιώς θα τον έχανα. Αποφάσισα να λύσω το μυστήριο.  Ντύθηκα , πήρα ένα μεγάλο φακό που είχα επάνω στο τζάκι , και αφού έκλεισα τον Ρόκυ μέσα στο σπίτι, πήρα μόνος μου το δρόμο , για το σημείο που είχα ανακαλύψει τις πέτρες.  Ο αέρας ράπιζε το πρόσωπο μου. Η θάλασσα άφριζε στα ανοιχτά. Κάπου ακούστηκε το αλύχτισμα ενός σκύλου. Αλλά το δάσος ήταν βουβό.  Μόνο το θρόισμα από τις πευκοβελόνες  χάιδευε την ακοή μου, καθώς ο βοριάς έμπαινε ανάμεσα τους. Προχωρούσα γρήγορα. Δεν ήξερα τι πήγαινα να δω. Αλλά κάτι μέσα μου, προσπαθούσε να μου πει ,να γυρίσω στην ασφάλεια του σπιτιού μου. Στο μυαλό μου τριγυρνούσαν οι λέξεις που είχα μάθει από μικρός, να μη δίνω σημασία. Το δάσος είναι στοιχειωμένο. Το δάσος είναι βουβό. Το δάσος κρύβει μυστικά. Άκουγα την φωνή της λογικής μου να λέει. Φύγε από εκεί. Γύρισε πίσω. Που πας μόνος; 

Κοιτούσα μπροστά. Η δέσμη του φωτός από το φακό, ανεβοκατέβαινε , η γυρνούσε δεξιά και αριστερά , καθώς από την μια έτρεμα . Και από την άλλη τα μποτάκια μου έβρισκαν σε διάφορες πέτρες και έχανα για λίγο την ισορροπία μου.  Και τότε άκουσα ομιλίες.  Έσβησα με μιας το φακό μου και έπεσα στο κρύο έδαφος. Σύρθηκα όσο μπορούσα πιο αθόρυβα και κρύφτηκα πίσω από ένα τεράστιο σκήνο. Τρεις άνθρωποι με μανδύες και κουκούλες στεκόντουσαν πάνω από τις αρχαίες πέτρες. Ήταν γυναίκες. Τις κατάλαβα από την χροιά της φωνής τους. Η μια έλεγε.

-Αναθέτω στην Εκάτη τον άντρα που με κακολόγησε στον άντρα μου ότι τον απατώ. Αυτόν και όλο του το σοι να καεί και να συρθεί από αυτό το πηγάδι στα Τάρταρα. – 

Αμέσως μια βροντή ακούστηκε δίπλα μου. Φωτίστηκε ο χώρος,  και οι πέτρες στήθηκαν μόνες τους και σχημάτισαν, το στόμιο ενός πηγαδιού. Η μια από τις γυναίκες κρατούσε κάτι στο χέρι της. Έμοιαζε με μια μικρή τετράγωνη πινακίδα, την οποία και έριξε στο πηγάδι.  Το σαγόνι μου άρχισε να τρέμει. Όχι από το κρύο αλλά από το φόβο. Βρισκόμουν μπροστά σε τρείς μάγισσες. Και εκείνες καταριόντουσαν  έναν άνθρωπο. Τι ήταν λοιπόν αυτό το σημείο; Η πύλη για τον κάτω κόσμο; Δεν μπόρεσα να επεξεργαστώ την σκέψη μου. Από το άνοιγμα  του πηγαδιού εμφανίστηκε μια γυναίκα ντυμένη με αρχαία ενδυμασία. Στο ένα της χέρι είχε ένα ξίφος. Και στο άλλο κρατούσε ένα πυρσό. Και Ω! ΘΕΕ ΜΟΥ. Τι ήταν αυτό που είχαν αντικρύσει τα μάτια μου; Αυτή η φρίκη;  Που δε θα ξεχνούσα ποτέ όσο ζούσα; Αυτή. Η αρχαία αυτή φρίκη, δεν είχε μαλλιά, αλλά εκατοντάδες φίδια, με κόκκινα μάτια. Οι διχαλωτές τους γλώσσες άφηναν να φανούν τα μυτερά τους δόντια. Και μόλις αυτή, η Εκάτη πήρε στα χέρια της την πινακίδα  από τα χέρια της μιας μάγισσας εξαφανίστηκε.

Πέρα μακριά κάποια σκυλιά ούρλιαζαν παραπονεμένα.  Είχα πετρώσει πίσω από τον σκήνο. Ούτε την ανάσα μου δεν άκουγα. Νόμιζα πως ζούσα σε ένα όνειρο. Δεν ήταν αληθινά ότι είχα δει.  Η Εκάτη βρισκόταν μόνο στην Μυθολογία μας. Πουθενά αλλού.  Ήταν η θεά του σκοταδιού, και των μαγικών φίλτρων. Εκείνη που την επικαλούνταν οι μάγοι και οι μάγισσες. 

Μετά την ανίερη τελετή έπρεπε να περιμένω να φύγουν. Αν με ανακάλυπταν ποιος ξέρει τι με περίμενε; Τις άκουσα να ψέλνουν για λίγο. Τα λόγια ήταν άγνωστα για μένα. Με το τέλος της ψαλμωδίας οι πέτρες κατέρρευσαν πάλι . Τις άκουγα που έπεφταν εδώ και εκεί.  Περίμενα άλλη μισή ώρα πριν βγω.  Το σκοτάδι είχε καλύψει το δάσος και μόνο η δέσμη από τον φακό μου μπορούσε να το φωτίσει. Πλησίασα. Όπως το είχα φανταστεί. Δεν υπήρχε κανένα στόμιο. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι ότι αυτό ήταν , ένα αρχαίο πηγάδι. Οι πέτρες φαινόντουσαν τυχαίες με λειχήνες και βρύα επάνω τους. Έκανα το σταυρό μου και έφυγα τρέχοντας από εκεί. Γύρισα σπίτι, άναψα τα φώτα και λιβάνισα. Μετά πήρα αγκαλιά τον Ρόκυ δίπλα στο τζάκι.

Από τότε δε βγήκα ποτέ βόλτα στο δάσος. Άλλαξα διαδρομή και πήγαινα κατευθείαν στην ακρογιαλιά. Δεν είπα σε κανένα αυτή μου την εμπειρία .Αλλά πια ξέρω. Και όταν κάποιες άγριες νύχτες ακούω τις βροντές και το αλύχτισμα των σκυλιών, ξέρω πως το πηγάδι του κάτω κόσμου έχει ανοίξει, και η φοβερή Εκάτη ανεβαίνει στον κόσμο των ζωντανών. 

 

28-2-2021

Αφιερωμένο στη φίλη μου Ράνια.  


 *η Κατερίνα Π. Κοφινά είναι συγγραφέας